Βιομηχανικός όρος, χησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να περιγράψει τις κατώτερης εμφάνισης γυναίκες, ή γενικά τα ανεπιθύμητα άτομα.

- Ρε μαλάκα, από τα τόσα μουνιά που κάλεσα μόνο το σκραπ ήρθε...

(σε γιορτή-κηδεία με βαρετούς συγγενείς)
- Μόλις φύγει το σκραπ, βάζουμε Pulp Fiction;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρινγκάκι. Πρέπει όμως να είναι σκέτο κορδόνι (όχι τριγωνάκι) ώστε να έχει το κατάλληλο σχήμα.

- Πώς πάει ρε φίλε με τη Λίλιαν;
- Φίλε, τι να σου λέω. Πήγαμε πρώτη φορά για μπάνιο χτες, και μόλις έβγαλε το σορτσάκι της, μού πετάει στα μούτρα τη μερσεντές και έμεινα μαλάκας.

(από σφυρίζων, 10/09/14)(από Khan, 10/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζόρικος, ο νταής, ο βαρύς. Κατ' άλλους, ο αποτραβηγμένος πρώην μάγκας, η ήρεμη δύναμη, αυτός που δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα πλέον, αλλά όλοι ξέρουν περί τίνος πρόκειται.

Ο όρος είναι καθαρά ρεμπέτικος και προέρχεται από το τούρκικο siret (δύστροπος).

Αξίζει να σημειωθεί ότι σερέτες δεν υπάρχουν πια (είχαν την ίδια τύχη με τους μάγκες), οπότε οποιαδήποτε σημερινή έκφανση θα είναι λογικά φτηνή απομίμηση και στο όνομα κάποιας πεζής σκοπιμότητας.

- Ρε Μήτσο, φώναξε τον πιτσιρικά να μας φέρει γρήγορα άλλη μια Moet, για να μην τα κάνω όλα μπουρδέλο εδώ μέσα να πούμε.
- Τι έπαθες ρε μαλάκα; Πολύ σερέτης μας το παίζεις σήμερα.
- (ψιθυριστά) Σουτ, σκάσε ρε μαλάκα μπας και βγάλω κανα γκομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωταρχική αργκό, που σημαίνει μαύρος (ή έγχρωμος). Προέρχεται από το τούρκικο arap, δηλαδή Άραβας.

Έχει κατά βάση αρνητική σημασία, και θεωρείται απαρχή του ρατσισμού. Στις μέρες μας όμως, τείνει να αποκτήσει και κάποια θετικά χαρακτηριστικά.

Συνώνυμο (εξίσου πρωταρχικό): νέγρος.

  1. (λευκό ζευγάρι κατά τη διάρκεια του σεξ)
    - Σκίσε με αράπη μου!
    - Τι λες μωρή ηλίθια;;

  2. - Κοίτα ρε πούστη τι γκομενάκια έχουν οι αράπηδες στα βιντεοκλίπ τους.
    - Ναι ρε φίλε, ώρες-ώρες εύχομαι να είχα γεννηθεί μαύρος.

  3. - Καλά, πώς μαύρισες έτσι;; Αράπης έγινες.

(από patsis, 26/03/11)Παρί αραπάδων ο λόγος (από joe909, 31/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλογυμνασμένος, φέτας, φετουτσίνι, με κοιλιακούς-χελώνα.

Από τη γνωστή ταινία 300, στην οποία ο πρωταγωνιστής επιδεικνύει εντυπωσιακή διάπλαση και γράμμωση (με μια μικρή βοήθεια από την ψηφιακή τεχνολογία).

- Φέτος θα αρχίσω πρόγραμμα από τώρα. Βάρη, αεροβική, διατροφή, όλο το πακέτο. Μέχρι το καλοκαίρι θα είμαι Λεωνίδας.
- Καλά, ηρέμησε. Χτυπάμε κανα πιτσόνι τώρα;
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published

  • Κως - Μπόχαλοι: Γιατί στην τοπική διάλεκτο το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
  • Ρόδος - Τσαμπίκοι: Λόγω τοπικού ονόματος.
  • Θεσσαλονίκη - Καρντάσια ή Βούλγαροι: Καρντάσι είναι ο αδερφός στα τουρκικά. Παλιά έπεφτε πολύ κορόιδεμα από τους Αθηναίους επί του θέματος. Η Θεσσαλονίκη δε είναι γνωστή και ως Καρντασούπολη. Βούλγαροι: βούλγαρος.
  • Έβρος - Γκάτζοι ή Γκάτζολοι: Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν αλλιώς και γκάτζους. Έτσι οι φαντάροι έβγαλαν κοροϊδευτικά την περιοχή Γκατζολία και έμεινε να φωνάζουν τους κατοίκους Γκάτζολους. Η ιστορική αμαξοστοιχία 604 ΕΒΡΟΣ ΕΞΠΡΕΣ καλείται και Γκάτζος Εξπρές. (βλ. Γκατζολία)
  • Πτολεμαΐδα - Καϊλαριώτες: Αυτό συμβαίνει γιατί η Πτολεμαϊδα λέγεται αλλιώς και Καϊλάρια. Επίσης λέγεται και λασποχώρι γιατί παλιά ήταν όλο λάσπες όταν έβρεχε.
  • Κοζάνη - Σούρδοι: Λέγονται έτσι διότι προσποιούνταν ότι δεν άκουσαν κάτι όταν φυσικά δεν τους συνέφερε. Και ενώ οι μεν υπόλοιποι Έλληνες τους δέχτηκαν με αυτήν τους τη νοοτροπία, οι δε Εβραίοι δεν κατάφεραν να στεριώσουν ούτε στιγμή στην περιοχή. Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός/βλάκας.
  • Κέρκυρα - Παγανέλια ή Φρανκολαντσέρηδες: Αυτοί ονομάστηκαν έτσι γιατί παγανέλι στην κερκυραϊκή διάλεκτο σημαίνει περιστέρι και η Κέρκυρα (κυρίως οι πλατείες, αλλά γενικά όλη η πόλη της) είναι γεμάτη περιστέρια. Το φρανκολαντσέρηδες είναι άγνωστο από πού βγαίνει.
  • Ιωάννινα - Παγουράδες: Λέγονται έτσι, γιατί στη λίμνη στα Γιάννενα καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και παλιά οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν και καλά το μαγικό νερό! (άλλη εκδοχή: παγουράς)
  • Λάρισα - Πλατυποδαράδες ή Πλατύποδες ή Τυρόγαλα: Αυτοί λέγονται έτσι λόγω του κάμπου που είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό καμάρας στο πόδι. Το τυρόγαλα βγαίνει απ' το τοπικό προϊόν (τυρόγαλο).
  • Βόλος - Αυστριακοί: Πλήρης ανάλυση εδώ: Αυστριακοί.
  • Άρτα - Νερατζοκώληδες: Λόγω του ότι στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους κώλους, άρα έχουν κώλους σαν νεράτζια.
  • Πρέβεζα - Σαρδέλες: Διότι λέγεται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί.
  • Αθήνα - Γκάγκαροι ή Χαμουτζήδες: Γκάγκαρο ήταν το βαρύ ξύλο που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του (gaga στα τούρκικα το ράμφος). Γκάγκαρος λεγόταν επί τουρκοκρατίας ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Σημαίνει σήμερα ο γνήσιος Αθηναίος. Χαμουτζήδες: χαμουτζής
  • Φλώρινα - Απόγονοι της Γιουργίας: Γιατί η γιούργα ήταν η Γεωργία στα φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της Φλώρινας. Απ' τις μεγαλύτερες βρισιές για τους Φλωρινιώτες.
  • Πόντος - Ντουντούμια / Τουρκούλια: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Λέσβος - Γκαζμάδες: Τη Μυτιλήνη τη λένε Γκασμαδία ή Κασμαδία οι φαντάροι που υπηρετούν εκεί, επειδή η στρατιωτική ζωή εκεί έχει πολύ σκάψιμο. Επίσης, υπάρχει και ο παλιός μύθος που λέει ότι (σύμφωνα με την από στόμα σε στόμα παράδοση των φαντάρων) όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).
  • Καστοριά - Τσιρουνιάιδες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Σέρρες - Ακανέδες: Λόγω του ότι στη πόλη των Σερρών φτιάχνονται ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι).
  • Πάτρα - Μινάρες: [w=minaras_135][μινάρας]8
  • Ηράκλειο - Σουμπερίτες ή Καστρινούς: Σουμπερίτες, διότι στην κατοχή ο Σούμπερ είχε την έδρα του στο Hράκλειο, και Καστρινούς επειδή το Ηράκλειο ονομαζόταν και Κάστρο.
  • Αγρίνιο - Βλάχοι: Έτσι τους αποκαλούν οι Μεσολογγίτες, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους πολύ διακεκριμένο.
  • Ναύπλιο - Κωλοπλένηδες: Οι Aργίτες τους αποκαλούν έτσι διότι πλένονταν στις τούρκικες τουαλέτες.
  • Άργος - Πρασάδες: Ως αντίποινα οι Aναπλιώτες τους έβγαλαν έτσι, διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
  • Καβάλα - Ψαροκασέλες: Έτσι τους αποκαλούν οι Ξανθιώτες.
  • Αρκαδία - Σκορδάς ή Αβγοζύγης: Σκορδάς λόγω των τοπικών προϊόντων, και αβγοζύγης γιατί πρώτοι οι Αρκάδες πουλούσαν αυγά βάσει του μεγέθους τους (των αυγών).
  • Καλαμάτα - Σωματέμπορες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Κόρινθος - Λαΐδες: Γιατί Λαΐδα ήταν μια εταίρα της αρχαιότητας από την Κόρινθο.
  • Κρήτη - Πέτσακες ή Σβούρους: Μάλλον από Ρέθυμνο ή Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπαρ κλπ με τα γνωστά αξεσουάρ (4x4, μαύρο πουκάμισο κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος». Σβούροι είναι οι κάγκουρες στην τοπική διάλεκτο.
  • Τρίκαλα - Κασέρια ή Σακαφλιάδες: Κασέρια λόγω τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά, ο οποίος έζησε την εποχή του Μεσοπολέμου, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ήταν ο Δον Ζουάν της εποχής. Ήταν ένας ωραίος άντρας που είχε αναστατώσει την τρικαλινή κοινωνία με τα καμώματά του, ώσπου κάποιοι του στήσανε καρτέρι στα στενά σοκάκια του Βαρουσίου και τον μαχαιρώσανε (εξού και το γνωστό στιχάκι «Στα τρίκαλα στα δυό στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά»). Το σακαφλιάς κατά λέξη σημαίνει ο φίλος της σάρκας.
  • Πηγάδια Καρπάθου - Μπαλουξήδες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Απέρι Καρπάθου - Λαγοί: Αποκαλούνται έτσι από το αντίπαλο χωριό (Μενετές) γιατί δείλιασαν μπροστά στους Γερμανούς και έφυγαν, σε αντίθεση με τους ίδιους που έμειναν (απ' όπου προκύπτει και το όνομα του δικού τους χωριού).
  • Μενετές Καρπάθου - 300άρηδες: Όπως λέμε ότι κάποιος τα έχει 400, γι' αυτούς λένε ότι τα έχουν 300, δηλαδή ότι έχουν χαμηλή νοημοσύνη.
  • Σπόα Καρπάθου - Ζώα: Προκύπτει από λογοπαίγνιο (Σπόα - ζώα).

(Δεν δίνεται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μήνυμα κινητής τηλεφωνίας (SMS) το οποίο αποστέλλεται για να δηλώσει ότι ο γράφων θέλει να διακόψει οποιαδήποτε σχέση. Σκόπιμα δίνεται ένας κάπως τραγικός τόνος. Ο στόχος πάντως του μηνύματος αυτού συνήθως είναι ακριβώς το αντίθετο - να δημιουργήσει δηλαδή νέο ενδιαφέρον στην άλλη πλευρά.

- Πώς πάει με αυτή την γκόμενα που νταλαβερίζεσαι ρε;
- Τελικά ρε φίλε είναι μεγάλη καριόλα. Χτες έστειλα επίλογο.
- Δηλαδή τι έστειλες;
- «Δεν το περίμενα να συμπεριφερθείς τόσο σκάρτα. Αντίο για πάντα.»

Άλλες παραλλαγές:
«Παρασχολήθηκα, επομένως game over.»
«Φέρθηκες σαν κακομαθημένο πιτσιρίκι. Αυτό που είσαι δηλαδή. Από 'δω και πέρα όμως πρέπει να βρεις καινούριο παιχνιδάκι.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αντιστοιχία με τους παλαίμαχους πυγμάχους, που λίγο πριν αποσυρθούν κρεμάνε τα γάντια τους, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον σκοπό κάποιου να αποσυρθεί από τη νυχτερινές κραιπάλες.

Τονίζεται ότι για να έχει νόημα η έκφραση, πρέπει ο λέγων να είναι παλιός στη νύχτα. Να την έχει φάει με το κουτάλι. Να έχει υπάρξει ντόπερμαν ή καρχαρίας.

Για να μεγιστοποιηθεί το δράμα, η φράση αυτή συχνά συνοδεύεται από ατάκα γνωστής σειράς ταινιών: I'm too old for this shit.

- Τελευταίο μου καλοκαίρι αυτό. Από Σεπτέμβριο κρεμάω τα σφηνάκια μου. I'm too old for this shit.
- Και τι θα κάνεις δηλαδή;
- Λέω να κάνω πρόταση γάμου στη Μαρία... να πάρω κανά σπιτάκι... να κάνουμε κανά κουτσούβελο... να ηρεμήσω.
- Ηρέμησε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας έχων στύση.

Είναι γνωστό ότι στην Ελληνική μυθολογία ο Πρίαπος ήταν θεός της γονιμότητας και των αντρικών γεννητικών οργάνων. Όμως, στη σύγχρονη καθομιλουμένη η λέξη αυτή υστερεί σε ακουστική και δεν είναι ιδιαίτερα εύηχη. Έτσι χρησιμοποιείται αντ' αυτής το σχεδόν ομόηχο όνομα του γνωστού βασιλιά της Τροίας Πριάμου.

- Μαλάκα, μετά από μήνες παντόφλας, βγήκαμε επιτέλους χτες αντροπαρέα. Πρίαμοι κι οι πέντε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified