Ο πολύ έξυπνος τύπος ανθρώπου που ξέρει γενικά να ελίσσεται εύστροφα και γρήγορα, μεταφόρικα σαν ένα αιλουροειδές.

Συνώνυμο του γατόνι που γενικά δεν τον «πιάνεις» πουθενά!

Επίσης χρησιμοποιείται συχνά σε μπασκετικούς και ποδοσφαιρικούς αγώνες προκειμένου να αναδειχθεί το ταλέντο κάποιου πολύ μεθοδικού και γρήγορου παίκτη.

Όρος που χρησιμοποιεί συχνά και ο Αλέφαντος.

-Τσ τσ τσ τσ... κοίτα τον ρε μαλάκα ασσίστ και καλάθι το άτομο, αίλουρος εντελώς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο λήμμα της φράσης δεν υπάρχει.

Κοινώς αυτός που είναι απίστευτος γενικότερα με αυτά που κάνει η λέει, σε βαθμό που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις την ύπαρξη του!

Ρε μαλάκα τον είδες πόση ώρα είχε σούζα την μηχανή; Ο τύπος είναι ανύπαρκτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σλανγκ συναντάται στον χώρο τις αυτοκίνησης και συγκεκριμένα των κοντράκηδων.

Όταν ένας κάτοχος γρήγορου αυτοκινήτου αποκαλείται (ειρωνικά συνήθως) βατραχάνθρωπος ή ντύθηκε βατραχάνθρωπος, αυτό αυτόματα παραπέμπει στο γεγονός ότι το αμάξι του φέρει εξοπλισμό υπέρ-εύφλεκτου μίγματος Νίτρο! (ΝΟS)

Η σύνδεση του όρου πηγάζει από την μορφή που έχουν οι συγκεκριμένες μπουκάλες που είναι πανομοιότυπες με αυτές που φορούν οι βατραχάνθρωποι!

- Ο Μήτσος θέλει να τα πατήσετε και λέει κιόλας ότι σε παίρνει.
- Με το Μήτσο ρε μαλάκα θα βάλω κόντρα; Αυτός φαίνεται από χιλιόμετρα ότι ντύθηκε βατραχάνθρωπος!

NOS (από tractioner, 02/04/11)(από tractioner, 02/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι εθισμένος με την ταχύτητα και πηγαίνει συνεχώς τέζα.
Είναι ο συνήθης τύπος κατόχου πεζώ ραλί και συχνάζει στα λιμανάκια κλπ.

- Ρε δεν πάμε στα λιμανάκια να χαζέψουμε κανέναν γκαβλόγκαζο να περάσει η ώρα;
- Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωρικός, ο Μπουρτζόβλαχος, ο τσέλιγκας.

Σύνθετη λέξη, με πρώτο συνθετικό παράγωγο από το αξεσουάρ του βοσκού, την γκλίτσα, και δεύτερο συνθετικό το αγγλικό boy. Είναι το άτομο που δείχνει από χιλιόμετρα την βουκολική του καταγωγή με διάφορες συμπεριφορές και τάσεις μέσα στο αστικό γίγνεσθαι!

- Πολύ γκλιτς-μπόυ το άτομο, από πού κατέβηκε; Μόνο το ταγάρι του 'λειπε!

Σχετική έκφραση στην αγγλική: You can take the boy away from the village, but you can never take the village away from the boy.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός που έγκειται στο να παρουσιάσουμε την έντονη τριχοφυΐα (συνήθως γυναικών) στην γεννητική τους περιοχή!

  1. Πήγα να την γλείψω κι έφαγα την τρίχα της αρκούδας, δάσος η γκόμενα!

  2. - Το 'χει ξυρισμένο ρε μαλάκα;
    - Τι ξυρισμένο ρε; η γκόμενα μιλάμε είχε δάσος, χρειάστηκα πυξίδα για να βρω τρύπα!

(από Galadriel, 23/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του χέζω.

Όταν βρισκόμαστε στην υπάρχουσα κατάσταση παραπέμπει στην ελαφριά διέγερση της προστατικής περιοχής με αποτέλεσμα να εκφράζουμε φόβους σεξουαλικής ικανοποιήσης.
Δηλαδή, με άλλα λόγια, υποτίθεται ότι εκφράζουμε την φοβία μας μήπως κ μας αρέσει η πίσω πόρτα!

- Ρε συ αργείς στην τουαλέτα;
- Λιγάκι... γιατί τώρα είμαι ευάλωτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, έχω πάθει πλάκα με κάτι που με έχει ενθουσιάσει καθηλώνοντάς με!

Χθες κυκλοφόρησα με το Χριστινάκι... ήταν και ντυμένο πολύ σέξυ... όταν μπήκαμε στο club είχαν παραδώσει όλοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι όρος που πιστοποιεί ότι κάποιο προϊόν είναι καινούργιο και εντελώς αχρησιμοποίητο.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον για τα αυτοκίνητα και όχι μόνο, και έχει ''καταγωγή'' από το σύνηθες φαινόμενο κάλυψης των καθισμάτων με ζελατίνα από τους κατασκευαστές αυτοκινήτων.

- Ρε Μπάμπη, είδα τον Λευτέρη με μία bmw, δικιά του είναι;
- Ναι ρε το κουνάβι, του το πήρε ο μπαμπάκας του!
- Ζελατίνα;
- Ναι ρε, ζελατίνα το πήρε ο σκατόφλωρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός που συνήθως χρησιμοποιείται για να καταδείξει καταστάσεις αμφίβολου αισθητικής και ομοιογένειας.
Με άλλα λόγια αντικατοπτρίζει ένα αλαλούμ αντικρουόμενων πραγμάτων που δεν δένουν μεταξύ τους κ αποδίδουν ένα αποτέλεσμα που στην τελική είναι για γέλια όπως και ο καραγκιόζης πίσω από τον μπερντέ!

- Πήγα προχτές στο καινούριο σπίτι του Μιχάλη ωραίο μεγάλο άλλα από διακόσμηση το γάμησε το καημένο,καραγκιόζ μπερντέ το έκανε ο κάγκουρας!

- Άσε, τά 'χω πάρει!
- Γιατί ρε;
- Πήγα στο σπίτι κι η γυναίκα μου έβαψε το σαλόνι τρία διαφορετικά χρώματα! Άμα το δεις θα καταλάβεις, καραγκιόζ μπερντέ εντελώς!

- Που κολλάει η αεροτομή στο Yugo ρε το μαλάκα; Καραγκιόζ μπερντέ το κάνε το καημένο το αμαξάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified