Μια που πιάσαμε τις διαφημίσεις, αυτό είναι το σλόγκαν της πιο ρατσιστικής διαφήμισης έβερ. Ένας και καλούα Έλληνας ρουμάνος (όχι με την καλή έννοια, όπως ο δικός μας) χτυπούσε στην πλάτη έναν μετανάστη και τον συμβούλευε πώς να ακολουθήσει τις συμβουλές της κυβέρνησης για να μείνει νόμιμα στην χώρα. Αρχές 00ς. Ο Έλληνας πολύ ευπροσήγορος κι ο ξένος, με όνομα Χασάν, λέτσος. Η πλάκα ήταν ότι την ίδια εποχή ήθελε να (επαν-)εγκατασταθεί στην Ελλάδα ο τέως βασιλιάς μας Κωνσταντίνος, οπότε του έβγαλαν το παρατσούκλι «Χασάν».

- Θέλει δεν ξέρω και γω πόσα δις αποζημίωση ο Χασάν για το Τατόι!
- Τσ τσ τσ, δεν είναι πράγματα αυτά! Τι είπαμε Χασάν; Κανονικά και με το νόμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στην ελληνική του αγγλικού gaybourhood, δηλαδή της gay-friendly γειτονιάς (gay-friendly neighbourhood).

Στις αρχές των '70ς, ο Χάρβει Μιλκ μετακόμισε στην μεγαλύτερη γκεϊτονιά του Σαν Φρανσίσκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με νόμο της σλανγκικής γραμματικής, τα υπερτρισύλλαβα θηλυκά ουσιαστικά που λήγουν σε -ηση και -ιση και τονίζονται στην προπαραλήγουσα, σλανγκίζονται ως εξής: φεύγει η κατάληξη και αντικαθίσταται από άλφα, ενώ ο τόνος είναι πλέον στην παραλήγουσα. Συμβαίνει πάντως και με άλλα ουσιαστικά, αλλά με τα παραπάνω στάνταρ.

συνάντηση - συνάντα
παρεξήγηση- παρεξήγα
ηχογράφηση- ηχογράφα μαγνητοφώνηση- μαγνητοφώνα
καταχώριση- καταχώρα

Και:
προσβολή- προσβόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται της πουτάνας!

- Θα γίνει της Πόπης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας χώρος έχει «καλή ακουστική», όταν ακούγονται όλα καμπάνα, λ.χ. στην Επίδαυρο.

Ένα ντρόγκι έχει ακουστική, όταν την ακούς μ' αυτό σε χρόνο dt.

Πηγή: Johnblack, Hank.

Πολύ ακουστική είχε το καργιόλι! Έφυγα αλλού!

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν μία πρόσληψη δεν γίνεται αξιοκρατικά, αλλά ύστερα από πουτσοδότηση ανδρικού μορίου. Λογοπαίγνιο με τα «μόρια», που μετράνε για να προσληφθεί κάποιος σε μια δουλειά. Πρβλ. λήμματα: τσιμπουκωτός, -ή, Ζαχόπουλος, βυζογραφικό.

- Καλά, πώς πήρε αυτή την δουλειά; Αφού δεν είχε τα τυπικά προσόντα!
- Ναι, αλλά ανέβηκε με μοριοδότηση.

(από Khan, 28/02/14)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη επιβλητική κουράδα. Αγνοώ ετυμολογία. Ίσως σχετίζεται με την γκουμούτσα.

-Πέντε φορές τράβηξα καζανάκι να φύγει η γκουμούλα!
-Κάλλιο αργά, παρά ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published

Ρίμα - συνώνυμο του μούγκα στη στρούγκα και του σους δε μπε. Για το τι έστι τουμπεκί, βλέπε εδώ, πρβλ. και το τουμπεκιστάν.

Όταν πάει το θέμα στις μίζες, τουμπεκί στο μαντρί της Βουλής. Ομερτά! Εμ, βέβαια, αφού είναι όλοι τους ζημενάκιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την παροιμία «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», την οποία λέμε όταν μπορούμε μόνο να βλέπουμε το αντικείμενο της επιθυμίας μας, χωρίς να μπορούμε να το γευτούμε, απολαύσουμε (πρωταρχικά το φαγητό, όπως τα ψάρια).

Τελικά, έχει καθιερωθεί να λέγεται σε περίπτωση οφθαλμόλουτρου, όταν χαζεύουμε μια επερχόμενη μουνοθύελλα, αγγλιστί moon storm, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα.

-Κοίτα κοίτα εκεί τα πιπίνια!
-Φάτε μάτια ψάρια, δικέ μου!

(από Hank, 01/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified