Ξινίχλα λένε κανονικά το τριφύλλι (τουλάχιστον στην Αίγινα), αυτό που, επειδή προφ ξινίζει, δεν το τρώνε ούτε τα οζά (τουλάχιστον στην Αίγινα -γιατί πχ στη Μυτιλήνη έχω δει να το καλλιεργούν για ζωοτροφή, αλλά μπορεί και να μην είδαν καλά τα μάτια μου, είμαι και παιδί της πόλης, ίσως κάποιος από σας με διαφωτίσει).

Ξινίχλα(ς), σλανγκιστί, είναι ο ξινός άνθρωπος, ο αντιπαθής, ο χολιασμένος, που κάνει μουτσούνες με το τίποτα σα να 'χει καταπιεί ξίδι, που δε σκα χαμόγελο, που μονίμως τη λέει με στυλ ινστρούχτορα σε κάποιον, που τεσπα δεν έχουν χαρεί τα σκέλια του καλά πράματα και η μούρη του το δείχνει.

  1. Μάζεψε τα μούτρα σου πια, τι ξινίχλας είσαι ρε πστ, σε γάμο σε κάλεσαν όχι σε κηδεία! Ας μην ερχόσουνα, στην τελική...

  2. - Μορφωμένος άνθρωπος ο κύριος Τ.
    - Τι να το κάνεις, σκέτη ξινίχλα είναι το άτομο...

Η κυρία Merkel- Sauer (=ξινός) (από Khan, 21/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. γερμανισμός, δηλαδή χρήση μιας γερμανικής έκφρασης ή λέξης ή σύνταξης με ελληνικό τρόπο ή προφορά. Όπως λέμε αγγλιά, γαλλιά, κλπ.

  2. Η γερμανίδα, υποτιμητικά.

Ο έλλην, ως γνωστόν, σνομπάρει από αρχαιοτάτων χρόνων ό,τι δεν είναι ελληνικό (πας μη έλλην βάρβαρος, ναούμ') και σήμερα τους γερμανούς τους έχει στη μπούκα και καλούα επειδή πήγαν να τον κατακτήσουν ή επειδή δουλεύουν σαν ρομποτάκια κλπκλπ.

Ωραία, μόνο που η μισή ελλάδα στη γερμανία πήγε κι έτρεξε να μεταναστεύσει μετά τον πόλεμο (η άλλη μισή στην αμερική και στην αυστραλία. Νταξ, δεν είμαστε αντιαυστραλοί, είμαστε όμως, λέει, αντιαμερικάνοι).

Και τα καυτά ελληνικά καβλοκαιράκια, ο γκρηκ λόβερ τις έχει καλοπηδήξει ουκ ολίγες φορές τις εγγόνες των παρολίγον κατακτητών. Για να μην πούμε τι λένε ότι συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της κατοχής (της μαμάς σου το μουνί το γαμούν οι γερμανοί, που λέει κι ο λαός).

Αλλά αυτά είναι ανθρώπινα και συγχωρούνται. Και είναι στερεότυπα στα οποία δεν πρέπει να κολλάμε. Γιατί τα στερεότυπα δεν μας αφήνουν να διακρίνουμε ούτε τα καλά του «κακού», ούτε τις δικές μας αδυναμίες...

Σημ.: δεν λέμε όμως την γαλλίδα «γαλλιά», ούτε την αγγλίδα «αγγλιά», ούτε την ελβετίδα «ελβετιά» κοκ. Επίσης δεν χρησιμοποιείται κάτι αντίστοιχο για τους άντρες.

  1. Ωχ δεν τον μπορώ αυτόν τον μεταφραστή, όλο κάτι γερμανιές κοτσάρει και τα κείμενά του είναι ακατανόητα.

  2. — Το νοίκιασες το εξοχικό σου στη Μάνη;
    — Ναι, σε μία γερμανιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν σημαίνει ακριβώς «μη μασάς» ή «μην τσιμπάς», καθότι είναι ήδη αργά: το έχουμε ήδη τσιμπήσει το δόλωμα. Σημαίνει: «αφού τσίμπησες σα μαλάκας, φέρσου έξυπνα, κατάπιε τον μεζέ και φτύσ΄τ' αγκίστρι, να μη σε έχουν για τελείως μαλάκα...».

- Ρε μαλάκα!!! Τά' μαθες; Η Ειρήνη θα κάνει αλλαγή φύλου και θα λέγεται Ηρακλής!
- Φτύσ' τ' αγκίστρι ρε μαλάκα, πλάκα σου κάνανε ρεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδού μια όσο σύντομη γίνεται, υποκειμενική και σίγουρα γεμάτη ελλείψεις αναλυσούλα:

Ο Ρομαντισμός (χοντρικά: τέλη 18ου αι.) είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που υπέστη κατά τον 20ό αιώνα -και εξακολουθεί να υφίσταται- μεγάλη υποτίμηση, παρά την ψευδο-επιστροφή σε αυτόν, και παρά την μέχρι στιγμής αδιάκοπη (αν και όχι εύκολα ορατή) επιρροή του σε μεγάλες στιγμές της σύγχρονης τέχνης.

Η οριστική και αμετάκλητη υποτίμησή του επήλθε με τα απανωτά σοκ που πέρασε ο δυτικός κόσμος κατά το πρώτο μισό του 20ού: τους δύο παγκόσμιους πολέμους, την Οκτωβριανή επανάσταση, την πτώση των αυτοκρατοριών και την κατάπτωση της θρησκείας, σοκ τα οποία τον προσγείωσαν απότομα στην ωμή ζωή, πάνω που ανθούσε η παλιά καθεστηκυία κατάσταση πραγμάτων (με όλα της τα πλην αλλά και τα συν), γκραν φινάλε της οποίας υπήρξε η Μπελ Επόκ.

Τα σοκ αυτά, μαζί με άλλους παράγοντες, έθεσαν υπό απόλυτη αμφισβήτηση τις αξίες του δυτικού πολιτισμού, εδραιώνοντας, συγχρόνως, την νεότερη εποχή. Όμως ο ρομαντισμός (που κατά τη γνώμη μου, όσο ακραίο και να ακούγεται αυτό, ελλοχεύει ακόμα και σε ωμά μοντέρνα κινήματα σαν τους αξιονιστές) ήταν ένα σπουδαίο -αν και πολύ συχνά υπερβολικό- κίνημα, που εξέφρασε την πρώτη στην ιστορία του ανθρώπου νοσταλγία για τη φύση και τις αγνές ανθρώπινες σχέσεις. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είχε πια εγκατασταθεί για τα καλά στις πόλεις: η ζωή του και η σχέση του με τον συνάνθρωπο άλλαξε προς αυτό το οποίο βιώνουμε σήμερα. Ως προς αυτή την διάθεσή του, ο ρομαντισμός είναι το πρώτο νεωτεριστικό κίνημα.

Επειδή είχε μεγάλη πέραση στην εποχή του, κακοποιήθηκε αργότερα -όπως οτιδήποτε έχει γνωρίσει επιτυχία με την αξία του σε αυτόν τον ντουνιά. Και ήταν εύκολο θύμα γιατί, σε πρώτη ανάγνωση, ο ρομαντισμός δείχνει «εύπεπτος». Το βάθος του εκφράζεται με μέσο την θλίψη και την γλυκιά μελαγχολία και όχι την ωμότητα ή τη βία.

Η κακοποίησή του συνίσταται στην κακέκτυπη απομίμησή του, η οποία είναι αυτό που λέμε «ρομαντζούρα». Πλην αλλ' όμως, όσοι (οι περισσότεροι δηλαδή) απαξίωσαν στα νεότερα χρόνια να εντρυφήσουν στον ρομαντισμό και τον προσπέρασαν κατευθείαν, αντιμετωπίζοντάς τον υποτιμητικά, ακριβώς λοιπόν επειδή ποτέ δεν τον γνώρισαν σε βάθος, αποφάσισαν πως οποιαδήποτε ρομαντζούρα είναι το ίδιο και το αυτό με τον καθαρόαιμο ρομαντισμό, άρα τον απέρριψαν -και τον απορρίπτουν ακόμα- ως ρομαντζούρα και τον ίδιο.

Όσα τρωτά σημεία και να έχει το Ρομαντικό κίνημα (τα οποία, προσωπικά, εντοπίζω περισσότερο στη ζωγραφική του, λιγότερο στη λογοτεχνία του και ακόμα λιγότερο στη μουσική του), η πλήρης απαξίωσή του είναι μια καθαρά κομπλεξική και βιαστική αντιμετώπιση, που πηγάζει από ταμπού ταξικοκοινωνικής φύσης, κττμγ.

Υπάρχουν όμως ρομαντζούρες. Είναι, για να μιλήσουμε για σημερινά πράγματα, οι new age κιέτσ' μουσικές που χαρακτηρίζονται ως σούπες. Είναι τα μυθιστορήματα τύπου άρλεκιν και το 70% της σημερινής παγκόσμιας «λογοτεχνικής» παραγωγής. Είναι οι πίνακες του Μπομπ Ρος. Είναι δηλαδή το κιτς ή η ξεπέτα που φέρει και εκμεταλλεύεται κάποια στοιχεία ρομαντικά για να ξεγελάσει αφενός τον αδαή, αφεδύο τον με στεγανά και στερεότυπα κριτή.

Κατά το «ρομαντζούρα» πάει και η κλασικούρα, η γενικούρα, κλπ.

Δύο παραδείγματα όπου τα πράγματα είναι εντελώς τελείως ανάποδα και παρεξηγημένα:

  1. - Σ΄αρέσει ο Σοπέν;
    - Αμάν ρε φίλο, ξεκόλλα με αυτές τις ρομαντζούρες πια...

  2. - Σ' αρέσει ο Μπομπ Ρος;
    - Αχ ναι, είναι πολύ ρομαντικά τα τοπία του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σε έντυπα λεξικά δεν το βρήκα, στο ίντερνετ το βρήκα ως ντοπιολαλιά της Aρκαδίας που σημαίνει αγράμματος, άξεστος. Κυρίως με αυτή τη σημασία το έχω ακούσει και γω.

Υποθέτω πως το ντουβλούκι, με την κυριολεκτική του σημασία, είναι κάτι σαν ξύλο (απελέκητο...), κούτσουρο, γκουμούτσα κττ. Αν όμως κάποιος ξέρει από πού προέρχεται η λέξη (τούρκικα; αλβανικά; άλλο;) και τι σημαίνει, θα βοηθήσει λίγο το πράμα...

  1. Όμως χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο των λέξεων κουλό, τούβλο (2ος ορισμός) ή της κακιάς και αναπάντεχης είδησης («μου ήρθε κεραμίδα») κλπ.
  1. Kαλημέρα :) Πάντοτε απορούσα από πού βγαίνει το ντουβλούκι...χαχαχ μαρεσει ηχητικά η λεξη αυτή, δεν την ηξερα, την ακουσα από μια μητέρα κάποτε....πλάκα δεν έχει;
    (για το παιδί της την έλεγε!)
    από το ιντερνέτι

  2. - Τι νέα;
    - Κάθεσαι;
    - ;;;
    - Κάτσε λοιπόν, να ακούσεις το ντουβλούκι που έσκασε σήμερα...

(από joe909, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ και μήνες έχω στο πρόχειρό μου την λέξη αυτή. Υπάρχει στο γούγλε, αλλά και στον Τριανταφυλλίδη, ο οποίος την ετυμολογεί από το ιταλ. caserma < γαλλ. caserne και την ερμηνεύει ως στρατώνα. Εφόσον την βρήκα εκεί, θεώρησα περιττό να την βάλω ως λήμμα, αλλά τώρα βρίσκω ευκαιρία να την προσθέσω ως συμπληρωματικό λήμμα της καζέρνας του Βικάρ.

Η καζάρμα λοιπόν, εκτός από τοπωνύμιο (Εύβοια, Μεσσηνία, Αργολίδα νομίζω, ένα βουνό κοντά στη λίμνη Πλαστήρα κα), είναι σε μερικά μέρη το φρούριο (πχ στη Σητεία) ή απλά οι εγκαταστάσεις που στεγάζονταν σε ένα όποιο κτίριο το οποίο χρησίμευσε ως στρατώνας / αποθήκη όπλων κλπ κάποιων κατακτητών που πέρασαν από κει, πχ των Γερμανών κατά την Κατοχή.

Με την έννοια αυτή, δηλ. ως ουσιαστικό όχι ως κύριο όνομα, άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη στην Αίγινα όπου, ακόμα και σήμερα, οι ντόπιοι λένε καζάρμα το Εϋνάρδειο (νομίζω), ένα από τα πολύπαθα και υπό κατάρρευση καποδιστριακά κτίρια του νησιού: και σχολείο έγινε, και μουσείο, και καζάρμα και απ' όλα. Αν δεν ήταν αυτό, τότε πρόκειται για κάποιο άλλο από τα ιστορικά της κτίρια. Σημασία έχει ότι πρόκειται για απλό κτίριο και όχι πραγματικό στρατώνα κλπ.

  1. «Πόσα ηλιοβασιλέματα και πόσες ανατολές πέρασαν από τα μαθητικά μας χρόνια και μου φαίνεται σα να ήταν χθες, που καθόμασταν στα ίδια θρανία της καζάρμας...»
    (από νεκρολογία στα «Νέα του Σαρωνικού»)

  2. βλ. μήδι, μάρκα ρούχων με έδρα την Αίγινα.

(από ironick, 13/03/10)Για τα μαγαζά που εκλείσανε: Αφιερωμένο στη Μές :-) (από HODJAS, 14/03/10)

βλ. και καζέρνα, κασέρνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική κλαψομουνιά.

Δεν μας έφταναν τα χάλια μας, φορτωθήκαμε και άλλα. Και μάλιστα με καλύτερο περιτύλιγμα. Το ταγάρι είναι πιο chic από ένα όποιο σακί, κι ας χωράει λιγότερα σκατά, ουκ εν τω πολλώ το ευ, αφού.

Πάντα επίκαιρο (πολιτικοοικονομικοκοινωνικά).

Παρομοίως: είχαμε σκατά, μας ήρθαν κι απ' το Πέραμα, όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε, δε μας φτάναν τα αιδοία, ήρθανε και απ' την Ινδία.

Παρεμφερές και το μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι, για άλλη χρήση.

- Τι λες ρε συ! Έγκυος το Μαράκι; Πωπωωω! Και τώρα πάνω που έχασες και τη δουλειά σου και χρωστάς τρία νοίκια και σου κλέψανε το αυτοκίνητο και κάηκε ο σκληρός σου και έχασες το πορτοφόλι σου με όλα τα χαρτιά μέσα και σε αποκλήρωσε ο γέρος σου;;; Τι λες βρε παιδάκι μου, τσκ τσκ τσκ...
- Ναι. Όλ' αυτά. Είχαμε σκατά σακί, μας ήρθε και ταγάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πέοντας, ειδικά όταν μιλάμε για πίπα.

Κλασική βλαμμενιά των ογδόνταζ, άρα πια μπαμπαδισμός.

- Τσιγάρο;
- Μπα, ευχαριστώ, δεν καπνίζω.
- Πούρο με φλέβες, καπνίζεις;

(Σημ: θα μπορούσε να είναι γκουζγκουνιά αυτό. Έλα όμως που ήταν κρυόκωλο αστειάκι του κάθε πέφτουλα της κιτσοδεκαετίας αυτής...)

Το λήμμα αναφέρεται στην dorsal vein του σχεδιαγράμματος (από allivegp, 21/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός, ο υπέρβαρος, o παχύσαρκος. Αυτός που θυμίζει παλαιστή του σούμο. Οι οποίοι παλαιστές (για να παρηγορηθούν όσοι χλαπακιάζουν αβέρτα αλλά έχουνε και τύψεις), θεωρούνται στην πατρίδα τους όχι μόνο γαμώ τους γκόμενους, αλλά σχεδόν μυθικά άτομα (αν και εδώ τα μωρά φαίνεται να μην έχουν την ίδια γνώμη...)

Η μόνη μου απορία είναι πώς μπορεί κανείς να παχύνει τόσο τρώγοντας ιαπωνέζικο φαγητό, όσο ρύζι και να βάλει μέσα.

  1. Ρε συ, τον είδες τον Τέλη πώς έχει γίνει; Το άτομο είναι σούμο, χωρίς πλάκα...

  2. Αυξάνονται τα μωρά-«σούμο»
    Την αύξηση κατά 20% από το 2003 μέχρι σήμερα του αριθμού των μωρών που έχουν βάρος κατά τη γέννηση πάνω από 4,5 κιλά, αλλά και την αύξηση των μεγάλων μωρών (των επονομαζόμενων μωρών-σούμο) καταγράφουν οι στατιστικές στη Μεγάλη Βρετανία...
    από εδώ

(από ironick, 02/04/10)(από ironick, 02/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρή ζωή. Περιορισμένη. Σαν μέσα σε έναν κουβά.

- Έχεις νέα από τη Νίκη;
- Ε, καλά είναι. Στον κουβά βέβαια, αλλά δεν παραπονιέται η καημένη.

Got a better definition? Add it!

Published