Με αφορμή την επιθυμία του Βικάρ (ΔΠ) για την ανάλυση του όρου αυτού, και αρχής γενομένης από ένα σχόλιο του Πάτση για το τί είναι σλανγκ, αποφάσισα να στήσω ένα λήμμα ανοιχτό προς δημόσιο σχολιασμό.

Καταθέτω λοιπόν το κείμενο του Πάτση, καθώς και τον δικό μου ορισμό. Κατόπιν προτείνω στους χρήστες του σλανγκρ:
α. να γράψει ο καθένας -στο σχόλιο του λήμματος αυτού- την άποψή του περί τι είναι σλανγκ
β. να προταθούν λέξεις ελληνικές για τον όρο αυτό, σλανγκ λέξεις όμως και όχι τίποτα εξεζητημένες και τραβηγμένες από τα μαλλιά λεξιπλασίες.

1. Πάτσης έφη:

Για το εναρκτήριο λάκτισμα έκανα μια κουτσή-στραβή μετάφραση των σημαντικότερων παρατηρήσεων του λήμματος «slang» της wikipedia. Δεν λέω ότι συμφωνώ με όλα, να εξηγούμαστε.

«Η slang είναι η χρήση εξαιρετικά άτυπων / αδόκιμων λέξεων και εκφράσεων που δεν θεωρούνται τυποποιημένες στη διάλεκτο ή τη γλώσσα του ομιλητή.

Λίγοι γλωσσολόγοι έχουν αποτολμήσει να ορίσουν σαφώς τι αποτελεί slang. Προσπαθώντας να συνδράμουν, οι Bethany Κ. Dumas και Jonathan Lighter υποστήριξαν ότι μια έκφραση πρέπει να θεωρηθεί «πραγματική slang» εάν ικανοποιεί τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα κριτήρια:

  • Υποβιβάζει, έστω προσωρινά, «την αξιοπρέπεια της επίσημης ή σοβαρής ομιλίας ή του γραπτού λόγου» με άλλα λόγια, είναι πιθανό να θεωρηθεί σε τέτοια συμφραζόμενα σαν μια «εμφανής κακή χρήση του εκεί οικείου τρόπου φωνητικής έκφρασης / εκφοράς [register]»
  • Η χρήση της υπονοεί ότι ο χρήστης είναι εξοικειωμένος με αυτό στο οποίο αναφέρεται, ή με μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι [με τη σειρά τους] είναι εξοικειωμένοι με αυτό και χρησιμοποιούν τον όρο.
  • «Είναι ένας όρος ταμπού στη συνηθισμένη συνομιλία με ανθρώπους μιας υψηλότερης κοινωνικής θέσης ή μιας μεγαλύτερης ευθύνης.»
  • Αντικαθιστά «ένα καλά γνωστό συμβατικό συνώνυμο». Αυτό γίνεται πρώτιστα για να αποφευχθεί «η έλλειψη άνεσης που προκαλείται από τον συμβατικό όρο ή για παροχή περαιτέρω επεξηγήσεων».

Η slang πρέπει να διακριθεί από την επαγγελματική ιδιόλεκτο (jargon), η οποία είναι το τεχνικό λεξιλόγιο ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Η επαγγελματική ιδιόλεκτος, όπως πολλά παραδείγματα της slang, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποκλείσει τα μη-μέλη της ομάδας από τη συνομιλία, αλλά γενικά λειτουργεί ούτως ώστε να επιτρέπει τους χρήστες της να μιλήσουν με ακρίβεια για τα τεχνικά ζητήματα σε έναν δεδομένο [γνωστικό] πεδίο.»

2. Σειρά μου:

Σλανγκ γλώσσα είναι η προφορική (πρεμούρα, αντί μεγάλη βιασύνη ή σπουδή)
άσεμνη (μουνί, πούτσος, αντί των αιδοίο, πέος)
μη κορέκτ («την κάτσαμε τη βάρκα», αντί του «θα αντιμετωπίσουμε προβλήματα»)
καθημερινή (γαμάω αντί «κάνω σεξ» ή «έχω επαφή»)
υβριστική (πινεζοπούτανο, βρωμόπουστας, καριόλα)
απαγορευμένη & συνθηματική (καλιαρντά, ποδανά)
οικονομική (μπάχαλο αντί «χαώδης και θορυβώδης κατάσταση», μαλακοκαύλης αντί «αυτός που έχει πρόβλημα στύσης»)
ωμή (ξερατό αντί εμετός, κρέας αντί παχύσαρκος ή νωθρός)
χιουμοριστική (ρόφτυμα, αυτοψυχοψάξιμο, βαρβατίλα)
ευρηματική (κωλοδάχτυλο: η μόνη λέξη για να το περιγράψει)

Είναι η γλώσσα της ανατροπής και ωσεκτουτού της βαθύτερης ουσίας (πχ η λέξη γαμώ και όλα τα παράγωγά της μπορεί α. να σημαίνουν το σεξ, β να σημαίνουν μια ευχάριστη κατάσταση -«γαμώ τις φάσεις», γ. κάτι πολύ επώδυνο («με γάμησες!») -άντε βγάλε συ συμπέρασμα τι βλέπει ο έλληνας στο γαμήσι.

Είναι η γλώσσα που ξορκίζει, η γλώσσα του ευφημισμού: αυτό που μας καίει το σλανγκίζουμε και χαριτολογούμε επ' αυτού -όταν δεν το υποβιβάζουμε.

Είναι η γλώσσα που τολμάει το ταμπού, δηλαδή μιλάει για πράγματα που δεν λέγονται, αλλά το μεγάλο της ελάττωμα είναι πως δεν χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στον εαυτό μας. Εκεί έχει το μεγαλύτερο και το πιο απόλυτο ταμπού όλων. Δεν θα πεις για τον εαυτό σου ότι είσαι μαλακοκαύλης ή ξεπλένω... Άσε που αν σε πούνε έτσι, έχουν δεν έχουν δίκιο, θα πέσει μπουνίδι... Αυτά είναι λίγο ύποπτα πράγματα, όπως θα τολμήσω να πω παρακάτω.

Είναι λοιπόν η γλώσσα που λέει «όχι», όχι στη θρησκεία, όχι στο σύστημα, όχι εδώ, όχι εκεί (κάπου το έχω διαβάσει αυτό μα δεν θυμάμαι τώρα), είναι αναρχική, είναι όμως πικρή και απαισιόδοξη, δηκτική και ανελέητη -κι ας χρησιμοποιεί το χιούμορ ως μέσο, δεν συγχωρεί κανέναν και για κανέναν λόγο και, κυρίες μου και κύριοι, όλο αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι μήπως στο μεγαλύτερο ποσοστό της, η σλανγκ είναι κατά βάθος το ακριβώς αντίθετό της, είναι δηλαδή ρατσιστική και οπισθοδρομική, αντιδραστική με την αρχική έννοια της λέξης, μήπως είναι η γλώσσα που αρνείται κάθε διαφορετικότητα και κάθε εξέλιξη... Μήπως ο σλανγκ τύπος είναι ο μίστερ τέλειος που όλα τα κοροϊδεύει; Μήπως είναι η γλώσσα του κομπλεξικού ή του κομπλεξικού περιθωριακού, ή τού όσα δε φτάνει η αλεπού;...

Ή μήπως ο σλανγκ τύπος είναι αυτός που, για να αντέξει την πραγματικότητα με τις σκληρές της εκδηλώσεις, το ρίχνει στην πλάκα ώστε να ξεχάσει το πρόβλημα; (πράγμα που πίσω-πίσω κρύβει και την προηγούμενη άποψη, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς).

Στην ελληνική, οι ξένες λέξεις ή κάποια στοιχεία από τις ξένες γλώσσες σλανγκοποιούνται πάρα πολύ συχνά και αποτελούν βασική πηγή για την σλανγκ: καταλήξεις (), λέξεις από τα ιταλικά (κόμοδο), τα τούρκικα, τα γαλλικά, όλ' αυτά είτε μπήκαν ειρωνικά στη γλώσσα μας (κομιλφό) ή απλώς κατέληξε να χρησιμοποιούνται πια μόνο ως σλανγκ (γκαϊλές).

Σλανγκ δεν είναι οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι καθιερωμένες εκφράσεις, τα σχήματα λόγου -κι ας βγάζουν γέλιο, κι ας έχουμε βάλει όλοι μας δεκάδες τέτοια εδώ μέσα.

Σλανγκ είναι γλώσσα, είναι όμως και χαρακτήρας ανθρώπου, μια κατάσταση, κά.

Στα ελληνικά δεν έχουμε λέξη για την σλανγκ. Λέμε είτε «σλανγκ», ή «αργκό». Ας το δούμε λιγάκι αυτό, μήπως βρούμε κάτι έξυπνο. Αυτή είναι και η επιθυμία του Βικάρ που το πρότεινε στο ΔΠ.

- Καλά ε, είσαι πολύ σλανγκ τύπος!
- Τώρα αυτό για καλό το λες, ή για κακό;

Δες και ceci n'est pas slang.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζή έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του '80. Το «Στ' αρχίδια μας κι εμάς» παρουσιάζεται εδώ σαν να ήταν στίχος με την υπογραφή του ποιητή Κωστή Παλαμά. Παρόλο που δείχνει να κάνει συμπτωματικά ομοιοκαταληξία το όνομά του, μάλλον δεν είναι απολύτως τυχαία η επιλογή «εθνικού» ποιητή για τον... εθνικό αυτόν στίχο.

- Αν το κάνεις αυτό θα σου πούνε ότι είσαι μαλάκας...
- «Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς»...

βλ. και *X/ΜΟΥ, *x/m, στ' αρχίδια μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριτσίστικη μαθητική μαλακιούλα η οποία έχει χαράξει ανεξίτηλα μέσα μας και την χρησιμοποιούμε όλοι κατά κόρον και τώρα ακόμα που είμαστε ώριμοι αθρώποι.

Όταν κατά σύμπτωση πούμε ή σκεφτούμε ή κάνουμε το ίδιο πράγμα με τον συνομιλητή μας και μάλιστα την ίδια χρονική στιγμή (μ' ένα στόμα μια φωνή, που λένε), τότε πρέπει αμέσως να ακουμπήσουμε με το δαχτυλάκι μας κάτι, οτιδήποτε, κόκκινο (κι ας είναι μια κόκκινη κουκίδα όλη κι όλη πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί) -το οποίο προφανώς βρίσκεται δίπλα μας, γύρω μας, πάνω μας- και να κάνουμε μια ευχή από μέσα μας. Είναι δεδομένο λοιπόν ότι η ευχή θα πιάσει.

Κάτι αντίστοιχο με το «ένα δύο τρία φλοκ» (ή φλικ) -άμα πούμε συγχρόνως και οι δύο φλοκ (ή φλικ) κάνουμε πάλι μια ευχή. Επίσης υπάρχει και το «μολύβι κοτρώνα χαρτί» και χίλες δυο τέτοιες αηδιούλες.

Βλ. το σχόλιο της βρωμογλωσσούζ (το λέω με συμπάθεια, μην τα πάρεις, ε!) στο λήμμα κομψί κομψά αρ.2

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με το θράσος που επιτρέπει η σημερινή καταχώριση, ρισκάρω ένα νεογνό αυτοσχέδιο λήμμα. Προέκυψε από ένα σύμπτωμα το οποίο συζητείται εδώ και μέρες, στα σχόλια εδώ. Στην κρίση και στην χρήση σας, ωσεκτουτού.

Γαμησομασχάλης λοιπόν, είναι ο φετιχιστής γαμιάς ο οποίος τη βρίσκει με τις μασχάλες της/του παρτενέρ του –αυτά είναι!. Είτε για προκαταρκτικά ή για την τελική φάση, η αμασχάλη του ετέρου ημίσεος είναι το πεδίο δράσης του φετιχιστού.

Μα τον γούγλη! –που με έβγαλε ασπροπρόσωπη, θεματικά τουλάχιστον:

[I]α. Σεξ στη Μασχάλη: Πρόκειται για κείνους που αρέσκονται να κάνουν σεξ στη μασχάλη. Αλλιώς την ονομάζουν και «Τσεπάκι του Παραδείσου».

β. Εχετε σεξουαλικα φετιχ και αν ναι τι;
Εγω εχω με τις πατουσες !!
Ο κολλητος μου με τις μασχαλες!!![/I]


Το κόπυράιτ μεν δικό μου, αλλά η έμπνευσις από τον αναγραμματισμό του Γκάτσειου λήμματος που περιμένει την τύχη του στο ΔΠ.

Βρε τον Γιαννάκη τον γαμησομασχάλη... Από το πολύ τρίψιμο, του συγκάηκε ο πέοντας του μαλάκα... φαίνεται η γκόμενα είχε ξηγηθεί ξυράφι κι όχι χαλάουα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας ή γυναίκα με πρόσωπο όχι απαραιτήτως άσχημο, αλλά που μοιάζει με καρτούν, έχει δηλαδή κάτι το αστείο, ή που θυμίζει ζωάκι, ή που, απλά, είναι συνηθισμένο μέχρι αηδίας. Κυρίως όμως λέγεται για ασχημόπαπα.

- Τι λέει η καινούργια γειτόνισσα;
- Γαμώ τα παιδιά.
- Ωραίο μουνί;
- Συμπαθητική.
- Με άλλα λόγια: μπάζο.
- Όχι μωρέ, απλώς είναι λίγο φάτσα καρτούν.
- Μανάρα;
- Στρουμφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψευδο-αυθεντία. Το να παρουσιάζεται κάποιος ως αυθεντία στο είδος του με σκοπό να προσελκύει θαυμαστές, οπαδούς και «μαθητές», χωρίς βεβαίως να το αξίζει, ίσα-ίσα το αντίθετο.

Πρακτική την οποία χιλιάδες άσημοι ή διάσημοι τσαρλατάνοι έχουν εφαρμόσει με εξαιρετική επιτυχία από τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού. Πρακτική η οποία δεν πρόκειται ποτέ των ποτών να εκλείψει, όσο ο άνθρωπος είναι εξαρτημένος από την έννοια του (όποιου) Πατέρα, δηλαδή κάποιου ανώτερου, από τον οποίον εξαρτάται η μοίρα του και η σωτηρία του σώματος, την τσέπης του ή της ψυχής του. Και στην εξάρτηση αυτή, η γνώση και η παιδεία δεν βοηθάνε παρά ελάχιστα, δυστυχώς.

Για να πουλήσεις γκουριλίκι, πρέπει να κάνεις τα εξής:

α. Να μην το πουλήσεις. Δηλαδή να μη φαίνεται ότι έχεις κάποιο κέρδος απ' όλη αυτή την ιστορία (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, προσωπικό –τόνωση του Εγώ– κλπ). Ίσα-ίσα, να δίνεις την εντύπωση ότι το κάνεις Μόνο για το καλό του άλλου, επειδή τον νοιάζεσαι και είσαι δω γι' αυτόν.

β. Να βρεις τι ακριβώς «ζητάει ο κόσμος». Να εξετάσεις πολύ καλά τον περίγυρό σου και να ξεκινήσεις απ' αυτόν. Σιγά-σιγά, αφού έχεις κάνει ένα άλφα όνομα, ανοίγεις τον κύκλο σου.

γ. Να παρουσιαστείς ως προφήτης της όποιας αλλά μοναδικής αλήθειας στον τομέα που «εκπροσωπείς» (θρησκεία, οικονομία, πολιτική, ιατρική, άστρα, στη δουλειά σου, στην τέχνη σου, σε οτιδήποτε). Εδώ θέλει κάποια προσοχή: πρέπει ο-πωσ-δήποτε να ακουμπά η ψευδο-θεωρία σου όχι μόνο στις εκάστοτε ανάγκες του κόσμου, αλλά και σε κάτι που είναι, αντικειμενικά, σωστό, ορθό, σοφό, βαθύ, δουλεμένο από την ανθρώπινη σκέψη, γνωστό σε όλους, κλπ. Αλλιώς δεν θα πιάσει το ποτ-πουρί που ετοιμάζεις. Επίσης, το ψήγμα πραγματικής αλήθειας που περιλαμβάνει η μπούρδα σου, πρέπει, παρότι γνωστό σε όλους, να είναι και δυσερεύνητο. Πρέπει να είσαι πέρα για πέρα σίγουρος και να επαφίεσαι στην τεμπελιά ή στη δυσχέρεια του άλλου να κάτσει να ψάξει σε βάθος την σχέση που έχουν οι κοτσάνες σου με τις 1-2 ξαναμασημένες σοφές κουβέντες που αμολάς.

δ. Να εστιάσεις την απόδειξη της «αλήθειας» αυτής σε ένα φαινόμενο σπάνιο, αξιοπρόσεχτο, εξαιρετικό, ασύγκριτο, το οποίο σε χαρακτηρίζει. Αυτό μπορεί να είναι είτε φτιαχτό (σικέ) ή πραγματικό: κάποιο θαύμα, κάποιο στυλ, κάποιο σωματικό ελάττωμα ίσως, κάτι μικρό αλλά ξεχωριστό. Αυτομάτως τότε, όλοι θα συνδυάσουν μέσα στο ηλίθιο (= εξαρτημένο) μυαλό τους την εικόνα του στοιχείου αυτού με τα λόγια «αληθείας» που εκφέρεις –και σιγά-σιγά θα πάψουν να επιτρέπουν στη λογική να παρεμβαίνει.

ε. αμέσως μετά, πρέπει να εκμηδενίσεις με το γάντι (= με πατρικό, πλην αλλ' όμως εξαιρετικά απαξιωτικό ύφος) τις όποιες πραγματικές –άρα επικίνδυνες για να αποκαλυφθείς– γνώσεις αυτών που προστρέχουν σε σένα. Μπορεί να είναι ικανότεροι από σένα, είναι το πιο πιθανό. Όμως, για χ λόγους, έχουν την ανάγκη σου. Άρα τους έχεις στο χέρι. Είναι εύκολο λοιπόν να τους αναιρέσεις στα ίδια τους τα μάτια. Όλοι είμαστε λίγο ή πολύ του ενοχικού, άρα με το που θα μας κομπλάρει κάποιος λέγοντάς μας ότι οι απόψεις μας είναι αποτέλεσμα προσωπικής αδυναμίας και ανασφάλειας και όχι αληθινές γνώσεις, τσιμπάμε και υποτασσόμαστε σε αυτόν που «ξέρει».

στ. Τέλος, να επεκτείνεις την επιρροή σου και προς τους εχθρούς σου, έχοντας ανακαλύψει πρώτα το ευαίσθητο σημείο τους και κάνοντας πάλι τα ίδια.

Γκουριλίκι έχουν πουλήσει πολιτικοί, στοχαστές, καθηγητές, θρησκευτικοί εκπρόσωποι, αλλά και καθημερινοί άνθρωποι που φουσκώνουν το προφίλ τους στα μάτια του άλλου όσο δεν πάει. Το γκουριλίκι είναι αποτέλεσμα προσωπικού κόμπλεξ και απωθημένου προς τους άλλους, σε συνδυασμό με την ικανότητα που έχεις (αλλιώς δεν παίζει) να «διαβάζεις» τον άλλον σαν ανοιχτό βιβλίο και την γερή σου μνήμη (= συσσώρευση πληροφοριών).

Στις αρχές του γκουριλικίου έχει βασιστεί η προπαγάνδα (πολιτική, θρησκευτική), η λαοπλάνη, η διαφήμιση, οι λυκοφιλίες, διανοητικά, καλλιτεχνικά, στοχαστικά ρεύματα και τάσεις, τέσπα ένα τεράστιο μέρος του ανθρώπινου πολιτικού και πολιτιστικού οικοδομήματος. Ανάλογα με τις επιταγές των εποχών, το γκουριλίκι προσαρμόζεται. Στις μέρες μας, για παράδειγμα, κατά τις οποίες ο ορθολογισμός έχει κλονιστεί γιατί έχει κατηγορηθεί για πολλά εγκλήματα και όλοι σπεύδουμε να πειστούμε από αυτή την μισή αλήθεια, το γκουριλίκι εξυπηρετεί τους Σωτήρες της κοινωνίας και της ψυχής, για άλλη μια φορά. Έτσι λοιπόν ανθούν οι ακροδεξιές και τα μεταφυσικά, το «παραδοσιακό» και το «εσωτερικό», και πάει λέγοντας, ενώ οι άλλες αξίες (αριστερά, διανόηση, οικολογία, ψυχολογία, τέχνη, επιστήμη, η ουσία της παράδοσης, ο πατριωτισμός –και όχι ο εθνικισμός) προσφεύγουν επίσης σε γκουριλίκι, γιατί από μόνα τους δεν έπεισαν και πολύ...

Και αυτό είναι το κακό: το γκουριλίκι αντιμετωπίζεται με γκουριλίκι, πρώτον γιατί και οι ρομαντικοί ξυπνήσανε και γίνανε πονηροί, δεύτερον γιατί το να πατάξεις κάτι την σήμερον είναι ταμπού και σε ταυτίζει μια κι έξω με την Ιερά Εξέταση στην καλύτερη των περιπτώσεων, τρίτον και σημαντικότερο γιατί όλ' αυτά τα σοφά ξέρουν να τα λένε πρώτοι οι ανίκανοι που πουλάνε ακριβώς αυτό το γκουριλίκι, άρα ποιον ν' ακούσεις. Πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το λοιπόν...

Τέλος, γκουριλίκι είναι και το να αγοράζεις γκουριλίκι. Το να πιστεύεις σε αυτούς τους τσαρλατάνους, δηλαδή.

Στην ιστορία του δυτικού κόσμου, η πρώτη μεγάλη εποχή γκουριλικίου έσκασε την εποχή των σοφιστών. Μετά ήρθε ο χριστιανισμός. Και μετά οι ιδεολογίες κάθε είδους. Σήμερα έχουμε λίγο απ' όλ' αυτά + ψυχανάλυση + εναλλακτικά + οριενταλισμό + οικολογία + επιστήμη + υπερμεταφυσικά. Εννοείται ότι τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα είναι αξίες που πατάνε σε γερές βάσεις, άσχετα αν μας βρίσκουν σύμφωνους ή όχι. Η πρακτική τους εφαρμογή όμως όταν πέφτουν σε χέρια τσαρλατάνων είναι αυτό που λέω γκουριλίκι. Και τσαρλατάνοι είναι όλοι όσοι τα έπιασαν στο στόμα τους μετά από τον πρώτο που μίλησε γι' αυτά.

  1. - Μαλάκα, τον χάνουμε τον Στέλιο...
    - Τι παίχτηκε;!
    - Έχει μπλέξει με κάτι μουσικούς που ψάχνουν άλλους τρόπους εκτέλεσης των οργάνων, αντισυμβατικούς και πρωτοποριακούς, και μ' αυτό, λέει, συμβολίζουν και επιδιώκουν την παγκόσμια συμφιλίωση και τον αφοπλισμό και άλλες τέτοιες πούτσες... Και μαζεύονται όλοι μια φορά τη βδομάδα σε κάτι γιάφκες και παίζουν με κατάνυξη, και ένα πουσουκού το μήνα πάνε στα βουνά να παίξουν μέσα στη φύση, γάμησέ τα σου λέω...
    - Και ποιος πούστης τους πουλάει αυτά τα γκουριλίκια;
    - Ένας τσελίστας από τη Νορβηγία.
    - Ποιος, αυτός που παίζει φορώντας μανδύες;

  2. - Μαλάκα, ο Τάκης είναι θεός, δεν το συζητάω! Ξέρει τόσα πράγματα ο πούστης! Για όποιο πράμα και να του μιλήσεις έχει να σου αραδιάσει τσουβάλια ατάκες και γνώσεις και βιβλία, δεν παλεύεται το άτομο, πόσα ξέρει! Πότε πρόλαβε και τα έμαθε όλ' αυτά!
    - Ξεκόλλα ρε, φτύσ' τ' αγκίστρι!
    - Δηλαδή;
    - Ε έχει ακούσει κάνα δυο πράγματα για 5 ονόματα και σου τα αραδιάζει για να σε ψαρώσει.
    - Και πού το ξέρεις εσύ;...
    - Ε κάτι παραπάνω ξέρω από δαύτον, μη βλέπεις όμως που δεν μιλάω και δεν πουλάω γκουριλίκια εγώ...
    - Ρε μαλάκα, τρία διδακτορικά έχει το άτομο, με δουλεύεις;
    - Σιγά μην είχε τέσσερα σαν τη Μάρα Μεϊμαρίδη...

mes... (από BuBis, 14/10/09)ελα, πλάκα κάνουμε! (από BuBis, 14/10/09)

Βλέπε και σενσέι, γκοσού, ίμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοπροδίδομαι με μια κίνηση, λέξη, βλέμμα ή πράξη που μου ξέφυγε από τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να καταλάβουν όλοι την ενοχή μου.

  1. - ...και τον κλώτσησα ελαφρά κάτω από το τραπέζι για να μη μιλήσει και πετάχτηκε σα να του μπήκε κατσαρίδα στο μπατζάκι... και όχι μόνο αυτό, αλλά λέει και μπροστά σε όλους: «γιατί με κλωτσάς ρε Νίνα!»... Τι τούβλο!

- Ααααα, χρυσό μου, σου έχω πει ή δεν σου έχω πει χίλιες φορές: μην, λες, ποτέ, κάτι, συνθηματικό, σε άντρα, μπροστά, σε κόσμο! Δεν ξέρουν να κρύβονται και καρφώνονται με τη μία... Ε δεν με ακούς!

  1. Μην καρφώνεσαι ρε μαλάκα, κουλ, κανείς δεν ξέρει ότι έχεις τζι πάνω σου, περπάτα χαλαρά και μην γουρλώνεις τα μάτια...

αυτο κι αν ειναι καρφωμα- το γνησιο το ιμιτασιον του Τζιζα. (από perkins, 03/10/10)

Δες και καρφώνω. Συνώνυμο: είμαι χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την γνωστή τιράντα (ενδυματολογικό), ή από κάτι τ. έλασμα (μηχανολογικό), τιράντα μάλλον σημαίνει και:

- μακροσκελής μονόλογος, κατεβατό, ή όπως θα λέγαμε στην ιντερνετική: οθονιά, σεντόνι.

Κάτι που τραβάει (σε μάκρος δηλαδή), από το γαλλ. tirade, μετοχή του tirer = τραβάω. Η ερμηνεία που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ' όλες είναι μάλλον η παρακάτω, βγαλμένη από την θεατρική ζαργκόν: «μακροσκελής ακολουθία προτάσεων ή στίχων, εκφερόμενη από έναν χαρακτήρα που δεν διακόπτεται από κάποιον συνομιλητή του» (Longue suite de phrases ou de vers débitée par un personnage sans qu'il soit interrompu par un de ses interlocuteurs).

Στα ελληνικά λεξικά που διαθέτω δεν βρήκα αυτή τη σημασία, παρόλ' αυτά η λέξη απαντάται αρκετές φορές στον Άρη Αλεξάνδρου (σε μετάφρασή του, απ' όπου και τα παραδείγματα).

Μερσώ τους Σάραντ και Κχαν που μου επεσήμαναν κάποια λαθάκια στον ορισμό κι έτσι έψαξα καλύτερα...

  1. Ο Ιβάν τελείωσε τη μακριά τιράντα του με μια παράξενη και απροσδόκητη συγκίνηση.

  2. Ο Αλιόσα σταμάτησε γιατί του κόπηκε η ανάσα. Ο Ρακίτιν, παρ' όλο τον θυμό του, κοίταξε απορημένος. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα. (Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμάζοβ», μτφ. Άρη Αλεξάνδρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάμπολλες από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά, κυρίως πια αστειευόμενοι ή χαριτολογώντας, προέρχονται από την βίβλο, τους ψαλμούς του Δαβίδ, τις επιστολές των αποστόλων, τα Ευαγγέλια, την Αποκάλυψη κλπκλπ.

Μερικές σλανγκίζονται άγρια (ή μάλλον η σλανγκ αντλεί την έμπνευσή της από την παραποίησή τους) και εδώ ας με συχωρέσουν οι θεοσεβούμενοι που θα πλακώσουν με μηνύσεις μόλις τσιμπήσουν το λήμμα αυτό: δεν έχω διάθεση να προσβάλω ή να κοροϊδέψω τα θεία και όσους πιστεύουν σε αυτά, απλώς, με ορισμένα λυνξ* που δίνω, θέλω να επισημάνω πώς, κάμποσες από τις πρόστυχες εκφράσεις, δεν θα υπήρχαν (ή, ακόμα χειρότερα για τους θεοσεβείς: δεν θα είχαν καμία επιτυχία και πέραση) αν μέσα στο συλλογικό υποσυνείδητο δεν ήταν καταγεγραμμένες οι εκφράσεις των ιερών κειμένων.

Από κει και πέρα, υπάρχουν πολλές άλλες που δεν είναι απαραιτήτως σλανγκ, αλλά μιας και χώσαμε εδώ την Χάβρα, το Άρον-άρον και άλλα, είπα να καταγράψω όσα μπόρεσα.

Πηγές μου οι Εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου και το σάιτ που αναφέρεται στο παράδειγμα. Εννοείται ότι δεν είναι εξαντλητικό το ανθολόγημά μου. Στο εν λόγω σάιτ θα βρείτε κι άλλα. Και υποθέτω ότι αν κάτσει κανείς να μελετήσει τους Ψαλμούς, θα βρει πολλά περισσότερα. Αλλά προς το παρόν, μέρες πού 'ναι, ιδού αυτά τα ολίγα.

Εννοείται ότι δεν έχω βάλει στον κατάλογο τα χιλιάδες Φως των ματιών μου / της χαράς μου / της ζωής μου, Θησαυρέ μου και λοιπές, ερωτικές στην ουσία, προσφωνήσεις-εκκλήσεις του απεγνωσμένου Αυγουστίνου προς τον θεό του.

*Μπορεί να μην τα θυμήθηκα όλα, παρακαλώ λοιπόν τους συμμοντουλαίους να χώσουν ό,τι θυμηθούν, στω.

Από Αυγουστίνο

  1. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου (Αυγουστίνος, βιβλίο Δ, παρ. 22)
  2. Από μέρα σε μέρα (Σειράχ 5,7)
  3. Εν ριπή οφθαλμού (Προς Κορινθίους Α, 15,52)
  4. Κατά πρόσωπο (Ψαλμοί 49,21)
  5. Κυλισμένος στη λάσπη (Ψαλμοί 68,3)
  6. Προφάσεις εν αμαρτίαις (Ψαλμοί 140,4)
  7. Σηκώσατε κεφάλι (Ψαλμοί 72,9)
  8. Σημεία και τέρατα (Ιω., 4,48)
  9. Φτού Φυλακήν τω στόματί μου (Ψαλμοί 140,3)
  10. Φως των ματιών μου (Ψαλμοί 7,9-11)

Από εδώ

  1. Aνάστα ο Κύριος (Ψαλμοί)
  2. Αγρόν αγόρασε (Λουκ. ιδ΄, 18).
  3. Άκουσον, άκουσον (Π.Δ. 2 Βασιλ., κ΄, 16)
  4. Αλλουνού παπά Βαγγέλιο
  5. Ανακατεμένος ο ερχόμενος (παρωδία από Ματθ., κα΄, 9)
  6. Απ' τον καιρό του Νώε (Π.Δ. Γεν., στ΄,9)
  7. Άπιστος Θωμάς (Ιω., κ΄, 25)
  8. Από Θεού άρχεσθαι
  9. Αποδήμησε εις Κύριον
  10. Απολωλός πρόβατο (Λουκ., ιε΄,6)
  11. Άρον άρον (Ιω., ιθ΄, 15)
  12. Βίος και πολιτεία
  13. Βρώμα κι δυσωδία (από τη νεκρώσιμη ακολουθία Δαμασκηνού)
  14. Γενεές δεκατέσσερις (Ματθ. α΄, 17)
  15. Γίνηκε θέατρο στον κόσμο (Προς Κορινθίους επιστολή Παύλου)
  16. Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις (Ευαγγελικό)
  17. Δεν είν' άξιος ούτε τα κορδόνια μου να λύσει (Ευαγγελιστής Ιωάννης)
  18. Έδωσε τόπο στην οργή (Προς Ρωμαίους 12-19)
  19. Εκ του πονηρού (Ματθ., ε΄, 37)
  20. Έλιωσε σαν το κερί (όρθρος, Κυριακή του Πάσχα)
  21. Εν τόπω χλοερώ (νεκρώσιμη ακολουθία)
  22. Έσκαψε το λάκκο του (Δαβίδ)
  23. Κακήν κακώς (Παραβολή αμπελώνα)
  24. Κάνει τη λευκή περιστερά
  25. Κεκλεισμένων των θυρών (Ιωάν., κ΄, 19.)
  26. Κλαίει κι οδύρεται (Από στιχηρό του εσπερινού της Απόκρεω)
  27. Κοντός ψαλμός αλληλούια
  28. Κορβανάς (Μαρκ., ζ΄, 11 & Ματθ., κζ΄, 6)
  29. Κουστωδία (Ματθ., κζ΄, 65)
  30. Κρανίου τόπος (Ματθ., κζ΄, 33 & Ιωάν., ιθ΄, 17. Απόδοση)
  31. Λιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί (Ματθ., κδ΄, 7)
  32. Λύνει και δένει (Ματθ.)
  33. Μέλι γάλα (Ακάθιστος ύμνος και Άσμα Ασμάτων δ' II)
  34. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (Παύλου, 1 Κορινθ., ιε΄, 42)
  35. Μη μου άπτου (Ιωαν., κ΄, 17.)
  36. Μη με πιλατεύεις (Λουκ., κγ΄, 1-25.)
  37. Ξίδι
  38. Ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο (Ματθ. ευαγγέλιο)
  39. Ο θάνατός σου η ζωή μου (Ιωάννη Δαμασκηνού)
  40. Ο νοών νοείτω (Καινή Διαθήκη)
  41. Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις (Παύλου, Γαλάτ.)
  42. Όσο η ανατολή απ' τ' δύση (Ψαλμοί)
  43. Ουαί κι αλλοίμονό σου
  44. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση (Π.Δ. 3, Βασιλ., ιη΄, 26)
  45. Πανταχού παρών (Προσευχή του Παρακλήτου)
  46. Περίοδος ισχνών αγελάδων (Π.Δ. Γέν., μα΄, 3)
  47. Σιγά τον πολυέλαιο
  48. Στο δόξα πατρί
  49. Τα καλά και συμφέροντα
  50. Τι μέλλει γενέσθαι (Αποκάλυψη, α΄, 19).
  51. Του ‘ψαλε τον εξάψαλμο (από τους έξι ψαλμούς της αρχής του όρθρου)
  52. Χάβρα Ιουδαίων
  53. Χάθηκε από προσώπου γης (Π.Δ. Γέν. δ΄, 14)
  54. Χαράς ευαγγέλια (εσπερινός του Ευαγγελισμού)
  55. Χτίζει στην άμμο (Ματθ. ευαγγέλιο)
  56. Ως εκ θαύματος (Από εσπερινό Κυριακής)

Σλανγκ που αναφέρεται σε χριστιανικά φαινόμενα, χωρίς να αντλείται κατ’ ανάγκη από ρήσεις της Βίβλου ή εκκλησιαστικούς θεσμούς

  1. αγιασμός
  2. αγριοχρίστιανος
  3. αδιάβαστος (πήγε)
  4. άνοιξε το τριώδιο
  5. άξιος άξιος!!!
  6. Αρσένιε, τα ομόλογα να είναι δομημένα!
  7. αρσενοκνίτης
  8. ασαράντιστος είσαι;
  9. βαλτοπαίδι
  10. βάπτισμα
  11. βοθροδοξία
  12. βυζαντινοτέτοιος
  13. βυζαντινοφωνίξ
  14. γυναίκα από σόγια
  15. έγινε το ανάστα ο Κύριος
  16. εισπήδησις
  17. έπιασε τον πάπα απ' τα αρχίδια
  18. Επιτάφινγκ
  19. θεία μετάληψη
  20. κηδεία
  21. ... λαβών ο Ιησούς άρτον και ευλογήσας έκλασε και δους τοις μαθηταίς... (Ματθαίος 26/κς΄ 26-29).
  22. λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ
  23. McΣαρακοστή / Mcσαρακοστιανά
  24. μαρξορθόδοξος, ο/με Μαρξ, ορθοδοξία και μια ζεϊμπεκιά
  25. μας πιάσανε στα πράσα και δεν φοράμε ράσα
  26. μοναχισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού
  27. μοναχοπώλιο
  28. Μπιγκ Μακ
  29. νηστεύω τα νηστίσιμα
  30. νηστίσιμη
  31. ο αναμάρτητος πρώτος χορεύει μπαλέτο
  32. ο γάμος
  33. όλα τα θυμιατά πάνω μου, εδώ σε μένα!
  34. παπαράτσι
  35. πέτρα του σκανδάλου
  36. Πιάνω στασίδι
  37. Πιο αργός από τον επιτάφιο
  38. σαν ταμένο
  39. σαρακοστιανός - σαρακοστιανή
  40. σκύψε ευλογημένη
  41. του κώλου τα εννιάμερα

Χριστοσλάνγκ:

  1. βλέπω τον Χριστό φαντάρο (I saw G.I. Christ)
  2. δεν καταλαβαίνω Χριστό
  3. έλα Χριστέ και μπούκωνε
  4. θέλοντας ο βλάχος, μη θέλοντας ο ζωγράφος, βάλανε στον Χριστό κόκκινα τσαρούχια
  5. ο Χριστός και ο Απόστολος Γκλέτσος
  6. ο Χριστός κι η μάνα του!
  7. ο Χριστός κι ο δούλος
  8. προσκυνώ την πορδούλα σου, Χριστούλη μου!
  9. σερβιτόρος ο Χριστός
  10. σταυρόχριστοι
  11. τον Χριστό σου Ανέστη
  12. Χριστέ και Χατζηπαναγιά μου
  13. χριστέμπορας
  14. χριστιανοταλιμπάν
  15. χριστιανοτρόλ
  16. χριστιανόφατσα
  17. χριστιανόφουστα
  18. χριστοπαναγίες

Παπαδοσλάνγκ:

  1. αγγέλους και παπάδες
  2. αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας
  3. η ζέστη, τα λόγια του παπά...
  4. ή παπάς παπάς, ή ζευγάς ζευγάς
  5. θα δεις παπά κώλο
  6. κλασοπαπαδιά
  7. μπλέκω σαν τον παπά στα βάτα
  8. ούτε στον παπά
  9. παίζω παπάδες
  10. παπαδαριό
  11. παπατζής
  12. παπάς
  13. παπάτζα (το παπαδαριό)
  14. παπατζιλίκι
  15. πρωκτόπαπας
  16. σιγανοπαπαδιά
  17. τραγόπαπας
  18. τρεις παπάδες με μαγιό
  19. τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πεντ’ έξι

μέρος της Παπαδοσλάνγκ είναι και λίγη Ναρκοσλάνγκ:

  1. αρχιεπίσκοπος
  2. παπαδάκι
  3. παπαδέρα

και τέλος, τα γαμοσταυρίδια, τα χριστοπαναγίδια, οι χριστοπαναγίες και ολίγη Παναγοσλάνγκ:
1. είμαι σκέτη Παναγία
2. Παναγία η Κτηματομεσίτρια

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified