Αυτός που αδιαφορεί για τα πάντα - «τα γράφει στ' αρχίδια του».

Σιγά μην περιμένω απάντηση από τον Τάκη... Αυτός είναι ένας γραψαρχίδης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.

- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!

(από perkins, 03/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζή έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του '80. Το «Στ' αρχίδια μας κι εμάς» παρουσιάζεται εδώ σαν να ήταν στίχος με την υπογραφή του ποιητή Κωστή Παλαμά. Παρόλο που δείχνει να κάνει συμπτωματικά ομοιοκαταληξία το όνομά του, μάλλον δεν είναι απολύτως τυχαία η επιλογή «εθνικού» ποιητή για τον... εθνικό αυτόν στίχο.

- Αν το κάνεις αυτό θα σου πούνε ότι είσαι μαλάκας...
- «Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς»...

βλ. και *X/ΜΟΥ, *x/m, στ' αρχίδια μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την λέξη «μπανάνα», φρούτο αφρικανικό. Υποτιμητική ονομασία της Ελλάδας. Δηλώνει την χώρα όπου τα πάντα είναι ιδιαιτέρως υπανάπτυκτα και υπολειτουργούν μέχρις απελπισίας, όπως στις περισσότερες αφρικανικές χώρες.

- Έκανα μιάμιση ώρα να φτάσω στην δουλειά μου χθες. - Και σου κάνει εντύπωση; Αφού είμαστε Μπανανία…

Μπανανίες λεγόντουσαν οι βραχύβιες, επιβεβλημένες από τις ΗΠΑ δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής στο β' μισό του 20ού αιώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα καύλα+νύχτα. Παραλλαγή του καληνύχτα. Το υπονοούμενο, σαφές.

- Καυληνύχτα Τζον Μπόι!
- Καυληνύχτα Σου Έλεν!
- Καυληνύχτα Μαίρη Άνν...

(παραλλαγή των τίτλων τέλους της παλιάς τηλεοπτικής σειράς «Οι Ουώλτονς»)

Βλέπε και καυλώστονα!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που την πέφτει με την πρώτη ευκαιρία στις γυναίκες.

- Πώς πήγε με τον διευθυντή;
- Πολύ μπήχτης, ρε φιλενάδα. Με το που αρχίσαμε να μιλάμε το γύρισε στο προσωπικό και στο φιλικό. Μέχρι που μου έπιασε και τον κώλο, δήθεν καταλάθος.

Δες και μπήκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απαίσιος, ο κακάσχημος, αλλά και ο πολύ μαλάκας. Συχνά δε, όλα αυτά μαζί.

Άει μωρέ τον αρχιδομούρη, που θέλει και να παρκάρει την κατσαρόλα του μπροστά στο σπίτι μου!

Αρχιδόμουτρο (από nobody, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.

-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.

-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified