Φράση που χρησιμοποιείται χάριν υπερβολής για να τονίσει το τεράστιο μέγεθος του περιγραφομένου αντικειμένου-έννοιας-χαρακτηρισμού.

(όπου Μασαχουσέτη, aka Massachusetts, aka Μασατσιούσετς, aka Μασαπούτσες, πολιτεία των ΗΠΑ).

- Ρε Καραχάλιος, εσύ που είσαι και γραφιάς, για πε: ο Ρερέτσικας από την Θήβα (την εξωτική), μήπως είναι λίγο βύσμα;

- Λίγο;;; Από δω μέχρι τη Μασσαχουσσέτη... Αύριο φεύγει πάλι με άγραφη το μουνόσκυλο και ο παλιός τ' αρχίδια του...

- Δε σε χάλασε γέροντα! Θα πήξει η μούνα σου το Σου/κού!

- Σκοποί! Τιιιιιι... κάνουμε εδώ;

- Αλτ τις ει!

(κ.ο.κ.)

σ.ς.: η ανωτέρω ιστορία απαντάται πολλάκις και με διάφορες παραλλαγές στον Ε.Σ. και συνήθως καταλήγει με αναφερόμενους από τον εφοδεύοντα, φυλακές απ' τον δίκα, και τον εκάστοτε Ρερέτσικα να ξύνει τ' αρχίδια του σπιτάκι του,

Ηadise deli oğlan (από BuBis, 30/06/09)τρελό αγόρι... (από BuBis, 30/06/09)τρελός σκέτο... (από BuBis, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την προσαρμογή του γνωστού ρητού «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια» στα μέτρα και τα σταθμά του Ε.Σ. Ο «μικρός» του ρητού αντικαθίσταται εδώ από τον «λελέ» (=παλιός) του στρατού, ενώ η λέξη «τρελελέ» διατηρεί εδώ την έννοια του τρελού.

Η φράση υποδηλώνει ότι μόνο από κάποιον που είναι παλιός ή τρελός (αν ήταν τρελός προτού μπει στο στρατό ή έγινε αφ' ότου μπήκε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία), μπορείς να μάθεις τι πραγματικά συμβαίνει στον Ε.Σ.

Το ρητό αυτό, όμως, επιβεβαιώνεται ως επί το πλείστον κατά το ήμισυ: ο τρελός μπορεί να σου πει την αλήθεια, ο παλιός θα σου πει πάντα την δική του αλήθεια.

- Μήτσο, τι λέει ρε μαλάκα; Μεθαύριο παρουσιάζεσαι;
- Άσε με ρε και έχω κλάσει πάνω μου... μίλαγα χθες στο τηλέφωνο με τον Κωστή που μπήκε με την προηγούμενη σειρά και μου 'λεγε κάτι σκηνικά...
- Ώπα! Μαγκεψάμεν ο Κωστάκης και δίνει συμβουλές; Το νεούδι; Αγόρι μου... Μην φοβάσαι και εγώ είμαι εδώ. Από λελέ και τρελελέ μαθαίνεις την αλήθεια... Εγώ θα στα εξηγήσω όλα... 27 και σήμερα ρε ο δικός σου... Όταν παρουσιάστηκα εγώ αντί για όπλα μας δίναν πέτρες και ρόπαλα...
- Ρόπαλα; Αλήθεια;
- Χμμμ... κάτσε να τα πάρουμε από την αρχή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν αποκαλείς κάποιον «αρχίδι», αλλά με 17 κιλά μαγκιά που λυγίζουν ακόμα και τα φωνήεντα της λέξης (τσισάκια εννοείται ο τύπος στον οποίον απευθύνεται)

Tips: προφέρεται ελαφρώς ένρινα και συνήθως κλείνει μετά από σύντομη παύση την προηγηθείσα ομοβροντία ύβρεων σαν το κερασάκι στην τούρτα.

Αν ήταν υλική ενέργεια, σίγουρα θα ήταν η ροχάλα απαξίωσης του θύτη προς το άγρια ξυλοκοπημένο θύμα το οποίο κείται ημιλιπόθυμο στο έδαφος.

(στο φανάρι)

- Άντε ρε μουνί ξεκίνα!
- Τι 'πες ρε μουνόπανο ξεκωλιάρη μη σου γαμήσω το σπίτι παλιόπουστα που θα με πεις εμένα μουνί;;...(παύση)...αρχέδε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είχα διαβάσει στο Nitro προ 15 ετίας σε άρθρο με σλανγκιές.

Βάμβακας είναι το τελειωμένο πρεζόνι, που έχει φτάσει να σουτάρει τα υπολείμματα της ηρωίνης που βρίσκονται σε βαμβάκια από προηγούμενες χρήσεις του (ή και χρήσεις άλλων, οπότε μιλάμε για πραγματικά τελειωμένη φάση). Σκληρό μεν, αλλά σλάνγκ.

- Πω ρε φίλε, κοίτα τον βάμβακα πώς έχει γύρει! Θα φάει τα μούτρα του!
- Δεν παίζει! Μπορεί να κάνει «καθίσματα» για δύο μέρες συνεχόμενα, αλλά δεν πρόκειται να πέσει - στο τσακ πάντοτε το σώνει!

(σ.σ. μεγάλη αλήθεια, προερχόμενη απ' την παρατήρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανίβλακας, το ζώον, ο για τον πούτσο καβάλα.

Προήλθε, μάλλον, από το ομόηχο «βούρλο».

- Ρε Μήτσο, τι έκανε πάλι χθες ο Νούσης;
- Τι έκανε ρε ο βούρδουλας;
- Κατέβηκε το πρωί απ' το σπίτι του και πήρε μαζί και τα σκουπίδια. Αντί να πετάξει αυτά όμως πέταξε την σάκα του και δίχως να το καταλάβει ήρθε σχολείο με τα σκουπίδια!

(σ.ς.: έχει γίνει!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Μαν πάμε Ταυλάνδη φέτος διακοπούλες τι λες. - Έλα ρε τίγκα στους βυζοψώληδες θα είναι εκεί.

Υποτιμητικά για τραβεστί, ως έχων (-ουσα -ον) καί βυζιά καί πέος.

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση η οποία προφέρεται με μεγάλη έμφαση και συνοδεύεται από την χαρακτηριστική κίνηση των δακτύλων (δείκτη και μέσου) των δύο χεριών ενωμένων να κάνουν «λαγουδάκια» δηλώνοντας τα εισαγωγικά.

Προέρχεται από τις ταινίες του Όστιν Πάουερς, όπου κάθε φορά (κάθε φορά όμως!) που ο Dr Evil αναφερόταν σε όπλο λέιζερ που θα χρησιμοποιούσε, έκανε εμφατικά την παραπάνω κίνηση με τα χέρια.

Χρησιμοποιείται όταν θες να τονίσεις κάτι ή και στο άσχετο!

1)
- Αφού σου είπα ρε παπάρα, δεν την «παστέλιασα» απλά την «σφουγκάρισα»! Τhe «laser» !
- Το ίδιο πράγμα είναι ηλίθιε...

2)
- Πότε γίνεται η Γιουροβίζιον;
- Δεν ξέρω.
- Ούτε εγώ.
- Ούτε εγώ.
- Δε «λέιζερ»!
- Τι λέει αυτός ρε...
- Άστονα μωρέ, του 'χει κολλήσει από προχθές και μας έχει σπάσει τ' αρχίδια...
- Δε «λέιζερ»!
- Αει γαμήσου...

(από Vrastaman, 17/03/09)Alotta Fagina, το "bond girl" του Austin (από Vrastaman, 17/03/09)

Σχετικό: κουότ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή που δίνουμε σε κάποιον μετά από χέσιμο, ώστε να καταλήξουν τα κόπρανά του γρήγορα και ανεμπόδιστα στην χαβούζα και από εκεί στους απέραντους ωκεανούς της γης μας όπου βρεχόμαστε τα καλοκαίρια.


- Έλα ρε τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;

- Έχεζα.

- Καλοτάξιδα να είναι!

Got a better definition? Add it!

Published

Οι ανδρικοί όρχεις (γιατί, υπάρχουν και γυναικείοι;) και ιδίως αυτοί που έχουν ένα σεβαστό μέγεθος που κάνει το σακκούλι να κρέμεται και να ταλαντώνεται όπως οι καμπάνες (όχι τα παντελόνια, της εκκλησίας). Η λέξη είναι κολακευτική για τον κάτοχό τους και συνήθως χρησιμοποιείται από τον ίδιο όταν αναφέρεται στα του εαυτού του.

- Πω ρε φίλε τι έπαθα προχθές!
- Τι ρε; Μίλα που να πάρει ο διάολος! Μίλα επιτέλους!
- Σκάσε ρε να σου πω! Ήμουν σ'ένα ασανσέρ και μπήκα μαζί μ' ένα μανάρι απ' τα λίγα που με έκοβε από πάνω ως κάτω.
- Και;
- Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να κάνω κίνηση, με πιάνει μια φαγούρα στα καμπανέλια... άλλο πράμα!
- Και;
- Ε, τι να κάνω, το πάλεψα αλλά δεν άντεξα: τα έξυσα μπροστά της και επί τη ευκαιρία άλλαξα και θέση στον «Μήτσο» μου!

Γιώργος Καμπανέλης (από GATZMAN, 22/06/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή-μαγκικορεμπέτικη λέξη που σημαίνει λεβέντης (λέγεται με διάθεση αστειότητας).

- Μάνα, ζέστανε κάνα φασολάκι απ' το μεσημέρι να φάμε...
- Ό,τι θέλει ο πουτσαράς μου!
- Ρε μάνα, δεν ψήνεις και κανά κοψίδι να κατέβει καλύτερα η πράσινάδα...
- Ό,τι θέλει ο πουτσαράς μου!
- Δεν πιάνεις και λίγη φέτα απ' τον τενεκέ να την κάνεις σαγανάκι...
- Ό,τι θέλει ο καραμπουζουκλής μου!
- Κοίτα μάνα, αν είναι να με βρίζεις άσ' το, θα πα να φάω στα Goody's...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified