1. Από το στρατό ως προσφώνηση ενός φαντάρου (ανεξαρτήτου ύψους).

  2. Η γκόμενα, ο δεσμός εν γένει.

- Πού 'σαι ψηλέ;
- Εδώ μωρέ, μαλακίες...

- Το βράδυ θα σκάσεις με την ψηλή;
- Μάλλον ναι.

ή εναλλακτικά

- Το βράδυ θα είσαι ψηλός;
- Μάλλον ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας αστικός μύθος για ένα παιχνίδι που παίζεται ως εξής:

Τέσσερα ή και περισσότερα καρφιά μαζεύονται σε ένα σπίτι και μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν παίζουν το μπισκότο. Αρχίζουν και βαράνε ταυτόχρονα και όποιος τελειώνει, τελειώνει πάνω σε ένα μπισκότο. Ο τελευταίος που δεν έχει τελειώσει...τρώει το μπισκότο.

Συνεπώς η έννοια του μπισκότου είναι διπλή:

α. Παίζω το μπισκότο: Βαριόμαστε πάρα πολύ, κωλοβαράμε

β. Τρώω το μπισκότο: Αποτυγχάνω παταγωδώς. Σκατάσταση. Κάθομαι στο παγωτό

α.
- Έλα ρε, τι λέει; Τι κάνατε χτές;
- Τίποτα, σκάσανε από εδώ οι άλλοι και μαλακιστήκαμε.
- Και τι κάνατε δηλαδή;
- Παίζαμε το μπισκότο ρε μαλάκα, τι κάναμε, τίποτα....

β. - Ρε, έχεις τσιγάρα;
- Όχι, ούτε εσύ έχεις;;;
- Όχι....φτουυύ. Και τώρα τι θα κάνουμε;;
- Τώωωρα, θα φάμε το μπισκότο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική έκφραση που δηλώνει την ανεπάρκεια ενός τερματοφύλακα.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο γράφει το οποίο σημαίνει μπαίνει γκολ (προφ γράφει ο πίνακας του σκορ στο γήπεδο).

Οπότε συνολικά η έκφραση σημαίνει ό,τι σουτ πηγαίνει προς το τέρμα, γίνεται γκολ.

- Πώς τον λένε τον τερματοφύλακα που πήρε ο πρόεδρας ρε συ;
- Πήτερ Ρουφάϊ από τη Νιγηρία.
- Ποδοσφαιρομάνα η Νιγηρία...και τι λέει; καλός;
- Τι καλός ρε, ό,τι πάει μέσα γράφει. Άμπαλος είναι.

κλασσική περίπτωση... (από notheitis, 20/07/12)(από cristoferino, 20/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόνος. Χωρίς γκόμενα /-ο.

  1. - Θα σκάσεις με την Μαρία το βράδυ;
    - Όχι θα είμαι σόλο.

  2. - Παίζει καμιά γκόμενα αυτή την περίοδο;
    - Μπα, Χαν Σόλο είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης μήκους. Για πολύ κοντούς ανθρώπους.

- Ρε τη τάπα που είναι αυτή η Μαρία.
- Ναι, ένα κι ένα μίλκο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κίνηση του μποντιμπιλντερά όταν βγάζει την κάλτσα t-shirt για πρώτη φορά στην παραλία το καλοκαίρι.

Είναι τόση η περηφάνια που τον διακατέχει για το γεγονός ότι παραδίδει πλέον στο κοινό αυτό το πετρόχτιστο σώμα λες και είναι η κοιμωμένη του Χαλεπά.

Εννοείται ότι λίγο πριν έχει χτυπήσει μια γρήγορη εντατική άσκηση στήθος - δικέφαλα για τέλειο εφέ.

- Κοίτα τον τυρόπιτα τον Γιάννη πώς βγάζει το φανελάκι...
- Έχει αποκαλυπτήρια σήμερα ρε φίλε. Όλο το χειμώνα έλιωσε στο γυμναστήριο γι' αυτή τη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υποχρεωτικό φύλλο (ή ομάδα φύλλων) στην πόκα.

Λέγεται και καπέλο.

- Το κόλπο είναι τρεις μπόμπες τριολέτες με πιπίνι.
...
- Ανοίγουμε τρία.
- Μέσα.
- Τα βλέπω.
- Πάσο.
- Ρέστα, ταπί και ψύχραιμος.
...
- Φτουύ!
- Τι έπαθες;
- Ορίστε, έχω φουλ του άσσου με παπάδες και μου βγαίνει με καρέ του έξι;;;... ΣΤΟ ΠΙΠΙΝΙ;!!!

(Εμπνευσμένο από το Made in Greece του Χάρρυ Κλύνν. Δες μήδι στο 5:23 έως 7:21)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό που υποδηλώνει ότι ένα ανταλλακτικό ή εξάρτημα είναι της πλάκας.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια που όλα είναι κινέζικα και ιμιτασιόν, και άρα αμφιλεγόμενης ποιότητος, χρησιμοποιείται ακόμα πιο πολύ αφού συνήθως τα παίρνεις στο χέρι.

Η ρίζα βρίσκεται στα παιχνίδια που πουλούσαν στα πανηγύρια τα οποία χάλαγαν την επόμενη μέρα, εξ ου και η έκφραση της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη.

— Φτού σου Ιούδα, γαμώ τα είδωλα μου γαμώ μέσα, πάλι χτύπησε έμβολο...
— Ε, με τα πανηγυριώτικα που πας και παίρνεις τι περιμένεις; Μόνο μαμά ανταλλακτικά από δω και πέρα.

Made in China (από notheitis, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την τιμή (των όπλων). Από το Ιταλικό onore που σημαίνει τιμή.

Λέγεται για απέλπιδες προσπάθειες που γίνονται για να σώσουν τα προσχήματα, ότι δηλαδή το πάλεψα αλλά απέτυχα.

Συνώνυμο του για το γαμώτο.

  1. Μια δυαδούλα για... το ονόρε. Σήμερα θα παίξουμε πολύ χαλαρά και με χαμηλό μπάτζετ. Δεν υπάρχει λόγος να ρισκάρουμε παραπάνω σε μια κακή στοιχηματικά μέρα.
    (από εδώ)

  2. - Είμαστε για τίποτα σήμερα;
    - Μπα ρε δεν το 'χω, είμαι πτώμα.
    - Έλα μωρμαλάκα, πάμε για μια μπύρα για το ονόρε και γυρνάμε νωρίς.

ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ ΜΠΑΛΖΑΚ (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για έναν παλιοχαρακτήρα, κομπλεξικό, το λίγο μαλάκα αλλα κατα τ'αλλα καλό παιδί σε ήπιο τόνο για να μην παρεξηγηθεί.

Από την ταινία που μεγάλωσε την γένια μου, από τη δοξασμένη δεκαετία των έϊτις το «Βασικά καλησπέρα σας!».

Κούλα μ' ακούς, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος...

(από notheitis, 07/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified