Δια αυτόν τον τρόπο ονομάζεται ο υπέρ του δέοντος και παραβιάσας κάθε μέτρου πέρδον ανήρ. Το λήμμα λήγει εις -ερ, ίνα θυμίζει λέξη της γαλλικής καθαρώς δια λόγους πρωτοτυπίας. Συνόνυμα μετά του ιδίου νοήματος αποτελούν αι λέξεις: κλανιάρης, κλασομπανιέρας, κλανοτρομπέτα και άλλαι λέξεις εις την μαλλιαρή διάλεκτο, ήτοι δημοτική. Δηλωτικό εγκεφαλικής απανθράκωσης είναι η προσφορά της λέξεως οσάν να επρόκειτω δια γαλλική, τουτέστιν: κλασσέεεεγγ...

Φαίδων: «Πέρδυμι συνεχώς και προβαίνω εις φάρσαι διαρκώς! Άρα είμαι φαρσέρ τε και κλασέρ!»
Φιλήμων: «Μάλλον μέγας μαλακερ είσαι!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται εκ της λέξεως «πάπαρος», υπερθετικός της λέξεως «παπάρας» πολλαπλασασθείσα επί 3. Δηλώνει δε τον παπάρα μεγάλης ολκής, τον εξαιρετικά μέγα τη τάξει παπάρα. Ως γνωστόν, η ιδιότητα ενός παπάρα ενίοτε ογκούται συν τω χρόνω, τουτέστιν ο απλός παπάρας δύναται μεταβληθήν εις τριπάπαρο λίαν συντόμως!

Φαίδων: «Μα είναι γνωστό τοις πάσι ότι δεν παραβιάζομεν τον ερυθρό σηματοδότη εν όψι αστυνομικού οχήματος! Τριπάπαρε!»
Αριστογείτων: «Όντως...!»

Trip a Paros (από Vrastaman, 17/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προϊόν συμπύξεως των λέξεων «Κολοσσός» (το γνωστό τοις πάσι γιγαντιαίων διαστάσεων άγαλμα το οποίο και εκοσμούσε τον λιμήν της Ρόδου«) και »κώλος« (άνευ επεξηγήσεως...). Κωλοσσός λοιπόν είναι ο ανήρ ή κυρίως ή γυνή φέρουσα εξαιρετικού όγκου τε και κάλλους οπίσθια.

Φαίδων: «Κοίτα Κλέων, τον ...Κωλοσσό ο οποίος εις το τρόλλεϊ εισέρχεται!»
Κλέων: «Εξ οποίας στύσεως εκατεβλήθην (μτφ: τρελλή κάβλα)! »

Got a better definition? Add it!

Published

Αν και θήλυ, το ουσιαστικό «κλανοτρομπέτα» απευθύνεται εις άρρενες, οι οποίοι πέρδονται διαρκώς, βροντερώς (εξού και τρομπέτα) και ασυστόλως, παράγοντας ούτως ειπείν αυτήν την χαρακτηριστική... ευωδίαν. Τυγχάνει δε οι παραπάνω άνδρες να αδιαφορούν παντελώς δια πάσαι συνέποιαι η συνήθεια αυτή εμπεριέχει προς αυτούς και προς τον περίγυρό των.

Φαίδων: «Μα μνήστητι μου Κύριε, διατί πέρδεις τόσο βροντερώς και βρομερώς συνάμα εν μέσω κόσμου; Θα χαρακτιρισθείς ως κλανοτρομπέτα!»
Τρύφων: «Αδιαφορώ, θα πέρδομαι εν τιαύτο τρόπο προ οιασδήποτε θυσίας!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά μίαν άλλην εκδοχήν, ως Χορταρέας χαρακτηρίζεται η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού κτλ

Φαίδων: «Διέθεσα σήμερον χρήματα ίνα αγοράσω χασίς»
Τρύφων: «Πάλι; είσαι Χορταρέας μέγιστου βαθμού!»

(από Khan, 17/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάλαι ποτέ εργαζόμενος εις οίκον ανοχής, ο οποίος ήτο επιφορτισμένος με το καθήκον της πλύσης των γεννητικών οργάνων εκάστοτε πελάτου προ και ενίοτε μετά συνουσίας. Οι λεκανατζίδαι έφεραν την χαρακτηριστικήν μικρή λεκάνην, σαπων και μάκτρο (πετσέτα), και ήτο συνήθως ομοφυλόφιλοι της μεγαλυτέρας τάξεως, ήτοι Gay over. Σήμερον πλέον οι λεκανατζίδαι εκλείπουν, οπότε έτσι χαρακτηρίζεται ο εργαζόμενος βαρέος και ανιαρού επαγγέλματος.

Φαίδων: «Τρύφων, παρακαλείσαι όπως μεταβείς εις το δωμάτιο του λεκανατζή, διότι οι όρχεις σου οζούν!»
Τρύφων: «Το αυτό επιθυμεί η τσατσα και δι εσέ, οι όρχεις σου οζούν παρομοίως!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Game Over, ήτοι «τέλος παιγνίου» φράση γνωστή εις τους παίκτας ηλεκτρονικών παιγνίων, το λήμμα αυτό υποδηλώνει ομοφυλόφιλο ανήρ ο οποίος εν τιαύτη περιπτώσει έχει πλέον φτάσει επί του κωλοφώνος της ιδιότητός του και άρα θεωρείται κατά το κοινόν λεγόμενον: «τελειωμένος», εξού και over. Άρα, gay over είναι ο τελειωμένος ομοφυλόφιλος, κοινώς πουστάρα ή τρελλή ή παλιαδερφή.

Τρύφων: «Ω φίλε, κοίταξον τη Γκέλλυ, εκ του Βαγγέλη αν δεν απατώμαι!»
Φαίδων: «Πράγματι φίλτατε, πρόκειται δια τελειωμένη περίπτωσι, gay over εις τη καθομηλουμένην!»

Πάνος+Ζακης (βλ.σχόλια) (από GATZMAN, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified