Δηλώνει δυσαρέσκεια.
Συνώνυμο της λέξης «όρχεις».
Δηλώνει δυσαρέσκεια.
Συνώνυμο της λέξης «όρχεις».
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτική χρήση του γνωστού ρήματος, με σκοπό να δηλώσει την πεποίθηση του λέγοντος ότι ο συνομιλητής του υπερβάλλει ή ψεύδεται.
- Πώς πέρασες χτες ρε;
- Άσε μαλάκα, έκανα κονέ με τρία καταπληκτικά γκομενάκια.
- Ηρέμησε...
Got a better definition? Add it!