Ο καλογυμνασμένος, φέτας, φετουτσίνι, με κοιλιακούς-χελώνα.

Από τη γνωστή ταινία 300, στην οποία ο πρωταγωνιστής επιδεικνύει εντυπωσιακή διάπλαση και γράμμωση (με μια μικρή βοήθεια από την ψηφιακή τεχνολογία).

- Φέτος θα αρχίσω πρόγραμμα από τώρα. Βάρη, αεροβική, διατροφή, όλο το πακέτο. Μέχρι το καλοκαίρι θα είμαι Λεωνίδας.
- Καλά, ηρέμησε. Χτυπάμε κανα πιτσόνι τώρα;
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Πρωταρχική αργκό, που σημαίνει μαύρος (ή έγχρωμος). Προέρχεται από το τούρκικο arap, δηλαδή Άραβας.

Έχει κατά βάση αρνητική σημασία, και θεωρείται απαρχή του ρατσισμού. Στις μέρες μας όμως, τείνει να αποκτήσει και κάποια θετικά χαρακτηριστικά.

Συνώνυμο (εξίσου πρωταρχικό): νέγρος.

  1. (λευκό ζευγάρι κατά τη διάρκεια του σεξ)
    - Σκίσε με αράπη μου!
    - Τι λες μωρή ηλίθια;;

  2. - Κοίτα ρε πούστη τι γκομενάκια έχουν οι αράπηδες στα βιντεοκλίπ τους.
    - Ναι ρε φίλε, ώρες-ώρες εύχομαι να είχα γεννηθεί μαύρος.

  3. - Καλά, πώς μαύρισες έτσι;; Αράπης έγινες.

(από patsis, 26/03/11)Παρί αραπάδων ο λόγος (από joe909, 31/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Κως - Μπόχαλοι: Γιατί στην τοπική διάλεκτο το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
  • Ρόδος - Τσαμπίκοι: Λόγω τοπικού ονόματος.
  • Θεσσαλονίκη - Καρντάσια ή Βούλγαροι: Καρντάσι είναι ο αδερφός στα τουρκικά. Παλιά έπεφτε πολύ κορόιδεμα από τους Αθηναίους επί του θέματος. Η Θεσσαλονίκη δε είναι γνωστή και ως Καρντασούπολη. Βούλγαροι: βούλγαρος.
  • Έβρος - Γκάτζοι ή Γκάτζολοι: Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν αλλιώς και γκάτζους. Έτσι οι φαντάροι έβγαλαν κοροϊδευτικά την περιοχή Γκατζολία και έμεινε να φωνάζουν τους κατοίκους Γκάτζολους. Η ιστορική αμαξοστοιχία 604 ΕΒΡΟΣ ΕΞΠΡΕΣ καλείται και Γκάτζος Εξπρές. (βλ. Γκατζολία)
  • Πτολεμαΐδα - Καϊλαριώτες: Αυτό συμβαίνει γιατί η Πτολεμαϊδα λέγεται αλλιώς και Καϊλάρια. Επίσης λέγεται και λασποχώρι γιατί παλιά ήταν όλο λάσπες όταν έβρεχε.
  • Κοζάνη - Σούρδοι: Λέγονται έτσι διότι προσποιούνταν ότι δεν άκουσαν κάτι όταν φυσικά δεν τους συνέφερε. Και ενώ οι μεν υπόλοιποι Έλληνες τους δέχτηκαν με αυτήν τους τη νοοτροπία, οι δε Εβραίοι δεν κατάφεραν να στεριώσουν ούτε στιγμή στην περιοχή. Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός/βλάκας.
  • Κέρκυρα - Παγανέλια ή Φρανκολαντσέρηδες: Αυτοί ονομάστηκαν έτσι γιατί παγανέλι στην κερκυραϊκή διάλεκτο σημαίνει περιστέρι και η Κέρκυρα (κυρίως οι πλατείες, αλλά γενικά όλη η πόλη της) είναι γεμάτη περιστέρια. Το φρανκολαντσέρηδες είναι άγνωστο από πού βγαίνει.
  • Ιωάννινα - Παγουράδες: Λέγονται έτσι, γιατί στη λίμνη στα Γιάννενα καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και παλιά οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν και καλά το μαγικό νερό! (άλλη εκδοχή: παγουράς)
  • Λάρισα - Πλατυποδαράδες ή Πλατύποδες ή Τυρόγαλα: Αυτοί λέγονται έτσι λόγω του κάμπου που είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό καμάρας στο πόδι. Το τυρόγαλα βγαίνει απ' το τοπικό προϊόν (τυρόγαλο).
  • Βόλος - Αυστριακοί: Πλήρης ανάλυση εδώ: Αυστριακοί.
  • Άρτα - Νερατζοκώληδες: Λόγω του ότι στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους κώλους, άρα έχουν κώλους σαν νεράτζια.
  • Πρέβεζα - Σαρδέλες: Διότι λέγεται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί.
  • Αθήνα - Γκάγκαροι ή Χαμουτζήδες: Γκάγκαρο ήταν το βαρύ ξύλο που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του (gaga στα τούρκικα το ράμφος). Γκάγκαρος λεγόταν επί τουρκοκρατίας ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Σημαίνει σήμερα ο γνήσιος Αθηναίος. Χαμουτζήδες: χαμουτζής
  • Φλώρινα - Απόγονοι της Γιουργίας: Γιατί η γιούργα ήταν η Γεωργία στα φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της Φλώρινας. Απ' τις μεγαλύτερες βρισιές για τους Φλωρινιώτες.
  • Πόντος - Ντουντούμια / Τουρκούλια: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Λέσβος - Γκαζμάδες: Τη Μυτιλήνη τη λένε Γκασμαδία ή Κασμαδία οι φαντάροι που υπηρετούν εκεί, επειδή η στρατιωτική ζωή εκεί έχει πολύ σκάψιμο. Επίσης, υπάρχει και ο παλιός μύθος που λέει ότι (σύμφωνα με την από στόμα σε στόμα παράδοση των φαντάρων) όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).
  • Καστοριά - Τσιρουνιάιδες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Σέρρες - Ακανέδες: Λόγω του ότι στη πόλη των Σερρών φτιάχνονται ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι).
  • Πάτρα - Μινάρες: [w=minaras_135][μινάρας]8
  • Ηράκλειο - Σουμπερίτες ή Καστρινούς: Σουμπερίτες, διότι στην κατοχή ο Σούμπερ είχε την έδρα του στο Hράκλειο, και Καστρινούς επειδή το Ηράκλειο ονομαζόταν και Κάστρο.
  • Αγρίνιο - Βλάχοι: Έτσι τους αποκαλούν οι Μεσολογγίτες, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους πολύ διακεκριμένο.
  • Ναύπλιο - Κωλοπλένηδες: Οι Aργίτες τους αποκαλούν έτσι διότι πλένονταν στις τούρκικες τουαλέτες.
  • Άργος - Πρασάδες: Ως αντίποινα οι Aναπλιώτες τους έβγαλαν έτσι, διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
  • Καβάλα - Ψαροκασέλες: Έτσι τους αποκαλούν οι Ξανθιώτες.
  • Αρκαδία - Σκορδάς ή Αβγοζύγης: Σκορδάς λόγω των τοπικών προϊόντων, και αβγοζύγης γιατί πρώτοι οι Αρκάδες πουλούσαν αυγά βάσει του μεγέθους τους (των αυγών).
  • Καλαμάτα - Σωματέμπορες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Κόρινθος - Λαΐδες: Γιατί Λαΐδα ήταν μια εταίρα της αρχαιότητας από την Κόρινθο.
  • Κρήτη - Πέτσακες ή Σβούρους: Μάλλον από Ρέθυμνο ή Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπαρ κλπ με τα γνωστά αξεσουάρ (4x4, μαύρο πουκάμισο κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος». Σβούροι είναι οι κάγκουρες στην τοπική διάλεκτο.
  • Τρίκαλα - Κασέρια ή Σακαφλιάδες: Κασέρια λόγω τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά, ο οποίος έζησε την εποχή του Μεσοπολέμου, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ήταν ο Δον Ζουάν της εποχής. Ήταν ένας ωραίος άντρας που είχε αναστατώσει την τρικαλινή κοινωνία με τα καμώματά του, ώσπου κάποιοι του στήσανε καρτέρι στα στενά σοκάκια του Βαρουσίου και τον μαχαιρώσανε (εξού και το γνωστό στιχάκι «Στα τρίκαλα στα δυό στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά»). Το σακαφλιάς κατά λέξη σημαίνει ο φίλος της σάρκας.
  • Πηγάδια Καρπάθου - Μπαλουξήδες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Απέρι Καρπάθου - Λαγοί: Αποκαλούνται έτσι από το αντίπαλο χωριό (Μενετές) γιατί δείλιασαν μπροστά στους Γερμανούς και έφυγαν, σε αντίθεση με τους ίδιους που έμειναν (απ' όπου προκύπτει και το όνομα του δικού τους χωριού).
  • Μενετές Καρπάθου - 300άρηδες: Όπως λέμε ότι κάποιος τα έχει 400, γι' αυτούς λένε ότι τα έχουν 300, δηλαδή ότι έχουν χαμηλή νοημοσύνη.
  • Σπόα Καρπάθου - Ζώα: Προκύπτει από λογοπαίγνιο (Σπόα - ζώα).

(Δεν δίνεται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλούς τομείς, και δηλώνει την απαραίτητη συνύπαρξη δύο εννοιών οι οποίες είθισται να συνδυάζονται.

Προέρχεται από την προσκόλληση των αντρών στον πεοθηλασμό κατά τη διάρκεια των προκαταρκτικών της σεξουαλικής πράξης. Κατά συνέπεια, χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες, αν και πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις.

  1. - Πάμε για καφεδάκι στο Έντεχνο;
    - Τι λες ρε; Εκεί είναι γεμάτο τσιγαρορουφιάνους.
    - Ε και; Ευκαιρία να το κόψεις επιτέλους.
    - Άσε μας ρε. Καφές χωρίς τσιγάρο, γαμήσι χωρίς πίπα.

  2. - Μωρό μου, έφτιαξα με τα χεράκια μου ωραιότατο κέικ διαίτης χωρίς ζάχαρη! Για σένα που κάνεις διατροφή! Είδες πόσο σ' αγαπάω;
    - Κέικ χωρίς ζάχαρη;; Γαμήσι χωρίς πίπα βρε μωρό μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστη έκφραση που σημαίνει «ακυρώνω», «απογοητεύω κάποιον».

Συνήθως συντάσσεται με κάποια αντωνυμία η οποία δηλώνει τον παθόντα, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και χωρίς αυτήν, για ακόμα καλύτερο slang-effect.

- Τι έπαθες ρε μαλάκα και είσαι έτσι;
- Τι να πάθω ρε... Μου είχε πει ο ξεφτίλας ο Κώστας ότι θα με βοηθήσει στη μετακόμιση, και με πούλησε. Έτσι, τα κουβάλησα όλα μόνος μου και μ' έπιασε η μέση μου.
- Παγωτό...

- Πάρε κι εσύ αμάξι ρε, μην πάμε μόνο με το δικό μου. Θέλω να είμαι ανεξάρτητος.
- Άσε ρε, πού θα βρίσκουμε τώρα πάρκινγκ έξω από το Ροκ. Πάμε μόνο με ένα, να είμαστε κύριοι.
- Καλά, αλλά να ξέρετε ότι αν φορτώσω θα πουλήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της λέξης «υδατάνθρακες.»

Οι υδατάνθρακες είναι το ένα εκ των τριών μακροδιατροφικών στοιχείων, και περιέχονται στο ψωμί, στις πατάτες, στο ρύζι και στα ζυμαρικά (άμυλο), καθώς και στα γλυκά, στα φρούτα και στο μέλι (ζάχαρη).

Είναι γνωστοί στους κύκλους του bodybuilding εδώ και δεκαετίες, αλλά τελευταία έχουν αρχίσει να ακούγονται και στην καθημερινότητα, γιατί παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του σωματικού βάρους.

To λήμμα δημιουργήθηκε εντελώς τυχαία (βλ. παράδειγμα), αλλά αν αναλογιστούμε ότι στα αγγλικά οι υδατάνθρακες λέγονται carbs (από το carbohydrates), θα διαπιστώσουμε ότι τελικά είναι πολύ εύστοχο.

  1. notheitis: Ρε, πλησιάζει καλοκαίρι, έχεις καμιά καλή ιδέα για να γίνω φέτες;
    agou: Ναι, είναι πολύ απλό ρε φίλε, απλά κόψε τους υδατάνθρακες.
    notheitis (με ύφος zoolander): Τι; Άνθρακες;

  2. (σερβιτόρος στο Μπονάνο έρχεται να πάρει παραγγελία)
    - Λοιπόν, τι θα θέλατε;
    - Τρία ριζότα, μια καρμπονάρα, και ένα λιγκουίνι.

(μετά το τσιμπούσι)
- Ρε μαλάκες, αφού κάνουμε διατροφή, τι το θέλαμε να έρθουμε στο ανθρακωρυχείο...

(από notheitis, 04/08/10)(από notheitis, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των γυμναστηρίων και του bodybuilding. Δηλώνει τον πολύ γραμμωμένο άντρα (ή και γυναίκα), με λεπτομέρεια μυών που θυμίζει χάρτη (γεωγραφικό προφανώς, βλ. όμως και παρακάτω). Χρησιμοποιείται κυρίως για την πλάτη, και λιγότερο για τα χέρια, τον κορμό και τα πόδια.

Υπάρχει η εκδοχή το λήμμα να προέρχεται από τον ανατομικό χάρτη, εννοώντας ότι οι μυς διακρίνονται τόσο καθαρά σαν σε ιατρικό σύγγραμμα.

  1. - Πώς πάει η φάση κοψίματος ρε Σάκη;
    - Πολύ καλά ρε μάγκα. Έχω περιορίσει τους άνθρακες, κάνω αεροβική δύο φορές τη μέρα, και το λίπος μου έιναι στο 3% χωρίς να έχω χάσει πολύ όγκο. Πρέπει να δεις την πλάτη μου, χάρτης κανονικός.

  2. - Τι έγινε χτες ρε; Έβαλες;
    - Ρε φίλε, όλα πήγαιναν καλά μέχρι που η γκόμενα έβγαλε τα ρούχα της. ΟΚ, είχα καταλάβει ότι είναι γυμνασμένη, αλλά δεν περίμενα τέτοιο πράμα. Ήταν τελείως στεγνή, χάρτης λέμε. Πιασίματα μηδέν, ούτε βυζάκι ούτε κωλαράκι. Ξενέρωσα.
    - Πωωω, τι λες τώρα ρε. Καλά είμαι εγώ λοιπόν με τη χοντρή μου...

(από agou, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Slang από τον πολυπαθή χώρο της πληροφορικής. Δηλώνει το μηχάνημα που έχουμε διαθέσιμο, αναφορικά με τα σπεκς και τις τεχνικές δυνατότητές του.

Αποτελεί μια μάγκικη (αλλά και ταυτόχρονα ακριβέστατη) μετάφραση του όρου hardware.

Στον επαγγελματικό τομέα χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις με υψηλά ιστάμενους από τους οποίους ζητάμε έγκριση χρηματοδότησης για νέα μηχανήματα. Στην καθημερινότητα, θα ακουστεί κυρίως για games.

- Και που λέτε κύριε Γενικέ, τα χρήματα αυτά είναι απαραίτητα για να φτιάξουμε μια εφαρμογή που να χαίρεται να χρησιμοποιεί ο χρήστης, με το τάδε functionality, το δείνα feature κτλ.
- Άκουσε κύριε Σκορδοπούτσογλου, εμένα δεν με ενδιαφέρουν αυτές οι μαλακίες που μου αραδιάζεις. Πες μου σταράτα ακριβώς τι θες, σίδερο-λειτουργικό-βάση, κι εγώ θα σου πω αν πληρώνουμε ή όχι.

- Γεια σας, θα ήθελα να μου αντιγράψετε το νέο Crysis.
- OK φιλαράκο, εγώ δεν έχω πρόβλημα, σου το καίω στο λεπτό. Αλλά για πες μου. Τι σίδερο έχεις;
- Εεε, ένα Pentium MMX...
- Καλά, άσ' το. Πάρε το Monkey Island καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε πρωτεΐνη (βλ. εδώ), έτσι αποκαλείται το σπέρμα.

Χρησιμοποιείται προφάνουσλυ σε περιπτώσεις που η διακριτικότητα είναι επιθυμητή, ή απλά αν θέλουμε να κάνουμε επίδειξη των σλανγκικών μας ικανοτήτων.

Συνώνυμο: γαλατάκι.

  1. - Χτες βγήκα με το μωρό που παίζω τον τελευταίο καιρό. Καλά πήγε.
    - Έβαλες;
    - Όχι ακόμα, αλλά δεν αργεί. Προς το παρόν, μείναμε στο παπί.
    - Κάτι είναι κι αυτό. Τουλάχιστον κατάπιε την πρωτεΐνη;

  2. «Ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος είμαι από το cumshot. Την κλασική Ελληνίδα θα την πιάνανε τα κόμπλεξ της, και θα έλεγε στον λεβέντη να τη χύσει στα βυζιά ή στην κοιλίτσα. Αλλά το Τζουλάκι πήρε την πρωτεΐνη στο στόμα, έτσι για να μην πάθει σκορβούτο!» (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως ακριβώς εξηγεί και ο ορισμός με τους γάντζους, το λήμμα αυτό χρησιμοποιείται επίσης για άτομα (κυρίως γυναίκες, αλλά και άντρες) που είναι πολύ φορτικά. Στενός κορσές, ένα πράμα. Η ζήλια είναι το μεσαίο τους όνομα.

Ο όρος είναι βγαλμένος από τη ζωή. Φανταστείτε ένα φρέσκο ζευγάρι, που πηγαίνουν μαζί σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Η κοπέλα ζηλεύει διαρκώς, και είναι τυλιγμένη σαν χταπόδι γύρω από τον καλό της, κι έτσι δεν τον αφήνει στην κυριολεξία να πάρει ανάσα.

Το λήμμα μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί και χωρίς να υπάρχει φυσική επαφή, όταν κάποιος παίρνει συνέχεια τηλέφωνα, τη στήνει κάτω από το σπίτι μας, έρχεται απρόσκλητος εκεί που είμαστε κτλ.

- Πώς περάσατε χτες ρε; Έμαθα βγήκατε αντροπαρέα μετά από καιρό.
- Ναι ρε φίλε, και ήταν καλά στην αρχή. Αλλά μετά από λίγο, ο μαλάκας ο Θοδωρής έκανε το λάθος να πει στη Μαρία ότι είμαστε στο Ακάνθους.
- Και;
- Ε τι και; Δεν πέρασε μισή ώρα, και το χταπόδι εμφανίστηκε στο μαγαζί. Μετά τυλίχτηκε γύρω από τον Θοδωρή, και τον χάσαμε. Και ο μαλάκας ετοιμαζόταν να κάνει καλό κονέ.
- Ξενέρωμα. Έχουν και τα χταπόδια έκτη αίσθηση τελικά.

Ο Σταυρίδης σε ρόλο χαποδιού στα κίτρινα γάντια (από GATZMAN, 07/07/10)(από Khan, 04/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified