Ο υπερήλικας παππούς, αυτός που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, ο κατάκοπος!

- Αυτός ρε συ κρατιέται καλά, είναι γύρω στα 65. - Τι 65 ρε μαλάκα, αυτός είναι με το ένα πόδι στον τάφο, σκέτο ραμολιμέντο ο άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορός από το αγγλικό (one size) που αναγράφεται πάνω σε ρούχα υποδηλώνοντας το μέγεθος.

Εν προκριμένω αναφέρεται σε ρούχα που προορίζονται για άτομα μικρών διαστάσεων ή τουλάχιστον σε ρούχα που έχουν μεγάλο εύρος ταιριάσματος.

Το σλανγκ υπονοεί γκόμενες μικρού μεγέθους (συνήθως το πολύ 40-45 κιλά) που είναι ευκολόχρηστες κ ευέλικτες κατά την σεξουαλική πράξη!!

Δηλαδή κοινώς η γκόμενα μινιόν, ο πουτσομεζές!

- Ρε μαλάκα το πηδάς αυτό;
- Αυτό το ουάν σάιζ το παίζεις στα δάχτυλα, το κάνεις ό,τι θες και χωράει μέχρι και στην τσέπη σου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός που συνήθως χρησιμοποιείται για να καταδείξει καταστάσεις αμφίβολου αισθητικής και ομοιογένειας.
Με άλλα λόγια αντικατοπτρίζει ένα αλαλούμ αντικρουόμενων πραγμάτων που δεν δένουν μεταξύ τους κ αποδίδουν ένα αποτέλεσμα που στην τελική είναι για γέλια όπως και ο καραγκιόζης πίσω από τον μπερντέ!

- Πήγα προχτές στο καινούριο σπίτι του Μιχάλη ωραίο μεγάλο άλλα από διακόσμηση το γάμησε το καημένο,καραγκιόζ μπερντέ το έκανε ο κάγκουρας!

- Άσε, τά 'χω πάρει!
- Γιατί ρε;
- Πήγα στο σπίτι κι η γυναίκα μου έβαψε το σαλόνι τρία διαφορετικά χρώματα! Άμα το δεις θα καταλάβεις, καραγκιόζ μπερντέ εντελώς!

- Που κολλάει η αεροτομή στο Yugo ρε το μαλάκα; Καραγκιόζ μπερντέ το κάνε το καημένο το αμαξάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι εθισμένος με την ταχύτητα και πηγαίνει συνεχώς τέζα.
Είναι ο συνήθης τύπος κατόχου πεζώ ραλί και συχνάζει στα λιμανάκια κλπ.

- Ρε δεν πάμε στα λιμανάκια να χαζέψουμε κανέναν γκαβλόγκαζο να περάσει η ώρα;
- Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός που έγκειται στο να παρουσιάσουμε την έντονη τριχοφυΐα (συνήθως γυναικών) στην γεννητική τους περιοχή!

  1. Πήγα να την γλείψω κι έφαγα την τρίχα της αρκούδας, δάσος η γκόμενα!

  2. - Το 'χει ξυρισμένο ρε μαλάκα;
    - Τι ξυρισμένο ρε; η γκόμενα μιλάμε είχε δάσος, χρειάστηκα πυξίδα για να βρω τρύπα!

(από Galadriel, 23/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δανείσουμε χρήματα και δεν τα πάρουμε ποτέ, όταν μας χρωστούν από τη δουλειά χρήματα και δεν μας πληρώνουν. Όταν παρέχουμε μια υπηρεσία και δεν ανταμειβόμαστε, όλα αυτά είναι τα λεγόμενα πιστολιάσματα.

Συναντάται επίσης και ως έφαγα πιστόλι και συνοδεύεται με το προπαρασκεύασμα μυρίζει-βρωμάει μπαρούτι (άρα θα φάμε πιστόλι).

  1. — Τι έγινε ρε σε πλήρωσαν από τη δουλειά;
    — Γάμησε τα φίλε, εδώ και τρεις μήνες τίποτα, μου βρωμάει μπαρούτι η δουλειά, θα φάμε κανένα πιστόλι, δεν τη γλιτώνουμε!

  2. — Δάνεισα στο Νίκο, θα μου τα δώσει πίσω λες;
    — Καλά είσαι μαλάκας, γιατί δε ρωτάς πρώτα; Πρόκειται για μεγάλο πιστολέρο!

  3. — Σε πλήρωσε;
    Σκατά, έφαγα πιστόλιασμα.

(από tractioner, 08/04/11)(από tractioner, 08/04/11)

Δες ακόμη: πιστολιάζω, πιστόλα, πιστολέρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μακροσκελές κείμενο.

Ο όρος ξεκίνησε να συναντάται στους διαδικτυακούς χώρους π.χ. blogs, forum κ.λ.π.

Επίσης συναντούμε και το σεντονάκιας, δηλαδή ο ''πολυλογάς'' του πληκτρολογίου.

- Πω, ρε φίλεεε, τι είναι αυτός ρε συ; Κατεβάζει σεντόνια ολόκληρα, θα πάθουν τα δάχτυλα του!
- Καλά ρε, δε τον ήξερες, σεντονάκιας από τους λίγους, μιλάμε.

αφιερωμένο στους σεντονάκηδες (από Khan, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική αναφορά στο γυναικείο φύλο. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στις μεταξύ των gay συζητήσεις, ως ένδειξη τις ανταγωνιστικής στάσης που έχουν απέναντι τους!

(Σ.Σ. Δεν είμαι gay!!)

(Συζήση σε gay bar)
- Tον ξέρεις τον Μπάμπη που δουλεύει στο πλυντήριο αυτοκινήτων, δίπλα από το σπίτι μου; Πολύ παίδαρος!
- Και εσύ τι ξερογλείφεσαι μώρη; Αυτός τα έχει με μία μούντζα, σίγα να μην σε γουστάρει κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικά υψηλή ταχύτητα.
Συνήθης όρος για τους απανταχού λάτρεις τις αυτοκίνησης και ειδικά των κοντράκηδων.

- Μαλακααααά... τον είδες πως πέρασε; Τάπα το πήγαινε το εργαλείο!

Βλ. και πηγαίνω τάπες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι όρος που πιστοποιεί ότι κάποιο προϊόν είναι καινούργιο και εντελώς αχρησιμοποίητο.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον για τα αυτοκίνητα και όχι μόνο, και έχει ''καταγωγή'' από το σύνηθες φαινόμενο κάλυψης των καθισμάτων με ζελατίνα από τους κατασκευαστές αυτοκινήτων.

- Ρε Μπάμπη, είδα τον Λευτέρη με μία bmw, δικιά του είναι;
- Ναι ρε το κουνάβι, του το πήρε ο μπαμπάκας του!
- Ζελατίνα;
- Ναι ρε, ζελατίνα το πήρε ο σκατόφλωρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified