Έκφραση που λέγεται για ένα φαγητό (κυρίως όταν το τρως έξω γιατί η μάνα/γυναίκα/πεθερά σου δεν το φτιάχνουν τόσο καλό) το οποίο είναι σοκ.

Είναι τόσο γευστικό και απολαυστικό που δεν μπορείς να σταματήσεις να το τρως ακόμα και όταν το πατσοκοίλι σου αρχίζει και ζητάει έξτρα χώρο στο παντελόνι.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα:

· Το ριζότο μανιτάρια στο Tony Bonanno, στην Καστέλλα

· Η σουπιά στο Ούζου Μέλαθρον, στη Θεσσαλονίκη

· Το πιτόγυρο στου Jimmy's, στη Μύκονο

· Το Banoffee στα Πρόσωπα, στο Ρουφ.

  1. (ενισχυμένο παράδειγμα απο εδώ)
    - Μαλάκα, φάε αυτό το μπανόφι και κλάψε.
    - Τόσο καλό;
    - Σοκκκκ λέμε...Καλά, πρέζα έχει μέσα;

  2. Τον πούστη τον Τζίμη τι βάζει μέσα, πρέζα; Έχω φάει τέσσερα και θέλω κι άλλο, θα καταρρίψω κάθε ρεκόρ στο τέλος.

(από notheitis, 03/06/10)(από notheitis, 03/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος βετεράνος χρησιμοποιείται και για το ασθενές φύλο.

Βετεράνος γκόμενα, είναι εκείνη η γκόμενα που από το σχολείο ήταν η πιο όμορφη της τάξης. Επειδή ήταν πιο όμορφη πάντα την καλούσαν στα πάρτυ, στα ηβέντς, στα κλαμπ και γενικότερα ήταν πάντα ευπρόσδεκτη.

Μεγαλώνοντας, μετά το σχολείο, συνέχισε σε αυτό το τέμπο και σε όποια παρέα και αν έμπαινε έπαιρνε πάντα αυτό τον άχαρο ρόλο της πολυτελούς γλάστρας. Τώρα πια ντύνεται πιο κυριλέ, κάνει σωστό βάψιμο, φοράει prada και gucci, είναι μια σωστή Γλυφαδιώτισσα γκόμενα.

Μέσα σε αυτή την πορεία της, έχει τσαλακώσει άπειρα σφηνάκια, έχει ανέβει στο μπαρ / τραπέζι ν φορές, έχει κάνει master στο τσιφτετέλι / ζεϊμπέκικο / συρτάκι και μοιραία το κορμί της έχει γίνει σταυροδρόμι των λαών (αυτό υπάρχει;). Στη Μύκονο είναι φίρμα αλλά στην Πάρο δεν πάει πια γιατί είναι για μικρά.

Τώρα σήμερα πια, τριαντάρα plus, η μπογιά της έχει περάσει. Έχει βάλει κανα πεντόκιλο, δεν έχει παντρευτεί ακόμα γιατί δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί και έχει κάποιες παρέες από τότε.

Όταν όμως θα βγει να το κάψει, σε αυτές τις λιγοστές συλλεκτικές εμφανίσεις που κάνει πλέον, καταλαβαίνεις ότι αυτή η γκόμενα είναι βετεράνος. Κατεβάζει το σφηνάκι χωρίς να το πιάσει με τα χέρια, σε παίζει με τα μάτια χωρίς να ψάχνει τίποτα από σένα, χορεύει καλύτερα από Τουρκάλα και γενικά με την όλη της συμπεριφορά σε κάνει να βρέχεις το βρακάκι σου.

- Ρε, ποια είναι αυτή η φίλη σου που έφερες σήμερα; Και γαμώ τα παιδιά, πολύ την πάω.
- Αυτή είναι η Εύη φίλε μου. Πού να την έβλεπες στα νιάτα της τι έκανε. Είναι πραγματικός βετεράνος. Όσα ξέρει ο κώλος αυτηνής δεν τα ξέρουμε όλοι εμείς μαζί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού custom, όταν αυτό σημαίνει κατά παραγγελία, μη καθιερωμένο.

Χρησιμοποιείται από αϊτήδες (IT), προχώ χρήστες τεχνολογίας και άλλους γκατζετάκηδες για να μεταφέρει στα Ελληνικά κάτι (βύσμα, κώδικας, πισί κτλ.) που δεν είναι κοινότυπο και έχει / πρέπει να δημιουργηθεί εξ αρχής.

Φυσικά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και εκτός τεχνολογίας όπως λ.χ. σε αμάξια, μηχανές κλπ.

  1. - Μου χάλασε το καλώδιο εικόνας του ξμπόξ και έχω μείνει τρεις μέρες χώρις προ
    - Γιατί δεν παίρνεις ένα από το πισί σου;
    - Δεν παίζει, είναι καστομιά της Microsoft

  2. Βλέπω μια «χλωμάδα» !!! Ο Core κώδικας του Joomla είναι γραμμένος ώστε να ελέγχει συγκεκριμένα tables, rows κτλ κτλ κτλ πάντα με τη μορφή μεταβλητών φυσικά. Άρα, αυτό που ζητάς μοιάζει σαν να θέλεις ενα νέο Joomla (!!!) η αν δεν θέλεις αυτό ακριβώς, τότε θέλεις μια πολύ βαριά «καστομιά». (απο εδώ)

Σύγκρινε με: πατέντα. Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακυρώνω, κανσελάρω. Συνήθως το ρίχνω. Σε σάιτ με ιδιωματισμούς, το χρησιμοποιείς για να θάψεις ένα λήμμα.

Μ’ ένα Χι
με διαγράφεις.
Μ’ ένα Χι
τα πάντα γκρεμίζεις.
Τη ζωή μου ολόκληρη σ' ένα λεπτό ακυρώνεις
μ' ένα Χι, μ’ ενα Χι.
(Νίκος Καρβέλας)

- Τελικά τι έγινε με τη Μαρία; Την έριξες;
- Μπα, μου έριξε χι.

(από notheitis, 27/11/08)...στην προκειμένη περίπωση (από Vrastaman, 27/11/08)

Βλ. και χιώνω, χιονίζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορικό ερώτημα για ασυνήθιστη μάζωξη ανθρώπων σε ένα χώρο.

Είναι πολλές φορές που βλέπεις πολύ κόσμο σε μέρη που δεν έχει νόημα να έχει τέτοια προσέλευση (πουχου μέσα και έξω από ένα κρεοπωλείο χωρίς να πλησιάζει Πάσχα όπως είδα τις προάλλες), που πραγματικά αναρωτιέσαι αν μοιράζουν λεφτά και είναι όλοι μαζεμένοι εκεί.

Λέγεται επίσης και για openings clubs/εστιατορίων κ.α. για να δηλώσει υπερβολικά μεγάλη προσέλευση.

- Χτες πήγα στο opening του «Ακρωτήρι».
- Άντε ρε. τι έλεγε καλό;
- Μαλάκα μοιράζανε λεφτά. Άπειρος κόσμος και φούλ νιμού ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεφτιλίζομαι, βλ. και τσόντα γίναμε.

Άσε ρε, πάλι τσιμπούκι έγινα. Ήμουνα με τη Μαρία πρώτο ραντεβού και εκεί που κάνω κίνηση να της σκάσω το γλωσσόφιλο, αφήνω μια κλανιά από την κλανιέμπα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μιλάς τόσο πολύ στο τηλέφωνο, που είναι πια σαν να έχεις το ακουστικό για σκουλαρίκι.

Φυσικά κολλάει πιο πολύ στις γυναίκες, οι οποίες ξεχνάνε τα το κλείσουνε.

- Aααντε ρε Άννα κλείσ’ το πια, σκουλαρίκι το έχεις κάνει το ρημάδι.

- Καλά αυτός είναι Σκολαρίκος (βλ. Συγγραφέας), άμα το πιάσει το τηλέφωνο δεν το αφήνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά γι' αυτόν που κάνει μεγάλη ζωή γεμάτη ταξίδια στο εξωτερικό και καλά, μύτινγκς*, είμαι-πολύ-μπίζι-με-διάφορες-μπίζνες* και γουαζά ναούμ'.

Ο όρος προέρχεται από τη χρυσή δεκαετία τον εϊτιζ και την τότε δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Δυναστεία» με τους Κάρινγκτονς και σια.

Υπήρξε και βιντεοταινία με τον Σωτήρη Μουστάκα το 1985

- Πάμε το σουκού για μπάνιο στη Λούτσα;
- Άσε έχω μπλέξει. Πρέπει να πεταχτώ μέχρι τη Ζυρίχη το Σάββατο και την Κυριακή να κατέβω Μιλάνο για κάτι δουλειές.
- Ηρέμησε ρε γιάπη ναούμε. Ποιος είσαι, ο Δυναστείας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όποιος να ᾽ναι, οτινάνας, όλων τον λογιών οι άνθρωποι.

Κατά κύριο λόγο είναι αρνητική έκφραση για να εκφράσει ότι μαζεύτηκαν πολλοί στο χώρο, σχετικοί και άσχετοι με αυτόν.

- Εσύ τι λέει με το σάιτ που γράφεις;
- Άσε ρε, έχει μαζευτεί κάθε καρυδιάς καρύδι εκεί μέσα και έχει γίνει ζούγκλα τελεία τζι αρ.
- Όταν λες ζούγκλα, τι εννοείς;
- Εεε, εν ολίγοις κάθε καρυδιάς....καρύδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση για το γνωστό ποτό Jagermeister (Jager).

Αν και η αρχική προέλευση της λέξης παραμένει άγνωστη, εικάζεται ότι ειπώθηκε από κάποιον εξαιρετικά μεθυσμένο ο οποίος δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τη λέξη γιαγκερμάϊστερ.

  1. - Τι πίνεις;
    - Βότκα γκέιγκα.

  2. - Να πάρουμε ένα καλιμπού (μπουκάλι) γκέιγκα να γίνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified