Ο ατσούμπαλος, ο άχρηστος.
Πάλι σκόνταψε ο ανάπηρος.
Το αρχίδι σε πιο light κατάσταση.
-Εδώ και μισή ώρα με τρώει το αχρίδι.
%
Got a better definition? Add it!
Published
Δεν έχει συγκεκριμένο ορισμό αλλά χρησιμοποιείται ως επίθετο για να φωνάξουμε κάποιον χωρίς να τον βρίσουμε, αλλά και χωρίς να τον φωνάξουμε με το όνομά του.
-Ρε γκουντρόν, πού είσαι και σε ψάχνω τόση ώρα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
greek + english
Όταν οι Έλληνες συνδυάζουν τα Αγγλικά με τα Ελληνικά.
- We are επικίνδυνοι and we want to σκοτώσουμε you.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.
Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνέχεια βρόμικος, χωρίς γκόμενα, μονίμως ιδρωμένος.
-Ρε ζαμπλιάξ δεν έκανες ακόμα μπάνιο;
-Ρε μαλάκα φρεσκολουσμένος είμαι, οχτώ μέρες έχω να πλυθώ, μόνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κοντός.
Να και ο ζουμπάς, δεν πήρε ακόμα πόντο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παράγωγο του ζουμπά. Ο κοντός.
-Ρε κοίτα που το ζούμπατο κάνει μαγκιές.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που προδίδει, αποκαλύπτει.
Ρε καρφί, γιατί είπες στη μάνα μου ότι καπνίζω;
Βλέπε και ταβανόπροκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το βρίσκουμε και ως: με κλάνει, θα μου κλάσει τα παπάρια. Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα, δεν είναι της κλάσης μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified