Μαλακία.

Πέταξε μια κοτσάνα η Γιώτα, έγινε ρεζίλι σε όλο το σχολείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριέμαι, δεν κάνω τίποτα.

Πω ρε φίλε, χθες όλο το πρωί κωλοβαρούσα, κόπηκε το ρεύμα και δεν είχα τι να κάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κοντός, γυαλαμπούκας, αλλά κάνει μαγκιές και τρώει πάντα ξύλο.

- Ο ντολμάς ο Χρήστος πάλι πουλάει μαγκιά.
- Σε δυο λεπτά θα έρθει εδώ με ματωμένη μύτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έξυπνος, που κόβει το μυαλό του.

-Ξυράφι ο Κώστας, όλα τα απάντησε στα μαθηματικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάποιος κλάνει και ένας άλλος έχει από πίσω έναν αναπτήρα. Βγαίνει πολύ ωραίο αλλά μην το δοκιμάσετε.

- Κάναμε ένα πυροκλάνι φοβερό, παραλίγο να πάρει φωτιά το σώβρακό μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάω τέρμα το γκάζι.

- Σανίδωσέ το ρε μαλάκα, μας φτάνουν οι μπάτσοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος λέει κάτι προσβλητικό για τον άλλο και ο άλλος δεν μπορεί να πει τίποτα.

- Έχωσα μια τάπα στον Πάνο... Πήγε σπίτι του και άρχισε να κλαίει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουφηξιά, λογικά από τσιγάρο.

Ρε πούστη, όλο μόνος σου θα το κάνεις, φέρε κι από δω καμιά τζούρα...

Δες και τζούρα κλαμπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος ή το μουνί.

  1. Κοίτα ένα σκατό που βγαίνει από το τούνελ της.

  2. Υγράνθηκε το τούνελ σου;

(από GATZMAN, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified