Χαρακτηρισμός κάποιου που έρχεται και ξανάρχεται για να ζητήσει κάτι ...

- Πάλι εσύ κυρ Μπάμπη, είναι η τρίτη φορά που έρχεσαι σήμερα.
- Ξέρω, ξέρω, έχω καταντήσει σαν τον φτωχό συμπέθερο όπως λέμε στο χωριό μου στην Πελοπόννησο.

"Δεν αγάπησε κανείς τους φτωχούς τους συγγενείς" (από Khan, 18/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ελαφρόμυαλος, αυτός που δεν πατάει στη γη, ο βλάκας ή αυτός που παρασύρεται εύκολα.

Αυτή μην την παίρνεις στα σοβαρά, στο νησί μου, την Κάλυμνο, γυναίκες σαν και αυτήν τις λέμε ρηχοφυτεμένες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου τα έσουρε, με έκανε ρεζίλι.

Χθες παραλίγο να υποβάλλω την παραίτηση μου, όταν είδε ο Γενικός το ποσοστό τον καθυστερήσεων μου έψαλλε τον αναβαλλόμενο...

Ο ύμνος της Μ. Παρασκευής (από Khan, 19/12/09)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει γυμνό κώλο, ο πάμφτωχος, ή ο γυμνιστής.

Γέμισε τσιτσόκωλους η παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν τους κομάντος τους ταλιμπάν, κάτι το ριψοκίνδυνο, επίθεση αυτοκτονίας.

Φίλε, αυτό που μου ζητάς δεν είναι να κάνω τον καουμπόι, να κάνω ταλιμπανιά μου ζητάς.

Σύγκρινε με ταλιμπάν και ταρζανιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν τα έχει τετρακόσια, που δεν στέκει στα λογικά του.

Άσ' τους ρε, αυτοί είναι τριακοσάρηδες –μην ασχολείσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσιμο.

Σου είπα ότι έχω δουλειά, αν τολμήσεις να με ξαναπάρεις τηλέφωνο θα ακούσεις τον πλάγιο τον δεύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη με την έκφραση με την ουρά στα σκέλια, ντρέπομαι, ζητάω συγχώρεση.

Τι μου κωλοσέρνεσαι ρε! Είπα χωρίζουμε, τελείωσε το παιχνίδι, να βρεις καμία άλλη σαν του λόγου σου, τέρμα οι λύπησες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε άλλος πληρώνει και άλλος γαμάει ή με ξένα κόλλυβα κάνουνε μνημόσυνα.

— Καλά, πώς τον πήρανε διευθυντή σε αυτό το ξενοδοχείο;
— Είναι του πεθερού του ρε!
— Α μάλιστα, με ξένο μουνί κάνει την πουτάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα Δωδεκάνησα για να δηλώσει τη βρώμα, κάτι που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Συνώνυμό της η λέρα ή το κάρσι (αυτή πρέπει να είναι τούρκικη λέξη), ή η απλυσιά.

Δεν πλησιάζεται το άτομο, πρέπει να έχει να πλυθεί χρόνια. Θεέ μου τι λούβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified