1. Το ξύλινο παγούρι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας

αλλά, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο:

  1. νεόκοπη έκφραση των νεαρών (από το μπούλης και κούκλος) για τον κούκλο άντρα που είναι όμως και λίγο μπούλης, είναι δηλ. θεός, μουνάρα, αλλά δεν έχει τόση αντρίλα (ακόμα ή ποτέ) και έχει πίσω-πίσω ένα μπουλέ χμου -που οκ, δεν μας χαλούλου.

Ωραίο παιδί ο Μαρτάκης, μπούκλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η σόμπα (από τα ιταλιάνικα).

  2. Χαρακτηρισμός για τον πολύ ζεστό και υγρό, άρα αποπνικτικό καιρό / ατμόσφαιρα (βλ. παράδειγμα).

- Τρελή ζέστα σήμερα, τάχω παίξει.
- Νταξ, αλλά ξερή, φυσά βοριάς, δεν είναι σαν τη στούφα που είχε πλακώσει τις προάλλες.

Ωδή στη στούφα (από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Στη γλώσσα των πετράδων (της Αίγινας τουλάχιστον, αλλά υποθέτω και γενικότερα), σημαίνει την πέτρα, η οποία κατά την εξόρυξή της δεν δείχνει τι ελαττώματα πιθανόν να κρύβει στο εσωτερικό της, ακριβώς σαν το καρπούζι, που δείχνει οκ, αλλά αν δεν το ανοίξεις «με το μαχαίρι» δεν φαίνεται αν είναι καλό ή όχι (βλ. παράδειγμα).

Επίσης, γουλάροντας τον όρο (και μη βρίσκοντας τίποτα για το παραπάνω) πέτυχα κι άλλο «καρπούζι»:

Η τουρμαλίνη συχνά έχει πολλά χρώματα ανακατεμένα σε ένα λίθο, και αυτό γίνεται επειδή δεν είναι ένα ενιαίο ορυκτό, αλλά μια ομάδα ορυκτών που συνδυάζουν τις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες. Ο συνδυασμός ροζ και πράσινης τουρμαλίνης είναι ο πιο κοινός και ονομάζεται watermelon, δηλαδή καρπούζι επειδή μοιάζει εκπληκτικά στα χρώματα με το φρούτο. (από εδώ).

Δεν θα σου κόψω από αυτή την πέτρα, είναι καρπούζι, δεν μπορώ να ξέρω πόσα καλά κομμάτια θα βγάλει.

Tουρμαλίνη (από σφυρίζων, 13/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι πολύ αργά πια, και να χτυπιέσαι δεν γίνεται τίποτα. Πριν έπρεπε να κλάψεις, ή να βάλεις το μυαλουδάκι σου να σκεφτεί, όχι κατόπιν εορτής. Τώρα το κακό έγινε.

Έκφραση που προέκυψε από ... εδώ σας θέλω! Αντί ορισμού λοιπόν, μια συζήτα με Σαλίνα:

Ερώτηση δική μου:
Η έκφραση είναι άραγε
α. από τη «Στέλλα»
β. από την ταινία «Πολύ αργά για δάκρυα» όπου υπάρχει (;) επίσης μια στέλλα λέμε τώρα;
γ. μείγμα μπερδεγουέη από τις 2 ταινίες;

Απάντηση Σαλίνας:
α) δεν είναι από την στέλλα. όταν λέμε στέλλα εννοούμε την γνωστή, με την μερκούρη. νταξ, δεν τον κόβω, αλλά αν έγραφα εγώ το λήμμα θα τον έκοβα.
β) και γ) υπάρχουν δύο θεωρίες: η μία λέει ότι είναι από τραγούδι, αλλά το τραγούδι λέει «είναι ΝΩΡΙΣ...»
να εννοεί αυτός που λέει την έκφραση ότι έχει φύγει το «νωρίς» και τώρα πια είναι αργά; εν ξέρω
η άλλη λέει ότι είναι από ταινία, κάποια με τη μέμα σταθοπούλου, μάααααλλον αυτή.
δυστυχώς δεν την βρίσκω στο τούμπι. έτσι λίγο αμυδρά θυμάμαι ότι μάααααλλον τραγουδούσε η σταθοπούλου (ως στέλλα) μάαααλλον αυτό το τραγούδι, και ως παραστρατημένη που γι αυτήν ήταν πια αργά βγάζει νόημα...


ωσεκτουτού το λήμμα συγγράφηκεν και υπό Σαλίνης.

  1. Φυσικά τώρα είναι “αργά για δάκρυα Στέλλα” (κάπως έτσι δεν λέει και το άσμα ή το έργο;). Ακριβώς εδώ βρίσκεται το πρόβλημα: το πράγμα ελέγχεται όταν οι καιροί είναι ήσυχοι, αλλά τότε ο άνθρωπος κλείνεται στη “φούσκα” της ζωής του, ενώ πρέπει να ενδιαφερθεί. Τώρα είναι εξαιρετικά δύσκολο και δεν είμαι ούτε μάντης ούτε σοφός παντογνώστης για να ξέρω το πώς θα βγούμε από το αδιέξοδο – αν βγούμε.

2, ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ.
ΜΕΤΑ ΤΑ ΓΙΑΟΥΡΤΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΦΕΔΑΚΙΑ ΕΚΑΝΕ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΤΗΝ ΚΩΛΟΤΟΥΜΠΑ ΤΟΥ.
ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΤΑ ΓΥΡΙΖΕΙ ΑΛΛΑ ΄΄ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΑΡΓΑ ΓΙΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΤΕΛΛΑ΄΄.
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΨΑΝ ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΒΓΗΚΕ ΝΑ ΤΑ ΣΥΜΜΑΖΕΨΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published

Τη λέξη αυτή την έχω ακούσει (με την έννοια που περιγράφω παρακάτω), αλλά δεν θυμάμαι ούτε από πού, ούτε από ποιον. Μου φάνηκε όμως ότι την άκουσα πάλι τις προάλλες σε ένα αξιοπρεπές ντοκιμαντεροειδές της ελληνικής τηλεόρασης, και σκέφτηκα να μπει εδώ πέρα μπας και φωτιστεί κάποια στιγμή το όλο ζήτημαν.

Λογάρης λοιπόν, φαίνεται να είναι, κατά την καθομιλουμένη, ο στιχουργός, αυτός που γράφει λόγια για τα τραγούδια. Καμία σχέση μάλλον, εκτός από την κοινή ρίζα, με το λογάρι, ή το λογαρίζω ή το λογάριον (=λογίδριο).

Επαγγελματίες και ερασιτέχνες λογάρηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καρφιτσάκι με το φιογκάκι και το σταυρουδάκι που βάζουμε στο γιακαδάκι όταν βαφτίζεται ένα μωράκι. Κρητικό.

Προφ ιταλιάνικης προέλευσης. Δεν βλέπω κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον σάντολο, εκτός αν πρόκειται για αναγραμματισμό από παραφθορά της λέξης. Ας μας πει κάποιος κρητικοκριτικός...

Βρήκα μια σολοντία χάμω στον δρόμο και τη μάζεψα να τη δώσω στη θεία μου που κάνει συλλογή.

(από Galadriel, 04/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζάπλουτος, ο πάμπλουτος, αυτός που δεν ξέρει τι έχει, σε ερωνική βερσιόν που μοιάζει με επώνυμο κάποιου χαρακτήρα σε καρτούν.

Το θηλυκό κλίνεται με τον παλιό τρόπο, ώστε ο χαρακτηρισμός να πάρει (για την ειρωνεία του θεμάτου) ένα χμου κύρους: Παμπλουτίδου.

  1. Ερώτηση: άμα είμαι παμπλουτίδης, μπορώ να έχω τον ΔΙΚΟ ΜΟΥ στρατό;

  2. Τώρα, μου θύμισες αυτό που έλεγε κάποιος αμερικανός «παμπλουτίδης»: «Πρέπει να βγάζεις χρήματα με κομψό και ρομαντικό τρόπο... αν, όμως, δεν μπορείς έτσι, βγάλε χρήματα με κάθε τρόπο!»...

  3. Σαουδάραβας παμπλουτίδης μετέφερε αεροπορικώς το πανάκριβο αυτοκίνητό του μάρκας ΛΑΜΠΟΡΓΚΙΝΙ στην Αγγλία γαι σέρβις

  4. Η Μ. είναι ψηλή, ξανθιά, παμπλουτίδου και με μια (γαλλική) μύτη μέχρι επάνω. Το τελευταίο της αξεσουάρ –εκτός από την καινούρια Hermès– είναι ο Χ. Τις προάλλες την πέτυχα σε κοσμικό event και με τα δυο (αξεσουάρ) αλά μπρατσέτα.

(από το νέτι όλα)

Δες και -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τόσο πλούσιος /-α που δεν έχει ιδέα (λέμε τώρα) για το σύνολο της περιουσίας του/της, η οποία αγγίζει το άπειρο...

  1. Δεν ξέρει τι έχει ο Αραβας που θέλει τον ΠΑΟ

  2. Το Δημόσιο δεν ξέρει τι έχει...
    Μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και εφαλτήριο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων θα... αποτελέσει η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου όπως προβλέπουν έμπειρα τραπεζικά στελέχη της ελληνικής αγοράς real estate.

  3. Πόθεν Έσχες σοκ! Δεν ξέρει τι έχει η Άννα Νταλάρα

(από το νέτι όλα)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα στιβάνια είναι οι μπότες που φορούν παραδοσιακά οι Κρητικοί. Τη λέξη δεν την βρήκα πουθενά σε ηλεκτρονικό λεξικό, γι' αυτό και τη χώνω εδώ, καθότι είναι πολυ-ακουσμένη και της αξίζει. Παρόλ' αυτά, πολλοί έλληνες την αγνοούν ή νομίζουν ότι πρόκειται για την κρητική βράκα. Άρα καιρός να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους...

Πιθανολογώ ότι προέρχεται από την ιταλική λέξη Stivale, που πρόκειται για το ίδιο ακριβώς στυλ μπότας, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζεται ως ιταλικό. Διόλου απίθανο, καθότι από το νησί πέρασαν κι έκατσαν οι Ενετοί, ως γνωστόν.

Να πω κι ότι και η γερμανική λέξη για αυτόν τον τύπο μπότας προέρχεται από κει: stiefel και stival. Δείτε και τη φωτό στο προτελευταίο.

Δημιουργούμε χειροποίητα, ανθεκτικά κρητικά στιβάνια σε πολύ προσιτές τιμές. Εγγύηση η πολυετής εμπειρία μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναγνώριση κλήσης στο σταθερό.

- Καλά, πού κατάλαβες ότι σε πήρα;
- Έχω χαφιέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified