Ελληνοποίηση του ονόματος του γνωστού ποδοσφαιριστή Omari Tetradze (πρώην του ΠΑΟΚ αλλά και της Ρόμα) για να δηλώσει τετράδα.

- Ποιοι θα είστε το βράδυ;
- Τετράντζε, εγώ ο Κώστας και οι γυναίκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να δηλώσει ότι αυτά που ειπώθηκαν ήταν αρλούμπες ή και ανακριβή. Περιέχει και μια δόση ειρωνείας προς αυτόν που έκανε τη δήλωση.

Έχει ειπωθεί και σε γερμανιστί «άρεν, μάρεν, κουκουνάρεν».

Άμεσα παράγωγα είναι τα εξής:
κουκουνάρια, κουκουνάρεν, κουκουβάουνες (για μεγαλύτερη έμφαση) ή και πολύ απλά κούκου (για να δηλώσει μια άρνηση).

  1. - Άκουσα οτι ο Ολυμπιακός θα πάρει τον Ρονάλντο.
    - Άρες, μάρες, κουκουνάρες.

  2. - Ο Γιάννης θα πάρει Porsche, το έμαθες;
    - Χαχαχαχα, κουκουβάουνεν ρε, αυτός δεν έχει δεκάρα!

  3. - Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψήνακης;
    - Κούκου, έχω διάβασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να ονοματίσεις κάποιον που θεωρείς ότι είναι ΣΑ Μαλάκας.

- ΣΑΜ, φέρε μου το φάκελο ρε συ.
- Άμα με ξαναπείς ΣΑΜ, θα σε γαμήσω!
(3ος συνομιλητής) - Γιατί τον λες ΣΑΜ ρε;
- Γιατί είναι ΣΑ Μαλάκας...

Sam I am (από Vrastaman, 24/11/08)Σοβαρός Σαμ. (από Jonas, 26/02/09)(από ironick, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που θέλει επειγόντως να ενεργηθεί, να πάει τουαλέτα, να κάνει το χοντρό του (βλ. κάνω το χοντρό μου)

- Ουφ, αυτό το βρώμικο με πείραξε. Είμαι λίγο χεζμπολάχ τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου.

Κάνω αυτά για τα οποία είμαι γνωστός, αυτα που περιμένει ο κόσμος να κάνω.

  1. (Δίνοντας ένα 50ρικο στον μετρ):
    - Κάνε τα δικά σου (συνοδευόμενο με κλείσιμο ματιού).

  2. (Για φίλη που ανέβηκε να χορέψει στο τραπέζι):
    - Η Βίκυ κάνει τα δικά της πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται απο «δυνατούς» πότες, για τους οποίους οτιδήποτε πέραν του ουίσκυ, βότκα είναι απλά, νερό με γεύση.

- Τι πίνεις μωρό μου;
- Μαλιμπού μπανάνα.
- Κατάλαβα... νερό με γεύση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθίζεται για να περιγράψει κακόφημα μέρη, μέρη όπου συχνάζει ο υπόκοσμος, πορνεία, στριπτιτζάδικα κτλ.

Επίσης για να δηλώσει ότι η ποιότητα ενός κέντρου διασκέδασης είναι πολύ χαμηλή.

  1. - Για πού είσαι σήμερα;
    - Έχει μπάτσελορ ένας φίλος και... καταλαβαίνεις...
    - Κατάλαβα, θα κυλιστείτε στη λάσπη.

  2. - Πάμε Σιρόκο το βράδυ;
    - Όχι ρε, αυτό είναι σκέτη λάσπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό Ape (πίθηκος). Κάποιος ο οποίος κάνει σαν πίθηκος συνήθως μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

(κοιτώντας δυο φίλους πάνω στον καναπέ ενός κλαμπ)

- Έιπς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το κασέρι.

Αναφέρεται σε μίζα από την οποία θα φάει πολύς κόσμος.

  1. - Ο Γιάννης ανέλαβε να φτιάξει τη γέφυρα στο χωριό.
    - Ε, ρε πόσοι θα φάνε από αυτήν την κασερόπιττα.

  2. (αναφερόμενοι σε υπουργούς)
    - Έλα μωρέ, όλοι από την ίδια κασερόπιττα τρώνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και ο προφανής ορισμός είναι εδώ, χρησιμοποιείται και για να αναφερθείς στην γκόμενα σου.

Ο συνειρμός είναι από την κορυφαία ατάκα του Βλάσση Μπονάτσου στους «Απαράδεκτους»: Θα πας εκεί με τη γυναίκα σου;; Είναι σαν να πηγαίνεις στο Άργος με το πεπόνι σου.

  1. - Το βράδυ θα είσαι σόλο;
    - Οχι θα σκάσω με το πεπόνι μου.

  2. - Λέμε να πάμε Μύκονο με την Κατερίνα.
    - Όχι με το πεπόνι σου ρε μαλάκα, θα ξενερώσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified