ο

πολύ μούχλος ρε παιδί μου αυτό το παιδάκι, ούτε μιλάει ούτε λαλάει...

ακοινώνητος , ο εσωστρεφής , ο αμίλητος, ο βαρετός και ασήκωτος

Got a better definition? Add it!

Published

διάφορασημαίνει κάτι το μικρό που αποφέρει λίγα αν ασχοληθείς μαζί του. Το ασήμαντο, αυτό που δεν αξίζει.

-λέω να το κάνω αναψυκτήριο , να πουλάω και χύμα παγωτό και τέτοια...

- μαλάκας είσαι; αυτά είναι ψειρικοκό τα ρούχα είναι τα λεφτά.... όταν σου λέω λεφτά πολλά λεφτάααα

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός κάποιου που έρχεται και ξανάρχεται για να ζητήσει κάτι ...

- Πάλι εσύ κυρ Μπάμπη, είναι η τρίτη φορά που έρχεσαι σήμερα.
- Ξέρω, ξέρω, έχω καταντήσει σαν τον φτωχό συμπέθερο όπως λέμε στο χωριό μου στην Πελοπόννησο.

"Δεν αγάπησε κανείς τους φτωχούς τους συγγενείς" (από Khan, 18/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μπουρνέλες ως γνωστόν είναι ένα φρούτο που τρώγεται εύκολα, δεν χρειάζεται να καθαριστούν κ.τ.λ., τις ψωλές όμως άμα τις φας πολλές και μαζεμένες εγκυμονούν κινδύνους, π.χ. αφροδίσια κ.ά.

- Τα 'μαθες ρε, κάτι καλές κοπέλες είχαν την φαεινή ιδέα να νοικιάσουν μαύρους για να κάνουν ένα γυναικείο μπάτσελορ πάρτι, τους έδωσαν και βιάγκρα, κατάπιαν και αυτές μερικά, καταλαβαίνεις τι έγινε, την άλλη μέρα τις πήραν στο νοσοκομείο με ρήξη ορθού, φυσικά ο γάμος αναβλήθηκε επ' αόριστον.
- Βρε τις κακομοίρες, νομίζαν οι κοπέλες πως ήταν οι ψωλές μπουρνέλες.

Κορόμηλα. Μπουρνέλες. (από Galadriel, 10/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλάμα, πολύ κλάμα, όπως έκλαιγε η Μάρθα Βούρτση στις ταινίες.

- Συνάδελφε, τηλεφώνησε η τάδε, είπε ότι θα περάσει αύριο, θέλει να ζητήσει αναστολή του πλειστηριασμού της Τετάρτης.
- Ωχ, πάλι Μάρθα Βούρτση θα έχουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε άλλος πληρώνει και άλλος γαμάει ή με ξένα κόλλυβα κάνουνε μνημόσυνα.

— Καλά, πώς τον πήρανε διευθυντή σε αυτό το ξενοδοχείο;
— Είναι του πεθερού του ρε!
— Α μάλιστα, με ξένο μουνί κάνει την πουτάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα Δωδεκάνησα για να δηλώσει τη βρώμα, κάτι που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Συνώνυμό της η λέρα ή το κάρσι (αυτή πρέπει να είναι τούρκικη λέξη), ή η απλυσιά.

Δεν πλησιάζεται το άτομο, πρέπει να έχει να πλυθεί χρόνια. Θεέ μου τι λούβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το αντίθετο της φράσης «το καλό αργεί να γίνει». Συνήθως, κάποιος που έχει κάνει καποιο λάθος ή κάποιος που φέρνει κάποια δυσάρεστη είδηση αργούν να το φανερώσουν.

- Πολύ αργεί, βρε παιδί μου, από το ψάρεμα.
- Μάλλον δεν έπιασε τίποτα, καράβι που αργεί σκατά φέρνει, δε λένε!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσιμο.

Σου είπα ότι έχω δουλειά, αν τολμήσεις να με ξαναπάρεις τηλέφωνο θα ακούσεις τον πλάγιο τον δεύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντροπιασμένος, αυτός που έχασε την τιμή του.

- Γιατί δεν έρχεσαι μέσα στο σπίτι να ευχηθείς; Ε, βέβαια! Είσαι κωλοφαγωμένος, μετά από τα αίσχη που έκανες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified