Άτομο που δεν έχει ιδέα από προσωπική υγιεινή, δεν πλένεται και πολύ συχνά και δεν κατέχει τι είναι αποσμητικό. Αποπνέει ενοχλητική έως αποπνικτική μπόχα η οποία κυμαίνεται ανάλογα με την εξωτερική θερμοκρασία και μπορεί να προέρχεται από: ιδρωτίλα, μουνίλα / πουτσίλα (ανάλογα το φύλο), λιγδίλα - κουζινίλα ή και συνδυασμός των παραπάνω. Για τους λίγους που κατέχουν από αποσμητικά και επιδίδονται σε γαλλικό ντους, τότε οι παραπάνω μπόχες δεν καλύπτονται, αλλά συνδυάζονται και με το άρωμα του αποσμητικού.

- Ρε μαλάκα, η Γιωτούλα μυρίζει έτσι;
- Ναι τη βρωμιάρα, έχει τσακωθεί με τα σαπούνια.
- Άντε να σου ανοίξει αυτή πόδια και να θέλει γλυφομούνι.
- Σταμάτα ρε μαλάκα θα ξεράσω, ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γαμούσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακής κάκιστης ποιότητας άρωμα, ιμιτασιόν εννοείται, αγορασμένο απο Νιγηριανό στο Μοναστηράκι, το οποίο βάζει η χαζοβιόλα σε τεράστιες ποσότητες, με αποτέλεσμα να προκαλεί έντονο ερεθισμό των ματιών, δύσπνοια, και πονοκέφαλο σε όποιον την πλησιάσει.

- Πόσο άρωμα έβαλες ρε Μαρία; Μας φλόμωσες με αυτήν την αηδία!
- Αν θες να ξέρεις φοράω το Allure και κάνει 80 ευρώ τα 50ml.
- Τι Allure και κατούρ μου λες μωρή; Αυτό είναι σκέτο δακρυγόνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικιακό σκεύος της υψηλής κοινωνίας του περασμένου αιώνα, σε σχήμα χωνιού (όπως το χωνί στα παλιά γραμμόφωνα), το οποίο χρησίμευε στο να διοχετεύει τη βρώμα μιας κλανιάς που έπεφτε κάτω από τα σκεπάσματα, μακρυά από το κρεβάτι. Στις μέρες μας ο όρος χρησιμοποιείται υποτιμητικά για γυναίκες που πέφτουν στις παρακάτω κατηγορίες: μπάζο, σαύρα, μπουρούχα, γενικά γυναίκες που είναι για κλάσιμο μόνο και τίποτε άλλο.

(Σε δημοπρασία στο Sotheby's του Λονδίνου)

Το επόμενο αντικείμενο της συλλογής Γλύξμπουργκ, νούμερο 324 στους καταλόγους σας, η χειροποίητη ασημένια κλανιόλα του Βασιλέως Γεωργίου του Β', κατασκευασμένη από τον οίκο Bochler (μπόχλερ) του Αμβούργου το 1894. Τιμή εκκίνησης 75000 στερλίνες. Ακούω 75000;

βλ. και κλανοπότηρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιριστής που παίζει σε θέση στόπερ, αλλά τα έχει αρπάξει από την αντίπαλη ομάδα για να πουλήσει το παιχνίδι. Έτσι, όταν επιτίθεται η αντίθετη ομάδα, αντί να βρίσκεται στην περιοχή του να κόψει τον επιθετικό, βρίσκεται οπουδήποτε αλλού, και κάνει οτιδήποτε άλλο, πχ δένει αμέριμνος τα κορδόνια του στη σέντρα.

- Έμαθα ότι ο Μάρκος θα το πουλήσει το παιχνίδι αύριο.
- Όχι ρε μαλάκα, ο Μάρκος είναι σπαθί.
- Καλά δες τον αύριο στο γήπεδο που θα δένει τα κορδόνια στη σέντρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε καραλέσβιο, το.

- Κοίτα τη λεσβόγκα μουστάκι που έχει.
- Εμ βέβαια, στο αίμα της κυλάει πιο πολύ τεστοστερόνη από τους δυο μας μαζί....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό και ώς αντρογύναικο. Χαρακτηριστικός τύπος λεσβίας, συνήθως κοντή με μπυροκοιλιά, αμελητέο στήθος, μαλλί με αντρικό χτένισμα. Παπουτσάκι χωρίς τακούνι ή άρβυλλο τύπου timberland (αλλά όχι timberland) τζην και από πάνω κοντομάνικο τύπου πόλο μπλουζάκι (αλλά όχι Polo ούτε Lacoste) 3 νούμερα μεγαλύτερο (να μη φαίνεται το βυζί), φορεμένο μέσα από το παντελόνι το καλοκαίρι, ή καρό πουκάμισο με αντρικό δερμάτινο (δερματίνη) μπουφανάκι. Καπνίζει Kent ή και Leader. Το καλοκαίρι πίνει μόνο Amstel και πάντα χωρίς ποτήρι, το χειμώνα πίνει Τζόννυ (κόκκινο όχι μαύρο). Στο αυτοκίνητο ακούει πάντα Καζαντζίδη ή και Ζαγοραίο (όταν έχει νταλκάδες). Παίζει κορυφαίο τάβλι, δηλωτή και άλλα παιχνίδια του καφενείου. Είναι ειδική στο γλυφομούνι (προτιμάει να γλύφει παρά να τη γλύφουν), με καλύτερες επιδόσεις από τους περισσότερους άντρες. Έχει μεγάλη αδυναμία στα πιπίνια και άμα πάει να της χωθεί κανένας και να διεκδικήσει το πιπίνι, αρχίζει και τσαμπουκά. Φυσικά βρίζει σαν λιμενεργάτης και άμα τύχει βαράει κιόλας.

- Κοίτα ένα καραλέσβιο ρε μαλάκα που έχει πλευρίσει το γκομενάκι.
- Σκάσε ρε μαλάκα! Αν σε ακούσει ρίχνει και μπουνιές αυτή.

(από Khan, 28/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουτοπόνηρος κρυψίνος. Κάτι σαν τον μουλωχτό αλλά σε πιο βλάκα. Συνήθως εμφανίζεται με καινούργιο αυτοκίνητο, γκόμενα, κινητό, υπολογιστή κτλ, χωρίς να το έχει συζητήσει καν με τους φίλους του, γιατί νομίζει ότι θα τον συμβουλέψουν κακοπροαίρετα ή θα πάνε να το αγοράσουν πριν από αυτόν.

- Τίνος είναι αυτό το i-phone;
- Του Βασίλη.
- Α το κουνάβι! Πήγε και το πήρε κρυφά ε;
- Δεν είπε σε κανέναν τίποτα ο μαλάκας.
- Φοβήθηκε μην το πάρει πρώτος κάνας άλλος...

(από aias.ath, 03/12/09)(από aias.ath, 03/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που η σύλληψη του δεν έγινε από μουνί όπως σε φυσιολογικούς ανθρώπους, αλλά από κώλο. Διπλής δράσης βρισιά γιατί ταυτόχρονα υπονοεί ότι η μάνα του την ανοίγει την πίσω πόρτα. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να τη χρησιμοποιεί πατέρας για παιδί.

- Γιωργάκηηηηηηηηη! Έλα δω ρε κωλόπιασμα!
- Μην το λες έτσι το παιδί Μένιο μου.
- Ναι σιγά να μην το πληγώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λογαριασμός σε μπουζούκια που υπερβαίνει τα 1000 ευρά.

- Πήγαμε με τις Ρωσίδες εχθές στα μπουζούκια και κάναμε μια κηδεία άλλο πράμα.
- Ποσό πήγε η λυπητερή;
- 1500 ευρώ.
- Πού τα βρήκατε ρε μαλάκα;
- Μπουζουκοδάνειο φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκομενοφύλακας, ο γκομενοβοσκός, ο καληνυχτάκιας, ο ποτεγαμήσης, ο ανέραστος, άτομο που κοντεύει να στραβωθεί από την πολλή μαλακία. Οι σεξουαλικές του εμπειρίες μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και σίγουρα η τελευταία φορά που είδε μουνί live ήταν σε τίποτα βαφτίσια.

- Αυτός ο Μηνάς γαμάει ποτέ;
- Ποιός να γαμήσει ρε; Αυτός έχει να δει μουνί από βάφτιση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified