Όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε οτιδήποτε ως μια υπερθετικού βαθμού γαμάτη κατάσταση σχολιάζοντας από έναν καλό τραγουδιστή μέχρι ένα αυτοκίνητο.
Όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε οτιδήποτε ως μια υπερθετικού βαθμού γαμάτη κατάσταση σχολιάζοντας από έναν καλό τραγουδιστή μέχρι ένα αυτοκίνητο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καλείται κωδικοποιημένα η ολική αποτρίχωση των γυναικών στην ''ευαίσθητή'' τους περιοχή!
- Χθες, μαλάκα, το γκομενάκι που ''πήρα'' όλα τα λεφτά. Το είχε όλο Μπραζίλιαν. Σκέτη γκ..λα σου μιλάω!
Βλέπε και παρκέ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υπερήλικας παππούς, αυτός που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, ο κατάκοπος!
- Αυτός ρε συ κρατιέται καλά, είναι γύρω στα 65. - Τι 65 ρε μαλάκα, αυτός είναι με το ένα πόδι στον τάφο, σκέτο ραμολιμέντο ο άνθρωπος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνώνυμο του χέζω.
Όταν βρισκόμαστε στην υπάρχουσα κατάσταση παραπέμπει στην ελαφριά διέγερση της προστατικής περιοχής με αποτέλεσμα να εκφράζουμε φόβους σεξουαλικής ικανοποιήσης.
Δηλαδή, με άλλα λόγια, υποτίθεται ότι εκφράζουμε την φοβία μας μήπως κ μας αρέσει η πίσω πόρτα!
- Ρε συ αργείς στην τουαλέτα;
- Λιγάκι... γιατί τώρα είμαι ευάλωτος!
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που είναι εθισμένος με την ταχύτητα και πηγαίνει συνεχώς τέζα.
Είναι ο συνήθης τύπος κατόχου πεζώ ραλί και συχνάζει στα λιμανάκια κλπ.
- Ρε δεν πάμε στα λιμανάκια να χαζέψουμε κανέναν γκαβλόγκαζο να περάσει η ώρα;
- Φύγαμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χαρακτηρισμός που έγκειται στο να παρουσιάσουμε την έντονη τριχοφυΐα (συνήθως γυναικών) στην γεννητική τους περιοχή!
Πήγα να την γλείψω κι έφαγα την τρίχα της αρκούδας, δάσος η γκόμενα!
- Το 'χει ξυρισμένο ρε μαλάκα;
- Τι ξυρισμένο ρε; η γκόμενα μιλάμε είχε δάσος, χρειάστηκα πυξίδα για να βρω τρύπα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ορισμός που συνήθως χρησιμοποιείται για να καταδείξει καταστάσεις αμφίβολου αισθητικής και ομοιογένειας.
Με άλλα λόγια αντικατοπτρίζει ένα αλαλούμ αντικρουόμενων πραγμάτων που δεν δένουν μεταξύ τους κ αποδίδουν ένα αποτέλεσμα που στην τελική είναι για γέλια όπως και ο καραγκιόζης πίσω από τον μπερντέ!
- Πήγα προχτές στο καινούριο σπίτι του Μιχάλη ωραίο μεγάλο άλλα από διακόσμηση το γάμησε το καημένο,καραγκιόζ μπερντέ το έκανε ο κάγκουρας!
- Άσε, τά 'χω πάρει!
- Γιατί ρε;
- Πήγα στο σπίτι κι η γυναίκα μου έβαψε το σαλόνι τρία διαφορετικά χρώματα! Άμα το δεις θα καταλάβεις, καραγκιόζ μπερντέ εντελώς!
- Που κολλάει η αεροτομή στο Yugo ρε το μαλάκα; Καραγκιόζ μπερντέ το κάνε το καημένο το αμαξάκι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νεοσύστατος ορισμός για τις πάσης φύσεως τηλεπαρουσιάστριες τις μεσημεριανής ζώνης, που ασχολούνται με κάθε είδους άχρηστες πληροφορίες για ντεμέκ vip πρόσωπα.
Στην λίστα περιλαμβάνονται οι λαμπιρο-καραβατο-μουτσινο-τατιανα κ λοιποί.
- Άλλαξε κανάλι, ρε Mαρίνα. Τις βαρέθηκα τις μεσημεριανούδες. Αμάν πια !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνώνυμο των ορισμών τζιτζί τζετ τζετάουα κλπ
που σημαίνει σαφώς τέλειο, υπέροχο, αστεράτο!
- Έβαλε ο Μάκης κάτι ζάντες στο εργαλείο, έγινε τζιτζελόνι μιλάμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για μια παράφραση του αγγλικού teenager.
Σύνθετη λέξη παράγωγο του λήμματος πουρό και του ager (ηλικία).
Το λήμμα έχει ως σκοπό να εκθέτει με απόλυτα σαρκαστικό τρόπο άτομα ξεπερασμένης ηλικίας.
Χρησιμοποιείται συνήθως για άτομα άνω της μέσης ηλικίας οι οποίοι έχουν την τάση να συμπεριφέρονται, ντύνονται, εκφράζονται, με τρόπο που δεν αρμόζει στην ηλικία τους, πράγμα που τους καθιστά γελοίους!
- Δες τον μαλάκα τον πουρέιτζερ που πήγε και στην οντισιόν του Χ-factor να τραγουδήσει, ο γελοίος!
- Όντως ρε συ, αυτός πρέπει να γεννήθηκε όταν έχτιζαν την ακρόπολη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified