Έτσι λένε κάποιοι μπουρδελιάρηδες τις πουτάνες, και καλά για να μην τους καταλάβουν οι άλλοι. Βέβαια η λέξη χρησιμοποιείται κυριολεκτικά αλλά ο τρόπος είναι λίγο slang.

- Έχω κάβλες σήμερα, πάμε μετά μια βόλτα και από τα κορίτσια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαββατοκύριακο, για συντομία. Συνήθως χρησιμοποιείται στο γραπτό λόγο αλλά και στον προφορικό χιουμοριστικά. Πολλές φορές γράφεται και με μικρά γράμματα και τόνο, δηλαδή «σακύ».

- Τι θα κάνεις το ΣΑΚΥ;
- Λέω να πεταχτώ μέχρι το χωριό. Αν δεν πάω θα σε πάρω ένα τηλεφωνάκι μήπως τα πούμε από κοντά.

ΣΑ-ΚΥΥΥΥΥΥΥ (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Κοροϊδευτικά το ΠΑΣΟΚ. Πολύ πιθανό να βγήκε λόγω της υπόθεσης της δολοφονίας του Καλτεζά το '85 (επί ΠΑΣΟΚ).

Είτε ΝΔ είτε μΠΑτΣΟΚ βγει, τα ίδια σκατά θα είναι!!

Λογοπαίγνιο με το μπάτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά ο ΣΥΡΙΖΑ, για κάποιον που θεωρεί την ιδεολογία του κουκουρούκου.

Σκατά στους προδότες του ΣφΥΡΙΖΑ! Εθνικισμός ΡΕΕΕΕΕΕ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν σταματάμε κάτι τελείως απότομα, π.χ. το τσιγάρο.

- Αν θες να κόψεις το τσιγάρο, η συμβουλή μου είναι να το κόψεις μαχαίρι! Μόνο έτσι θα έχεις βέβαιο αποτέλεσμα.

(από Vrastaman, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου συμβαίνει κάτι δυσάρεστο και ζόρικο. Βλέπε και τρώω πακέτο.

Ο ξάδερφός μου κατάφερε και μπήκε στο Δημόσιο, εγώ όμως δυστυχώς ακόμα τρώω πούτσα στην κωλοεταιρία που έχω μπλέξει.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που έχει άδεια (έξοδο).

- Δεν την παλεύω άλλο ρε Νώντα!
- Υπομονή φίλε μου, σε μερικές μέρες θα είμαστε κι εμείς εξοδούχοι!

Εξοδούχοι στις 18.00, που θα φύγουν με τιμητική 3ημερη, λόγω παρέλασης (από krepsinis, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετάω σε κάποιον γιαούρτι, συνήθως στη μάπα του. Συνήθως το θύμα είναι κάποιο γνωστό πρόσωπο (π.χ. πολιτικός) που δε χωνεύει κάποιος.

Ο Ψωμιάδης γιαουρτώθηκε και μετά τραγούδησε Καζαντζίδη για να βγάλει τον πόνο του.
– Το πρώτο τραγούδι ήταν «θα κλάψω πικρά μα θα ξεχάσω με τον καιρό, καινούργια ζωή θα χαράξω να μην πονώ».
Το επόμενο ήταν «πέφτουν τ’ άστρα μες στη λασπουριά».
– Ήταν τόσο το πάθος και η συναισθηματική φόρτιση του Πανίκα, που δεν αντιλήφθηκε τις σπόντες των εσωκομματικών του αντιπάλων που αμφισβήτησαν τα ιερά και τα όσια του με το άσμα «έχεις κορμί αράπικο και μαύρα μάτια πλάνα, η μάνα που σε γέννησε θα ήτανε τσιγγάνα».

πηγή: www.epohi.gr

Κι αυτοί είχαν γιαουρτώσει κάποιον... (από krepsinis, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.

- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!

"Και σ\' έπιασα στα πράσα μια πρωία με κάποιον μικρομέγαλο λαπά!". (από Hank, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε γι' αυτόν που κάνει πολύ εύκολα μαθηματικούς υπολογισμούς και γενικά τα πάει καλά με τους αριθμούς.

Η έκφραση είναι κάπως παλιά, οπότε τη χρησιμοποιούν κυρίως οι πιο μεγάλοι σε ηλικία.

- Ο γιος μου ο Χρήστος έχει μυαλό κομπιούτερ! Στα μαθηματικά είναι ο πρώτος στην τάξη, τις ασκήσεις τις λύνει για πλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified