Κυνική και αυτοαναφορική εκδοχή της φράσης «άει στο διάολο» που είναι πια πολύ κοινότοπη για να μπορέσει να εκτονώσει όποιον την λέει.

Γαμώτο, το γκομενάκι στο γυμναστήριο δεν μου έριξε ούτε μία ματιά αν και το κοίταζα με γουρλωμένα μάτια συνέχεια... Ασταδγιάλα ρε πούστη μου, πότε θα βρω εγώ γκόμενο;

(από Khan, 15/12/13)

βλ. και ασταδιάλα, ασσστεεάαααλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «μα τι στο καλό!!!!». Εκφράζει έκπληξη. Χρησιμοποιείται από σπουδαγμένους στο εξωτερικό, φανατικούς και φανατικές του Sex And The City και άλλων σήριαλ εξ Αμερικής.

  1. Εχτές γύρισα από την δουλειά και βρήκα την μαμά μου και τον μπαμπά μου να το κάνουν στο σαλόνι.... «Γουανταφάκ!!!» πρόλαβα να πω πριν βγω από το δωμάτιο...

  2. «Εμείς γουανταφάκ! Όχι εσύ», άκουσα τους γονείς μου να λένε καθώς έβγαινα από το σπίτι αηδιασμένος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ φανατικός θαυμαστής μίας μάρκας ή χρήστης ενός προϊόντος ή υπηρεσίας.

Ο καινούργιος web browser του Google, το Chrome είναι τέλειος, τέλειος, τέλειος. Να, κάτι τέτοια κάνει το Google και έχουμε γίνει όλοι τελείως τα πουτανάκια του.

Α, είσαι μεγάλο πουτανάκι τελικά... (από Galadriel, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας που ενώ κάνει όλα όσα κατά κανόνα χαρακτηρίζουν έναν gay (βγάζει φρύδι, κάνει αποτρίχωση πλάτης, μυρίζει άρωμα 25 λεπτά πριν μπει στο χώρο, έχει γυαλισμένο παπούτσι κάθε μέρα, αλλάζει τακτικά κάλτσες και σώβρακο, βλέπει Sex And The City, to name just a few), δεν είναι ομοφυλόφιλος, αλλά αποδεδειγμένα πηγαίνει μόνο με γυναίκες.

Επίσης η λέξη χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του metrosexual.

Έπιασα τον Μιχάλη να βάζει ενυδατική στις τουαλέτες του γραφείου. Του την είχε κάνει δώρο η αδελφή μου όταν έκλεισαν 4 χρόνια γάμου. Μα τι ετερόπουστας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θλίψης και λύπης.

Μου τελείωσε το αηλάινερ, λυγμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση δηλώνει ότι κάποιος συλλογίζεται με ένταση και βαθεία αυτοσυγκέντρωση.

Σήμερα όλη μέρα στο γραφείο προσπαθούσα να σκεφτώ μία καλή ιδέα, παρά το σκεψ σκεψ εντατίκ όμως δεν μου κατέβηκε τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλέξη όταν συνοδεύει ουσιαστικό δηλώνει ενέργεια που γίνεται με ένταση και προσήλωση.

Έχω να δω την γκόμενά μου από το πρωί. Θα πέσει σεξ εντατίκ απόψε, δεν πα να έχει τον άπειρο πονοκέφαλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε πικραμένος λέγεται στις διαφημιστικές εταιρίες ο μέσος καταναλωτής, αυτός που δεν έχει τον χρόνο ή την διάθεση ή την καλλιέργεια να κατανοήσει τις φλου αρτιστίκ (ή όχι και τόσο φλου αρτιστίκ) ιδέες μερικών από τους δημιουργικούς της διαφήμισης.

Πολύ ωραίο το σενάριο για τηλεοπτική διαφήμιση που έγραψες Βαγγέλη, αλλά ο πελάτης το απέρριψε διότι το λογοπαίγνιο είναι για μορφωμένους και ο πελάτης θέλει να μπορεί να το καταλάβει ο κάθε πικραμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Συνώνυμο του «οποιοσδήποτε», «χ», «μέσος άνθρωπος». Χρησιμοποιείται σε διαφημιστικές εταιρίες και αν και ακούγεται ως μειωτική λέξη στην πραγματικότητα είναι σούπερ ουδέτερη και αν σας την απευθύνουν να μην θυμώσετε!

Θέλω να φτιάξουμε ένα σάιτ που να μπαίνει ο κος Σκορδπούτσογλου και να μπορεί να βρει πληροφορίες για τα ωραία έργα της σεζόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελάχιστα μειωτικό συνώνυμο του «άνθρωπος». Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε λαϊκό context και κυρίως σε διηγήσεις ευτράπελων, δυσάρεστων και ταλαιπωρητικών ιστοριών της καθημερινότητας.

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

3 ώρες έκανα να πάω με το αυτοκίνητο από την Κολιάτσου στην Αμερικής. Τι τραβάω ο άθρωπας!

ή

Μία φορά έβαλα τρούπια κάλτσα και έτυχε να μου ζητήσουν στο αεροδρόμιο να βγάλω τα παπούτσια μου. Ρεζίλι έγινα πάλι ο άθρωπας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified