Συναντάται και ως Δώγκανος: ατσούμπαλος-αποχαυνωμένος, τύπος που κάνει ζημιές όλη την ώρα.
Ουσιαστικό: δωγκιά.
(Ο Χάρης περνάει να πάει να κατουρήσει και ρίχνει όλα τα τασάκια κάτω)
- Α ρε Χάρη, την έκανες την δωγκιά σου πάλι...
Συναντάται και ως Δώγκανος: ατσούμπαλος-αποχαυνωμένος, τύπος που κάνει ζημιές όλη την ώρα.
Ουσιαστικό: δωγκιά.
(Ο Χάρης περνάει να πάει να κατουρήσει και ρίχνει όλα τα τασάκια κάτω)
- Α ρε Χάρη, την έκανες την δωγκιά σου πάλι...
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει κατάσταση, ενίοτε και άτομο που, ενώ δεν σε ξέρει, θα πιει τον καφέ σου, θα κάνει απ' τα τσιγάρα σου, θα σου σηκώσει το τηλέφωνο κλπ κλπ. Η κατάσταση δηλώνει τζαμπέ και χαλαρά μαζί.
- Πωωω, παίζει ενα πάρτυ σήμερα, χλίδα λέμε.
- Στο πολύ ζεβουαζιόν μας κόβω πάλι δηλαδή.
Got a better definition? Add it!
Βαρύς πόνος, μαράζι, καημός που σε πνίγει. Συνώνυμο του ντερτιού.
- Άλλος νταλκάς και αυτός με το σύμπαν.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται από τις αρχές του 1900, αντί του μπεκροκανάτα, δηλ. του μόνιμα μεθυσμένου.
Ο ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας.
Βλ. και τσικουδόχοιρος
Got a better definition? Add it!