Χρησιμοποιείται με το ρήμα «πηγαίνω» για να δηλώσει παταγώδη αποτυχία. Η αποτυχία μπορεί να προέρχεται σε κάποιες εξετάσεις, σε ένα άθλημα, σε μια σχέση.
Όταν όλα τελικά κατέληξαν στον κουβά.
Χρησιμοποιείται με το ρήμα «πηγαίνω» για να δηλώσει παταγώδη αποτυχία. Η αποτυχία μπορεί να προέρχεται σε κάποιες εξετάσεις, σε ένα άθλημα, σε μια σχέση.
Όταν όλα τελικά κατέληξαν στον κουβά.
Got a better definition? Add it!
Στο Ναυτικό, σε ναυτιλιακή, στο δημόσιο, όταν έχεις βάρδια.
Για να τονίσει την κατάσταση (πχ. ΣΚ μέσα κλπ.) χρησιμοποιείται και σαν Βαρδής Βαρδινογιάννης, Βαρδακαστάνης, Βαρδάρης κλπ.
- Αύριο είσαι έξω;
- Όχι είμαι Βαρδής, μαλακία.
Με έχωσε πάλι το γίδι, Βαρδής Βαρδινογιάννης το ΣΚ.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό «a lot of money» προφερόμενο με τη δέουσα ελληνοαμερικάνικη προφορά.
Αυτός που προφανώς έχει πολλά λεφτά, ο νεόπλουτος και κατά πάσα πιθανότητα επαναπατριζόμενος από τον Κάναδα (Canada).
Συντμ. αλάρας
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για μια γκόμενα που θα κάνει τα πάντα για να πηδηχτεί.
Συνήθως είναι χοντρή, άσχημη και αγάμητη.
- Κοίτα αυτή την πατσαβούρα πώς σε κόβει, εκεί στο μπαρ.
- Αυτή είναι πέσε πούτσα να σε φάω ρε, δε βλέπετε;
- Μήπως πάμε να το γαμήσουμε το πουρό, κοίτα πώς χαλβαδιάζει.
- Ναι, πέσε πούτσα να σε φάω.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση σε συνομιλία με επιχειρηματολογία (συνήθως του κώλου) μεταξύ δυο ανθρώπων που φαινομενικά συμφωνούν αλλά τελικά διαφωνούν.
Με αυτό τον τρόπο συντηρείται μια κουβέντα η οποία θα είχε τελειώσει προ πολλού.
- Αφού σου λέω, ότι ο Παναθηναϊκός έχει ευνοηθεί σε αμέτρητα ματς. Γι' αυτό θα πάρει το πρωτάθλημα.
- Ναι ρε, δε διαφωνώ αλλά ο Ολυμπιακός αν δεν είχε τόσες απουσίες θα ήταν μπροστά.
- Μα αφού δεν παίζει μπάλα ρε συ. Όλοι το βλέπουν αυτό.
- Ρε δε διαφωνώ, αλλά έχει κάνει τόσες γκέλες στο Καραΐσκάκη.
Got a better definition? Add it!
Το ποτό που τα σκάει γρήγορα και άγρια.
Βλ. τεκίλα, σαμπούκα-καλούα, βότκα-γιαγκερμάιστερ, τζακ-ντραμπούι κτλ.
- Τι να πιώ να γίνω ρε μαλάκα;
- Ρε, πάρε βοτκα-γιαγκερμάϊστερ, κάνει μια χημική ένωση που δεν τη μεταβολίζει ο οργανισμός και τα σκάει.
- Ποτό με αρχίδια δηλαδή ε;
Got a better definition? Add it!
Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)
Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.
Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.
Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που υποδηλώνει τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Εκτός από κατάσταση μπορεί να αναφέρεται και σε πρόσωπο, σε κάποιον δηλαδή που οφείλεις να τον πάρεις σοβαρά για τα προσόντα του.
Ενώ στο πλάκα κάνω, η έκφραση χρησιμοποιείται για να αναιρέσει ό,τι ειπώθηκε πριν, εδώ η έκφραση έρχεται να επιβεβαιώσει ό,τι έχει ειπωθεί.
— Τι έγινε τελικά με τη Μαρία; Πως το πήρε το κέρατο;
— Μαλάκα δεν είχε(ς) πλάκα, έγινε Τέξας το πήρε βαρέως, μου πέταγε τασάκια...
— Ρε, αυτός ο Γιάννης τι λέει από μπιλιάρδο; Μου ζήτησε να παίξουμε πάγκο-στοίχημα.
— Μαλάκα μακριά, δεν έχει πλάκα το άτομο, θα σε ξεπετάξει μονοστέκι.
— Ηρέμησε, ποιός είναι;; ο γιός του Τζίμι Γουάϊτ;
Got a better definition? Add it!
Καταναλώνω κάτι υγρό.
Συνήθως αναφέρεται σε αλκοόλ.
Πρώτος μου σταθμός, ήταν το περίπτερο της γειτονιάς μου, φυσικά για να πάρω τσιγάρα και κάτι για να βρέξω το λαρύγγι μου καθώς θα βολτάρω (από εδώ)
Έχοντας επάξια τον τίτλο «ουίσκι κόκα κόλα», δεν θα μπορούσε να μην τον... δικαιολογήσει, όταν μάλιστα τον «έχτιζε» με κόπο και... ξενύχτια για χρόνια ολόκληρα.
Ναι, για τον Σίντνεϊ Γκοβού γίνεται ο λόγος, μιας και το παιδί θέλησε να βρέξι λίγο το λαρύγγι του. Κάτι η διακοπή του πρωταθλήματος, κάτι τα... ωραία μαγαζιά της Πειραιώς, έκαναν τον Γάλλο άσο του Παναθηναϊκού «να το ρίξει έξω βρε αδελφέ...»
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Κάνω την προσπάθεια να πάρω ένα αποτέλεσμα μόνο και μόνο με την παρουσία μου.
Συνήθως έχω ειδικό βάρος και ελπίζω ότι μόνο το γεγονός πως θα συναγωνιστώ σημαίνει πως θα διαλύσω και θα κατατροπώσω τον ανταγωνισμό. Ακολουθεί συνήθως παταγώδης αποτυχία.
Η έκφραση έχει τις ρίζες της στο ποδόσφαιρο, όταν μια ομάδα (συνήθως δυνατή) κατεβαίνει στον αγωνιστικό χώρο χωρίς διάθεση και ελπίζει να κερδίσει μόνο με την παρουσία της στον αγωνιστικό χώρο ακα να πάρει κανα πέναλτυ μαϊμού ή να κοιμηθεί ο Θεός.
Με τη φανέλα κατέβηκε στις εκλογές η Ν.Δ., αλλά έτσι δεν παίρνονται τα ματς, ιδιαίτερα όταν ο Γιώργος Παπανδρέου έχει πάρει μεγάλους παίκτες από το εξωτερικό
(απο εδώ)
Πώς πήγαν οι εξετάσεις ρε; Το σήκωσες το πτυχίο;
- Αλκίντια, κατέβηκα να το πάρω με τη φανέλα το ματσάκι και πήγα άπατος... φού δεν είχα ανοίξει βιβλίο...
Got a better definition? Add it!