1. Πολύ ανώτερο σε πουστιά και δόλο άτομο από το μουνόπανο και το αρχίδι. Σε τέτοιο βαθμό που μόνο μια πουτάνα θα μπορούσε να είχε αναθρέψει.

  2. Έμμεσος τρόπος να αποκαλέσουμε πουτάνα τη μάνα κάποιου, και σίγουρος τρόπος να αρχίσει καυγάς με ξυλοδαρμό.

1.(Διάλογος μεταξύ φαντάρων):
- Ρε μαλάκα άργησα 5 λεπτά να πάω στη σκοπιά και με έβγαλε αναφερόμενο ο πούστης ο επιλοχίας.
- Μεγάλο πουτανόθρεμμα ο τύπος...

  1. - Έλα δω ρε πουτανόθρεμμα!!!
    - Τι είπες ρε; Ετοιμάσου να πεθάνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο τόσο ελεεινό στην εμφάνιση που τρώει εγγυημένα κάθε φορά πόρτα σε πάσης φύσεως νυχτερινά κέντρα, μπαρ, κλαμπ, και γενικά όπου υπάρχει face control.

(Διάλογος σε καφετέρια)
- Μαλάκες πάμε να φύγουμε, έρχεται ο Δημήτρης ο Πόρτας.
- Γιατί τον λέτε έτσι ρε παιδιά;
- Μα καλά δεν τον ξέρεις; Ο τύπος τρώει πόρτα και σε μπουρδέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλεκτρονικά παιχνίδια τυχερά και μη, απαραιτήτως με κερματοδέκτη. Στην κατηγορία εμπίπτουν φλιπεράκια και άλλα συναφή που συναντά κανείς σε ουφάδικο, αλλά και φρουτάκια, κουλοχέρηδες και ηλεκτρονικές ρουλέτες που βρίσκονται σε καζίνο.

- Πώς τα πήγες στο καζίνο εχθές ρε μούτρο;
- Στο μπλακτζάκ πήρα τον πούλο, έχασα 50 ευρά, αλλά φεύγοντας έριξα τα ψιλά για το λεωφορείο σε ένα μπιμπλίκι και του πήρα 200 γιούργια του μπιμπλικιού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιερός τόπος λατρείας για τους απανταχού τζογαδόρους. Το καζίνο.

- Κουστουμάκι, αρωματάκι, οι πιστωτικές όλες στο τσεπάκι, για που ετοιμάζεσαι;
- Πάω στο ναό.
- Μαλάκα να ξέρεις, έτσι και τα χάσεις να γυρίσεις με τα πόδια, δεν σου ξαναπληρώνω τον ταρίφα 3 τα ξημερώματα.
- Φάε τη γλώσσα σου ρε γκαντέμη που θα χάσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο που εμπίπτει στην κατηγορία μπαστουνόβλαχος, αλλά αν απομακρυνθεί περισσότερο από 30 χλμ. από τη στάνη του, και ειδικά αν βρεθεί σε αστικό κέντρο, η συμπεριφορά του θυμίζει ούφο με σκούφο -και με φλογέρα. Κατά πολύ πιο βλάχος από τον απλό μπαστουνόβλαχο ή ακόμα και τον καράβλαχο.

(Διάλογος μέσα σε αυτοκίνητο σε μποτιλιαρισμένο δρόμο στο κέντρο της πόλης)
- Πού πάει ρε μαλάκα το άτομο με την κατσίκα στην καρότσα από το Navara;
- Απίστευτος διαστημόβλαχος! Φέρε το κινητό, αυτός είναι για φωτό.

διαστημόγυφτος; (από xalikoutis, 24/11/08)(από Khan, 18/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο όχι απαραίτητα εύσωμο ή με μπυροκοιλιά, που μπορεί όμως και καταναλώνει απίστευτες ποσότητες αλκοόλ χωρίς να έχει ιδιαίτερη προτίμηση σε συγκεκριμένο είδος. Συνήθως σταματάει να πίνει όταν εξαντλούνται όλα τα διαθέσιμα αποθέματα αλκοόλ, ή όταν πέσει αναίσθητος από το ποτό.

- Βάλε να πιούμε ένα ποτάκι ρε φίλε.
- Άσε μεγάλε, πέρασε ο Διονύσης απο 'δω χθες βράδυ και τα στράγγιξε όλα. Μέχρι και το Creme de Menthe ήπιε ο αθεόφοβος. Μου άφησε το σπίτι στεγνό.
- Τι νεροχύτης είναι αυτός ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιεροτελεστία η όποια απαιτεί ευχέρεια χρόνου, και αναζωογονεί πλήρως έναν άνδρα, όπως το μεγάλο σέρβις των 60.000 χλμ αναζωογονεί ένα αυτοκίνητο.
Είναι σέρβις 4 σημείων απαραιτήτως. Οποιαδήποτε παράλειψη το καθιστά απλό σέρβις, και τα βήματα θα πρέπει να γίνονται με τη σωστή σειρά για καλύτερα αποτελέσματα.
1. Μαλακία
2. Χέσιμο
3. Μπάνιο
4. Ξύρισμα

- Τι έγινε αγόρι μου; Κάναμε σέρβις;
- Όχι απλό σέρβις φίλε, φουλ σέρβις.
- Έπρεπε να το φανταστώ, εσύ έγινες άλλος άνθρωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο μάγκικη απόδοση του λήμματος κλάνω μέντες χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψουμε κατάσταση που επέρχεται μετά από κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών.

- Που ήσασταν εχθές ρε μαλάκες και σας περίμενα;
- Άσε πήγαμε για μπύρες και γίναμε κλασμεντέν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που πρωτοειπώθηκε από λαϊκότατο και συμπαθέστατο μανάβη στην Πάτρα. Ο άνθρωπος λαϊκός της πιάτσας, όλη μέρα με το «σεις» και με το «σας» τις κυρίες στο μανάβικο, κάποια του έσπασε τα νεύρα μία μέρα, τον έκανε έξαλλο, και την έστειλε με την παραπάνω ατάκα. Μάλλον ήθελε να πει «άντε γαμήσου κυρά μου», αλλά δεν του βγήκε εκείνη τη στιγμή.
Χρησιμοποιείται ως ατάκα πλέον όταν θέλουμε να ελαφρύνουμε το κλίμα σε μία σοβαρή συζήτηση.

(Συζήτηση φοιτητών)
- Ρε Γιώργο θα διαβάσεις να δώσεις κανα μάθημα; Έχεις σαπίσει με το φίφα μάνατζερ μέρα- νύχτα.
- Άντε γαμηθείτε μαντάμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο τόσο απαίσιο σε χαρακτήρα, προσωπικότητα, συμπεριφορά μυρωδιά και εμφάνιση, που μόνο η παρομοίωση του με ένα κάρο σάπια λεμόνια μπορεί να τον περιγράψει επαρκώς.

- Για τον Θανάση τι γνώμη έχεις;
- Άλλο κάρο με σάπια λεμόνια κι αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published