Από την ιταλική λέξη «coglioni» που σημαίνει τα ανδρικά γεννητικά όργανα (ίδιας ρίζας με τη γνωστή ισπανική λέξη «cojones»). Χρησιμοποιείται σε όποια περίπτωση μπορείτε να φανταστείτε, αλλά κυρίως για να δηλώσει αγανάκτηση.

- Ρε μαλάκα Τάκη, όλο κλεισμένος σπίτι είσαι. Θα έρθεις σήμερα;
- Δεν μπορώ ρε, βγήκε το καινούριο expansion του Warcraft.
- Κογιόνι πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για πολυσύνθετο όρο και προέρχεται από τη δημοφιλή αθλητική διοργάνωση Champions League, της οποίας τα παιχνίδια ξεκινούν ως γνωστόν με το κυμάτισμα ενός μεγάλου πανιού. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει γυναίκες υψηλής αξίας, δηλαδή κατηγορίας Champions League.

- Ρε μαλάκα, έχει θέμα το μαγαζί αυτό που πάμε;
- Ναι ρε.
- Καλό θέμα όμως;
- Ναι ρε σου λέω.
- Πανί;
- Ναι ρε, εμπιστέψου με.
- Δεν πιστεύω να είναι τίποτα ουέφα.
- Όχι ρε καραγκιόζη, πανί σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακυρώνω, συνήθως λόγω βαρεμάρας.

Ρε μαλάκα, δεν έχω όρεξη για Boutique τελικά. Το χιονίζουμε;

Βλ. και χι, χιώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το όνομα του γνωστού τηλεπαρουσιαστή και από το ρήμα ψήνομαι. Δηλώνει αυτόν που είναι σύμφωνος σε κάποια πρόταση.

- Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψηνάκης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το διάσημο μουσικό έργο του Τσαϊκόφσκι, Nutcracker (Καρυοθραύστης). Υποδηλώνει μια γυναίκα που γίνεται συχνά κουραστική για τους άνδρες (βλ. και λήμμα Καρύδες).

- Ρε φίλε, αυτή η γκόμενα μου 'χει πρήξει τον πούτσο. Πολύ νατκράκερ ρε αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που τρέχει διαρκώς πίσω από μια γυναίκα, είτε κάποια που πολιορκεί, είτε τη δικιά του. Προέρχεται από τη γνωστή φράση του λαού μας «τον έχει βάλει στο βρακί της».

Ρε μαλάκα Θάνο, ξεκόλλα από το κινητό επιτέλους! Βρακά, ε βρακά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.

  1. - Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)

  2. - Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αναπάντεχη αλλαγή σχεδίων, συνήθως λόγω ανωτέρας βίας.

- Ρε, κουβά το σινεμά, θα βγω με τη Δήμητρα τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ενδιαφέρον άτομο, συνήθως του αντίθετου φύλου.

  2. Όπως παραπάνω, αλλά αναφορά σε συγκεκριμένο άτομο.

  1. - Πάμε να φύγουμε ρε, δεν έχει θέμα το κωλομάγαζο.

  2. - Την κάνω ρε.
    - Πού πας ρε μαλάκα; Το θέμα σου το 'βαλες;

υπάρχει και κρασί (από notheitis, 25/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, κάνω έρωτα.

— Τι έλεγε Παρίσι ρε;
— Πολύ ωραία ρε φίλε.
— Έβαλες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified