Η μεταγραφή παίκτη ποδοσφαίρου, ο οποίος έρχεται για να «σπάσει τα τσιμέντα», κοινώς μια πολύ ακριβή και ηχηρή μεταγραφή που μαζεύει όλο τον κόσμο στο γήπεδο.

Συνήθως αυτός ο παίκτης είναι εντεκαδάτος, δηλαδή παίζει κατευθείαν στην αρχική εντεκάδα.

  1. Ρε, πάρτε το χαμπάρι, η ομάδα θέλει δυο τσιμεντάτες μεταγράφες για να στρώσει.

  2. Ο πρόεδρος θα φέρει τσιμεντάτη παιχτούρα το καλοκαίρι.

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν κερδίζεις στο πάμε στοίχημα (αντίθετο του στον κουβά)

  2. Γενικά όταν βγαίνεις νικητής από μια κατάσταση, όπως όταν ρίχνεις μια γκόμενα, παίρνεις ένα μπόνους κτλ.

  3. Σε ακραίες περιπτώσεις έχει ακουστεί από δυσκοίλιο άνθρωπο όταν κατάφερε τελικά να πάει τουαλέτα.

  1. - Χτες πήγα ταμείο με τη Μίλαν και τη Γαλατά.

  2. - Παίξε γαύρο, Μπάρτσα και Γιούβε και θα πας συστημένος στο ταμείο.

  3. - Χτες πήγα ταμείο με τη Μαρία.

  4. - Με πήγαν ταμείο αυτά τα χάπια για το χέσιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό Ape (πίθηκος). Κάποιος ο οποίος κάνει σαν πίθηκος συνήθως μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

(κοιτώντας δυο φίλους πάνω στον καναπέ ενός κλαμπ)

- Έιπς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το κασέρι.

Αναφέρεται σε μίζα από την οποία θα φάει πολύς κόσμος.

  1. - Ο Γιάννης ανέλαβε να φτιάξει τη γέφυρα στο χωριό.
    - Ε, ρε πόσοι θα φάνε από αυτήν την κασερόπιττα.

  2. (αναφερόμενοι σε υπουργούς)
    - Έλα μωρέ, όλοι από την ίδια κασερόπιττα τρώνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να κάνεις γνωστό σε κάποιον ένα γεγονός το οποίο πρόκειται να τον εκπλήξει ή και να τον δυσαρεστήσει. Περιέχει αρκετή δόση σαρκασμού και γλαφυρότητας.

  1. - Ευτυχώς δεν θα είναι ο Πέτρος το βράδυ, μου σπάει τ' αρχίδια
    - Θα είναι, μάθε... και πάθε,

  2. - Μάθε λοιπόν, και αντίστοιχα πάθε, ότι στα καζίνο του Βέγκας όντως δεν υπάρχουν παράθυρα, ούτε και ρολόγια στους τοίχους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βλ. ράφι, το

Για να μη γίνεις χου όταν θες να πεις για μια κοπέλα, που μπορεί να την ξέρει κάποιος συνομιλητής, ότι θα μείνει ή ότι είναι στο ράφι.

  1. - Αυτή είναι παντρεμένη;
    - Μπα, ραφαέλα είναι.

  2. - Αυτές όλες είναι μπάζα ρε, το μεσαίο τους όνομα είναι ραφαέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν θες να «πλασαριστείς», να πλησιάσεις δηλαδή μια γκόμενα.

Από το γνωστό συγκρότημα Placebo.

Υπάρχει και ο αντίστοιχος όρος, φτιαξίμπο, για εκείνον που τα έφτιαξε τελικά.

- Γαμώ τα μώρα εκείνη στη γωνία, πάω να γίνω πλασίμπο.
- Σωστός ο Τάκης, πρώτα γίνεται πλασίμπο με όλες και στο τέλος φτιαξίμπο με μια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να δηλώσει ότι στο συγκεκριμένο μαγαζί, είμαι θαμώνας, έχω κάνει μεγάλους λογαριασμούς, πηγαίνω συνέχεια.

  1. - Το Galea το έχω χτίσει ρε, έπρεπε να έχουν προτομή μου απ' έξω.

  2. «Ίσα μωρή χαμούρα, εγώ τά 'χω χτίσει αυτά τα μαγαζιά» (Χάρυ Κλυνν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που χέζεται τόσο πολύ που δεν μπορεί να τα κρατήσει

  2. Λέγεται και για τις λούγκρες επειδή εικάζεται ότι λόγο της σεξουαλικής τους δραστηριότητας...απλά δεν μπορούν να τα κρατήσουν.

- Πώπω, είμαι ακράτητος. Που είναι η τουαλέτα;

- Η ΠΑΕ Ακράτητος ανακοινώνει την συνεργασία της με τον αθλητή Νίκο...πάω τουαλέτα.

- Έχεις πάει στο Pierro's;
- Εκεί είναι τίγκα στην ακράτεια ρε τι να πάω να κάνω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή να χάσεις κιλά, κυρίως γύρω της κοιλιακής χώρας (το λεγόμενο σωσίβιο).

Εμπνευσμένο από κάτι εξώφυλλα στο Men's Health του τύπου

Διώξε το σωσίβιο

Φάε καλά, χάσε κιλά κλπ

- Μαρία... κάψε το σωσίβιο.

(από notheitis, 25/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified