Υποτιμητικός όρος για τον ομοφυλόφιλο. Παράγωγο της λέξης «αδερφούλα» (αδερφή=ομοφυλόφιλος)

-Ίσα μωρή φούλα, που θα μας το παίξεις και μάγκας!

Στο 2:15. Απαράδεκτοι, «Πληρωμένη εκδίκηση». (από patsis, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλακείες, ανοησίες, μαλακίες.

- Τι είχε στις ειδήσεις σήμερα;
- Τίποτα, μπαρμπούτσαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλή, η χαριτωμένη κακία.

- Όλο κακίες μου πετάς...
- Ε όχι και κακίες, καλίες είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων σκατά + καλά. Τροπικό επίρρημα που χρησιμοποιείται όταν τα πράγματα δεν είναι ούτε καλά, ούτε κακά.

- Πώς είσαι τώρα;
- Ε, τι να λέμε... Σκααλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.

  1. Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..

  2. Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.

-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.

-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απαίσιος, ο κακάσχημος, αλλά και ο πολύ μαλάκας. Συχνά δε, όλα αυτά μαζί.

Άει μωρέ τον αρχιδομούρη, που θέλει και να παρκάρει την κατσαρόλα του μπροστά στο σπίτι μου!

Αρχιδόμουτρο (από nobody, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που την πέφτει με την πρώτη ευκαιρία στις γυναίκες.

- Πώς πήγε με τον διευθυντή;
- Πολύ μπήχτης, ρε φιλενάδα. Με το που αρχίσαμε να μιλάμε το γύρισε στο προσωπικό και στο φιλικό. Μέχρι που μου έπιασε και τον κώλο, δήθεν καταλάθος.

Δες και μπήκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified