Άμεσο παράγωγο του την ακούω.

Αναφέρεται στον Ζακ - Υβ Κουστώ (μέγας εξερευνητής των θαλασσών) και περιγράφει κάποιον ο οποίος έχει πιει πολύ και την έχει ακούσει.

Χτες ήπια μια κάλα. 'Ασε, έγινα Κουστώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται συνήθως σε έγχρωμους οικονομικούς πρόσφυγες (νόμιμους ή μη) οι οποίοι πουλάνε πειρατικά CD και DVD στην Έρμου (π.χ.)

Στο γήπεδο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ξεχωρίσει και να διευκρινίσει τον έγχρωμο παίκτη.

- Πάρε φάση το σιντάκια που τον κυνηγάνε οι μπάτσοι.

- Ρε αυτός ο σιντάκιας με το 7 στην πλάτη ποιος είναι;
- Ο Μπαμπαγκίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια επιτυχία ή πιθανή επιτυχία με το αντίθετο φύλο.

  1. - Χτες είχα πάει Villa και ήταν φουλ θέμα.
    - Και; Έγινες;

  2. - Σ' αυτό το γυμναστήριο που πάω έχει πολλά καλά γκομενάκια.
    - Έγινες με καμία;
    - Μπα, όχι ακόμα.
    - Ρε, εκεί πάει και η μάνα μου!
    - Εκείνη έγινε;

Ρεφρέν: ...για σένα θα πεφτα και στη φωτιά, πες μου το σ\' αγαπώ, να σου το πω και εγώ, έλα να ΓΙΝΟΥΜΕ με μια ματιά. Στο 1:00 και σε πολλά ακόμα σημεία. (από Galadriel, 20/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κατάσταση που είναι αποτυχημένη, βαρετή. χάσιμο χρόνου κλπ.

- Τι έλεγε το πάρτυ χτες;
- Κηδεία....

We put the \'fun\' in \'funeral\'! (από patsis, 07/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που θέλει επειγόντως να ενεργηθεί, να πάει τουαλέτα, να κάνει το χοντρό του (βλ. κάνω το χοντρό μου)

- Ουφ, αυτό το βρώμικο με πείραξε. Είμαι λίγο χεζμπολάχ τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου.

Κάνω αυτά για τα οποία είμαι γνωστός, αυτα που περιμένει ο κόσμος να κάνω.

  1. (Δίνοντας ένα 50ρικο στον μετρ):
    - Κάνε τα δικά σου (συνοδευόμενο με κλείσιμο ματιού).

  2. (Για φίλη που ανέβηκε να χορέψει στο τραπέζι):
    - Η Βίκυ κάνει τα δικά της πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται απο «δυνατούς» πότες, για τους οποίους οτιδήποτε πέραν του ουίσκυ, βότκα είναι απλά, νερό με γεύση.

- Τι πίνεις μωρό μου;
- Μαλιμπού μπανάνα.
- Κατάλαβα... νερό με γεύση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση για το γνωστό ποτό Jagermeister (Jager).

Αν και η αρχική προέλευση της λέξης παραμένει άγνωστη, εικάζεται ότι ειπώθηκε από κάποιον εξαιρετικά μεθυσμένο ο οποίος δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τη λέξη γιαγκερμάϊστερ.

  1. - Τι πίνεις;
    - Βότκα γκέιγκα.

  2. - Να πάρουμε ένα καλιμπού (μπουκάλι) γκέιγκα να γίνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθίζεται για να περιγράψει κακόφημα μέρη, μέρη όπου συχνάζει ο υπόκοσμος, πορνεία, στριπτιτζάδικα κτλ.

Επίσης για να δηλώσει ότι η ποιότητα ενός κέντρου διασκέδασης είναι πολύ χαμηλή.

  1. - Για πού είσαι σήμερα;
    - Έχει μπάτσελορ ένας φίλος και... καταλαβαίνεις...
    - Κατάλαβα, θα κυλιστείτε στη λάσπη.

  2. - Πάμε Σιρόκο το βράδυ;
    - Όχι ρε, αυτό είναι σκέτη λάσπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Από το στρατό ως προσφώνηση ενός φαντάρου (ανεξαρτήτου ύψους).

  2. Η γκόμενα, ο δεσμός εν γένει.

- Πού 'σαι ψηλέ;
- Εδώ μωρέ, μαλακίες...

- Το βράδυ θα σκάσεις με την ψηλή;
- Μάλλον ναι.

ή εναλλακτικά

- Το βράδυ θα είσαι ψηλός;
- Μάλλον ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified