Προέρχεται απο τη φράση αρχίδια - μύδια, χρησιμοποιείται όταν βαριόμαστε να μιλήσουμε πολύ, ή όταν στους παρευρισκόμενους υπάρχει μικρό παιδί ή θεία Φωτούλα και δε θέλουμε να πούμε τη λέξη αρχίδια. Το τελικό «α» μπορει να είναι και παρατεταμένο, κάτι σαν αναστεναγμός.

- Τι έκανες με τη Βανέσσα τελικά; Σου'δωσε κώλο;
- Μύδιαααααα...
- Γιατί ρε μαλάκα; Αυτή είναι εξώλης.
- Κώλο θα δώσει λέει μόνο στον άντρα που θα παντρευτεί.
- Πού καταντήσαμε ρε μαλάκα... κάποτε ήταν αλλιώς τα πράγματα.
- Γάμα τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κανονικά είναι το κλασσικό μαγιώ δύο κομματιών που κυκλοφορεί κατά κόρον στις παραλίες.

  2. Επίσης είναι η έκφραση που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για τις μουνότριχες τους, την κόμη του μουνιού τους.

Και εδώ ανοίγει ένα τεράστιο κεφάλαιο για τα διαφορετικά στύλ μπικινιού:

α) Το μουνί άφρο, γνωστο και ως αφάνα, το μουνί «a naturelle». Συναντάται πολύ σε γυναίκες τύπου ταγάρι. (Για τις Γιωτούλες αυτού τού κόσμου που είναι τσακωμένες με τα σαπούνια γίνεται και ράστα. Άκρως απαράδεκτο στις μέρες μας. (Συναντάται σε τσόντες 60'ς)

β) Το γαλλικό, η ελάχιστη δυνατή περιποίηση, για τις πολύ συντηρητικές. Λίγο κούρεμα στο μήκος, και λίγο στένεμα αριστερά δεξιά, θυμίζει ένα πολύ φαρδύ ισόπλευρο τρίγωνο. (Συναντάται σε τσόντες 70'ς)

γ) Το μουνί μοϊκανός γνωστό και ως μπραζίλιαν, είναι η κόμμωση που επέβαλε το βραζιλιάνικο μπικίνι όταν ήρθε στη μόδα, να' ναι καλά αυτοί που το σχεδίασαν. (Συναντάται σε τσόντες 90'ς)

δ) Ο διάδρομος προσγείωσης λίγο πιό φαρδύ από το μπραζίλιαν, λίγο πιό στενό από το γαλλικό. Μία μέση κατάσταση. (Συναντάται σε τσόντες 80'ς)

ε) Ο Αδόλφος Χίτλερ ή Τσάρλι Τσάπλιν. Βάλτε τη φαντασία σας να δουλέψει.

στ) Του τζόγου, κουρεμένο σε καρό, σπαθί, μπαστούνι ή κούπα. (Η καρδούλα μακράν το δημοφιλέστερο)

ζ) Το βελάκι, είναι το μπραζίλιαν με ένα βελάκι προς τα κάτω. Γι' αυτούς που δέ βρίσκουν το δρόμο.

η)Το μουνί Κότζακ, ή Λόλα, ή Χόλιγουντ. Το πεντακάθαρο, το λαμπερό, να το γλείφεις απο το πρωϊ ως το βράδι.

(Συζητάνε δύο φίλες)

- Θες να πάμε για καφέ αύριο το πρωί;
- Μπα, δε γίνεται έχω ραντεβού για να κάνω το μπικίνι μου.
- Πώς θα το κάνεις αυτή τη φορά;
- Μάλλον Κότζακ θα το κάνω.
- Πουτανάκι...

Dieses schmeckt wie Ausscheidung (από Vrastaman, 29/11/08)Η Μadonna a naturelle (από slangprof, 25/01/09)(από σφυρίζων, 29/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βάρβαρος, ο Κόναν, ο βέβηλος. Αυτός που δεν εκτιμάει και δε σέβεται τα φίνα πράγματα αυτού του κόσμου. Μπορεί να αποκτήσει ό,τι θέλει γιατί είναι νεόπλουτος, αλλά ο τρόπος που μεταχειρίζεται τα πάντα θυμίζει κανίβαλο. Είναι άτομο που θα αγοράσει καινούργια Πόρσε και θα την πάει με τη δευτέρα στους κόφτες για 5 χιλιόμετρα πριν βάλει τρίτη. Χρησιμοποιείται γενικά για άτομα που είναι ουγκ.

(Στο Roof Garden του Hilton)

- Παλικάρι βάλε ένα Hennesy XO VSOP του '74 με κόκα- κόλα.
- Μα κύριε αυτό είναι κονιάκ 34 ετών και κάνει 85 ευρώ η μεζούρα!
- Δε σε ρώτησα ηλικία και τιμή, βάλε ένα και σβέλτα.
- Κανίβαλε! Που θα πιείς τέτοιο κονιάκ ανακατεμένο με κόκα- κόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ειρωνικά όταν θέλουμε να πούμε οτι μία γκόμενα είναι το απόλυτο ξέκωλο, μία που τρέφεται μόνο με σάντουιτς.

Οι κατίνες της γειτονιάς το χρησιμοποιούν για να δώσουν έμφαση ότι η κοπέλα είναι μοσχοαναθρεμμένη.

  1. (Μεταξύ κολλητών) - Τί λέει το καινούργιο μωρό; Σου παίρνει καμία πίπα; - Η γκόμενα έχει πεοφιλίαση μεγάλε. Τα πίνει κανονικά, της αρέσουν τα μπινελίκια, της αρέσει το κωλοδάχτυλο, τι να σου λέω... - Με γαλλικά και πιάνο μεγαλωμένη ετσι;

  2. (Στη γειτονιά)
    - Α χρυσή μου, εγώ τη Λίλιαν την έχω μεγαλωμένη με γαλλικά και πιάνο.
    - Καλέ φαίνεται! Είναι πολύ καθωσπρέπει η κόρη σου Ευτέρπη.
    - Τυχερός αυτός που θα την πάρει Ευανθία μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι σαν τον Γιακουμή, ο οποίος δέν κλαίγεται επειδή ψάχνεται για δανεικά, απλά πιστεύει ότι όλος ο κόσμος, ο θεός και η κοινωνία συνωμοτούν για να τον αδικήσουν.

Είναι επαγγελματίας κλαψομούνης, και εχεί κουράσει τόσο τον περίγυρο του με τις κλάψες του που όλοι τον φωνάζουν «πίκρα». Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τον κόβει στο μάθημα γιατί δεν τον συμπαθεί, το αφεντικό του τον χώνει στα χειρότερα γιατί τον μισεί, είναι βέβαιος οτι θα τον κερατώσει η κοπέλα του γιατί είναι γραμμένο στη μοίρα του, το ΑΤΜ του ρούφηξε την κάρτα γιατί δεν τον πάει η τράπεζα, το PC του κόλλησε ιούς γιατί είναι γκαντέμης κ.τ.λ.

Αυτός όμως είναι καλό και τίμιο παιδί και ποτέ δεν φταίει ο ίδιος για τις αναποδιές που του κάθονται. Ενίοτε λέγεται περιπαιχτικά και πικραμύγδαλος.

- Πού 'σαι ρε πίκρας;
- Άστα ρε φίλε, έχασα το αστικό και έτρεχα. Τον καργιόλη τον οδηγό!
- Ο οδηγός τι σου φταίει ρε Στέλιο;
- Με είδε που έτρεχα και δεν με περίμενε. Επίτηδες.
- Α τον αλήτη! (Από μέσα του:«καλά σου έκανε»)
- Όλοι να γαμήσουν το Στελάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπύριασμα, τα μπυρίτσουαλς, το χτίσιμο των κοιλιακών.

- Ανδρέα γιατί μυρίζει μπύρα η ανάσα σου;
- Να σου εξηγήσω μωράκι μου, πήγαμε με τον Παναγιώτη μετά τη δουλειά για μία παγωμένη.
- Ποια μία ρε μωρό μου; Εσύ μυρίζεις σαν την Αθηναϊκή Ζυθοποιία! Δε βλέπεις που έφτασε η μπυροκοιλιά;;;
- Άει παράτα μας κι εσύ. Φεύγω.
- Που πας τώρα;
- Συγχύστηκα και πάω να χτίσω κοιλιακούς...

(από Galadriel, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε πρόσωπα ακοινώνητα, χωριά που είναι πίσω από το θεό αλλά και καταστήματα, πχ ταβερνείο σε κακόφημη μεριά, τραπέζι λαμαρίνα με μουσαμά τραπεζομάντηλο και λάστιχο γύρω γύρω, τασάκι πλαστικό από δεκαετία του '60 που λέει «ζύθος Φιξ», ψάθινη καρέκλα 30 ετών ξεχαρβαλωμένη, καμμένη λίγδα να την ξύνεις με το νύχι σε όλες τις επιφάνειες, τζαμαρία βαμμένη με μπλέ λαδομπογιά από τη μέση και κάτω κτλ.

- Τι είναι εδώ που μας έφερες ρε μαλάκα;
- Γιατί; Είναι πολύ γραφικό ταβερνάκι.
- Τι γραφικό ρε καρνάβαλε; Ετούτο το μαγαζί είναι ξεχασμένο από το θεό και την κοινωνία. Πάμε να φύγουμε πριν πάθουμε δηλητηρίαση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για γκόμενες που δεν τις γαμάς ούτε με ξένο πούτσο, γριόνια, πουρά, υπερβολικά άσχημες κτλ.

(Βαριεστημένη συζήτηση σε καφετέρια)

– Της έριχνες ένα πούτσο της Φαίης;
– Τι λές ρε μαλάκα; Με τίποτα!
– Άμα σου έδινε 1000 ευρώ; Της τον σφύριζες;
– ΟΧΙ!
– Άμα ήταν η τελευταία γυναίκα στη γη; Δεν θα συνεχίζατε την ανθρωπότητα;
Τον έκοβα και τον φύτευα καλύτερα. Να πάει να γαμηθεί η ανθρωπότητα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν στρώνεται στο ποτό ο νεροχύτης με την παρέα του. Ακαταλόγιστο ποτό. Προφέρεται με το ρ παρατεταμένο για να δώσουμε έμφαση (φαρρρμακώσαμε).

  1. Πατέρας στο γιό:
    - Γιατί ξέρναγες εχθές το βράδι; Πάλι φαρμάκωσες;
    - Άσε με ρε πατέρα, έχω και πονοκέφαλο....

  2. Μεταξύ φίλων:
    - Καλά ρε μαλάκα, 5 μπουκάλια ουίσκι 3 άτομα εχθές;
    - Άστα, πέρασε ο Νιόνιος από 'δω και φαρρρμακώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ρεζερβέ για γκόμενες τύπου Λίλιαν. Για γκόμενες που αν τις γαμήσεις θα έχεις να το λες στα εγγόνια σου, που αν άνοιγαν τα πόδια τους για σένα θα ήταν τέτοια η χαρά που ακόμα και αν βρώμαγε το μουνί τους θα το τιμούσες δεόντως. Αυτό που λέμε και η κλανιά της βάλσαμο. Για τις απόλυτες θεές εναλλακτικά λέμε «την έγλειφα και με περίοδο».

(Φαντάροι παρακολούθουν το διαγωνισμό Eurovision 2005)

- Τι μουνάρα είναι η Παπαρίζου ρε μαλάκα!
- Την έγλειφα και άπλυτη!
- Ε όχι και άπλυτη.
- Ναι ρε καραγκιόζη, εσένα άμα σου καθόταν θα της έλεγες «Έλενα, καλή είσαι αλλά κάνε και κανα μπάνιο» ε;
- Δίκιο έχεις, και άπλυτη την έγλειφα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified