1. Δηλώνει δυσαρέσκεια.

  2. Συνώνυμο της λέξης «όρχεις».

  1. - Δυστυχώς είμαστε πλήρεις. Δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε.
    - Καρύδες...

  2. - Πώς πάει με τη Μαρία ρε;
    - Άσε ρε μαλάκα, σπάει καρύδες η γκόμενα.

(από notheitis, 06/06/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική χρήση του γνωστού ρήματος, με σκοπό να δηλώσει την πεποίθηση του λέγοντος ότι ο συνομιλητής του υπερβάλλει ή ψεύδεται.

- Πώς πέρασες χτες ρε;
- Άσε μαλάκα, έκανα κονέ με τρία καταπληκτικά γκομενάκια.
- Ηρέμησε...

Got a better definition? Add it!

Published