Ο ατσούμπαλος, ο άχρηστος.

Πάλι σκόνταψε ο ανάπηρος.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αρχίδι σε πιο light κατάσταση.

-Εδώ και μισή ώρα με τρώει το αχρίδι.

%

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν έχει συγκεκριμένο ορισμό αλλά χρησιμοποιείται ως επίθετο για να φωνάξουμε κάποιον χωρίς να τον βρίσουμε, αλλά και χωρίς να τον φωνάξουμε με το όνομά του.

-Ρε γκουντρόν, πού είσαι και σε ψάχνω τόση ώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

greek + english
Όταν οι Έλληνες συνδυάζουν τα Αγγλικά με τα Ελληνικά.

- We are επικίνδυνοι and we want to σκοτώσουμε you.

(από Khan, 29/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.

Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνέχεια βρόμικος, χωρίς γκόμενα, μονίμως ιδρωμένος.

-Ρε ζαμπλιάξ δεν έκανες ακόμα μπάνιο;
-Ρε μαλάκα φρεσκολουσμένος είμαι, οχτώ μέρες έχω να πλυθώ, μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός.

Να και ο ζουμπάς, δεν πήρε ακόμα πόντο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ζουμπά. Ο κοντός.

-Ρε κοίτα που το ζούμπατο κάνει μαγκιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προδίδει, αποκαλύπτει.

Ρε καρφί, γιατί είπες στη μάνα μου ότι καπνίζω;

Βλέπε και ταβανόπροκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρίσκουμε και ως: με κλάνει, θα μου κλάσει τα παπάρια. Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα, δεν είναι της κλάσης μου.

- Ρε μαλάκα, θα σε δείρει.
- Θα με κλάσει/Θα μου κλάσει τα αρχίδια ή ακόμα καλύτερα: θα μου κλάσει το δεξί αρχίδι.

(από xalikoutis, 20/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified