Μμμ! τι ωραίο επιφώνημα! Μμμ! μουγκανίζουν οι αγελάδες Μμμ! αναφωνούμε όταν θαυμάζουμε, αναρωτιόμαστε, αμφιβάλλουμε, σκεφτόμαστε, ηδονιζόμαστε, επιβραβεύουμε. Όσο πιο πολλά τα μ, τόσο πιο έντονα τα συναισθήματα.

Μμμμμ ναι ναι ναι μμμμμμναι μμμμμ ... τι μου κάνεις μάνα μου; μμμμμ μμμμ μμμμμμμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα επίκαιρο των ημερών. Ποδαράτη (ποδαράτο) λέμε την βόλτα με τα πόδια αντίστοιχα όπως λέμε αυτοκινητάδα με το αυτοκίνητο ή βαρκάδα με την βάρκα.

Στην Πάτρα εννοούν την παρέλαση των πληρωμάτων το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς. Υπάρχουν δύο ποδαράτες: η νυχτερινή του Σαββάτου και η Μεγάλη της Κυριακής.

  1. Έχω μείνει ταπί και ψύχραιμος... τι θα έλεγες να το κόψουμε ποδαράτο μέχρι την πλατεία;
  2. Κανονίσαμε για τις Αποκριές να βγούμε με γκρουπ στις ποδαράτες στην Πάτρα. Θα περάσουμε σούπερ! Πατρινό καρναβάλι για πάντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τιραμόλα είναι ήρωας κόμικ που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα την δεκαετία του '70 και το σώμα του είναι από καουτσούκ ώστε να μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές.

Όταν λέμε κάποιον Τιραμόλα εννοούμε τον άνθρωπο με κορμί λάστιχο, που μπορεί να κάνει κινήσεις πέραν των κινήσεων του μέσου ανθρώπου. Επίσης, όταν δεν μπορούμε να κάνουμε κάποια κίνηση, υπενθυμίζουμε στον συνομιλητή μας ότι δεν είμαστε Τιραμόλα.

- Μπορείς να μου φτάσεις το τηλεκοντρόλ γιατί βαριέμαι να σηκωθώ;
- Ωχου! κι εγώ βαριέμαι είναι μακρυά, τι με πέρασες Τιραμόλα; Πάρε τα πόδια σου και πιάσ' το!

(από ο αυτοκτονημενος, 22/02/09)The phenomenon of deja vu (από Hank, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει άτομα που προσπαθούν να κάνουν πράγματα που δεν γίνονται, ή αυτά τα άτομα δεν σου γεμίζουν το μάτι ότι είναι ικανά να υψώσουν μπόι.

Τον είδες τον Μήτσο τσαμπουκά που πούλησε; Είχε και άδικο. Κατάλαβες δηλαδή; Ξεσηκώθηκαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύφιλη: γνωστό αφροδίσιο μεταδοτικό νόσημα, που τα παλαιότερα χρόνια ως γνωστόν ήταν ανίατος λόγω ελλείψεως ανάλογης φαρμακευτικής αγωγής.

Η νόσος κατέληγε σε τρέλα. Όταν λοιπόν κάποιος συφιλιάζεται σημαίνει ότι τρελαίνεται.

Πήγα να ζητήσω ένα χαρτί από την εφορία και, μόλις έφτασα μετά από ώρες στο κατάλληλο γραφείο, η υπάλληλος λιμάριζε τα νύχια της! Συφιλιάστηκα! Χρειάστηκαν πέντε νομάτοι να την πάρουν από τα χέρια μου!!!

Friedrich Nietzsche: Οι κακές γλώσσες λένε ότι η "τρέλα" του και το "τρελό" βλέμμα στα τελευταία χρόνια της ζωής του οφείλονται σε επίσκεψη σε συφιλιάρα. (από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ευγένειας όταν βρίσκεσαι αποσυνδεδεμένος από τα δρώμενα γύρω σου, όταν έχεις κατεβάσει ασφάλειες και ρολά για να βρει το μυαλό σου λίγη ησυχία, και γενικά όταν βρίσκεσαι σε κατάσταση νιρβάνα και δεν θέλεις να σου τη χαλάσουν.

Όταν βρίσκεσαι σε κατάσταση φρίκης, αντίστοιχες εκφράσεις είναι: δε μας χέζεις ρε Νταλάρα, άντε γαμήσου παράτα με, τα κουβαδάκια σου και σ' άλλη παραλία, τράβα πάγαινε να τη βρεις με κανέναν άλλον, μη μου σκοτίζεις τα ούμπαλα, αντε ρε σκοτισαρχίδι, και πολλές άλλες ανάλογα με το ταπεραμέντο και το λεξιλόγιο του καθενός.

Έχω πιάσει τέσσερις καρέκλες, ο ήλιος με χτυπάει κατακούτελα, η φραπεδούμπα συμπληρώνει τη σκέψη μου που αφορά θέματα περί ανέμων και υδάτων, και από το πουθενά εμφανίζεται η Πόπη. -Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο και με έστησες; Την κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια και απαντώ: μη μου τους κύκλους τάραττε Ποπάρα μου... θα τα πούμε άλλη ώρα.

Η ορίτζιναλ σκηνή με τον Ρωμαίο στρατιώτη. (από Hank, 12/03/09)(από vip, 12/03/09)(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κοιτάει τα ραδίκια ανάποδα και δεν υπάρχει περίπτωση να τον δούμε κοντά μας εκτός και αν είμαστε φαν στις πύλες του ανεξήγητου.

Στην περίπτωσή μας αναφερόμαστε στον πρώην που τον έφαγε ο νυν στη στροφή.

Η γκόμενα επειδή δεν είναι μίρλα και ξανά προς την δόξα τραβά, βάζει πλώρη για άλλα λιμάνια και σαν κλασική εύθυμη χήρα αναφέρεται στον πρώην με το επίθετο «μακαρίτης», υποδηλώνοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τα ξαναβρεί μαζί του.

Ο πρώην αναφέρεται και σαν «συγχωρεμένος», αφού η γκόμενα είναι μεγάλη ψυχή και του έχει συγχωρέσει όλες του τις αμαρτίες στο διάστημα που ήταν μαζί και απλά τον θεωρεί ληγμένο προϊόν.

- Πίτσα μου ξέρεις ποιόν είδα χτες στο καφέ; Τον Μάκη με μια ξανθιά.
- Σκασίλα μου μεγάλη τι κάνει ο μακαρίτης μετά από τα κόλλυβα που του έφτιαξα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «τσόντα» (βεν. zonta - zontare). Η τσόντα: πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε ρούχο για μάκρεμα ή φάρδεμα, προσθήκη σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, εμβόλιμες σκηνές πορνό κατά την προβολή ταινίας με άλλο θέμα, γενικά πορνοταινία ή εικόνα σεξουαλικού περιεχομένου. Πολύ παρεξηγημένη λέξη τελικά.

Τώρα, τσοντάρω, διαλέγουμε και παίρνουμε:

Ή φαρδαίνουμε το ρούχο, γιατί ακολουθήσαμε τη δίαιτα του ανανά και χτίσαμε κοιλιακούς, ή πήραμε μια καφετιέρα και το καλώδιο δεν φτάνει στην πρίζα, οπότε χρειαζόμαστε μια τσόντα–προέκταση, ή τσοντάρουμε σε ιδέες και λήμματα στο slang, ή παρακολουθούμε ένα καουμπόικο (κατά προτίμηση κατ' οίκον), είτε με παρέα απολαμβάνοντας... δύο, τρίο, γενικά ένα νούμερο στη νιοστή, είτε μόνοι μας στο Αυνανιστάν. Μπορεί να γίνουμε και θεατές live show σε κάποια παραλία ή δασάκι. Η παρακολούθηση τέτοιων ταινιών γίνεται από τσοντόβιους, ή μικρούς τυμπανιστηρτζήδες, ή απλά από πλάκα, ή για να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας. Ακόμα τσοντάρουμε όταν γινόμαστε οι ίδιοι πρωταγωνιστές σε πορνοταινία (βλέπε τσοντού).

Μεταφορικά, το τσοντάρω σημαίνει την συμβολή μας στη συμπλήρωση χρηματικού ποσού για κάποιο σκοπό. Καλά να τσοντάρεις σε φίλο που του λείπουν για καφέ, γιατί ή του κόπηκε η επιχορήγηση του μπαμπά ή ήταν στη λίστα περικοπών εργατοωρών και εσύ έχεις πιο άνετη τσέπη. Εκεί που τα πράγματα είναι μαύρα κι άραχλα κι εκεί σε θέλω κάβουρα, είναι να χρειάζεται να κάνεις δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τσοντάρεις το μηνιαίο εισόδημά σου.

  1. Κολλητέ μου θα τσοντάρεις να βγω με τη Φρόσω γιατί δεν μου ήρθε ακόμα η επιταγή;

  2. Πήγαμε με τον Μήτσο στην παραλία και έγινε του μουνιού το ξέσκισμα, αλλά μου βγήκε ξινό, γιατί σε κάποια επανάληψη, όπως σήκωσα το κεφάλι μου είδα κάποιον με το κινητό του να μας στοχεύει. Ελπίζω να μη τσοντάρουμε στο διαδίκτυο!!!

  3. Ο Φάνης, τώρα με τον ερχομό του τρίτου μας, αναγκάζεται να δουλεύει πιτσαφέρτας για να τσοντάρει στο μισθό και δεν τον βλέπω σχεδόν καθόλου. Έτσι όπως το πάμε θα χρειαστώ να τσοντάρω και σε άντρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Στιρέλλα είναι σύστημα σιδερώματος συνεχούς ατμοποίησης και, όπως υποστήριζε γνωστός μόδιστρος στη σχετική διαφήμιση, είναι θαυματουργό γιατί εξαφανίζει κάθε ίχνος από τσαλάκωμα σε κάθε είδους ύφασμα. Ο μόδιστρος βρίσκεται σε κάποια επίδειξη των ρούχων του και μόλις βρίσκει τσαλακωμένο το φόρεμα που ήταν να βγει στην πασαρέλα, φωνάζει με πολύ αέρινο στυλ σίγουρος για το αποτέλεσμα: «Τη Στιρέλλα, τη Στιρέλλα!».

Τη Στιρέλλα την επικαλούμαστε, όταν μια κατάσταση αρχίζει και στραβώνει και ζητάμε λύση επιτόπια, άμεση.

Τη Στιρέλλα την επικαλείται και η Φωφώ (η οποία έχει πρόσφατα πατήσει τα δεύτερα –ήντα, αλλά θέλει να πιστεύει ότι βρίσκεται ακόμα λίγο μετά τα είκοσι) και έχει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο εχθρό: τους πλισέδες στο σώμα της και τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. Στην αρχή που παρουσιάστηκαν κάλυψε τις ρυτίδες με το μακιγιάζ. Μετά ο εχθρός επανήλθε με περισσότερες δυνάμεις και κατέφυγε στις μπότοξ. Ο εχθρός επανέρχεται δριμύτερος και καταφεύγει στο ρετουσάρισμα χρησιμοποιώντας τη Στιρέλλα μοντέλο «Φουστάνος», που θεωρείται κορυφή στο σιδέρωμα πλισέδων.

  1. Αγουροξυπνημένη προσπαθώ να φτιάξω καφέ, αλλά μου πέφτει το κουτί με τον καφέ. Δεν με ένοιαξε η ατσαλιά και φώναξα στον εαυτό μου: τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα και άνοιξα το ράφι και έβγαλα δυο φακελάκια που τα είχα για καβάντζα...

  2. Η Φωφώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ανακαλύπτει δυο καινούριες ρυτίδες. Συμφοράαα! Τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα!!! Και έτρεξε να πάρει τηλ. να κλείσει ραντεβού για ρετούς.

(από vip, 01/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Στο 1\'13" η διαφήμιση. Σπεκ στον assosmalakos. (από poniroskylo, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαρκής απασχόληση του κώλου με την τσίρλα σε τέτοια συχνότητα που αναγάγει το τσιρλίντινγκ σε χόμπυ ή άθλημα.

Με το τσιρλίντινγκ ασχολείται κάποιος λόγω ανωτέρας βίας που ασκείται στο άντερό του από το χλαπάκιασμα που ρίχνει διαρκώς ή ακόμη από μια μπουκιά που πάνω της έχει χέσει μύγα ή από μερίδα σε φαγάδικο που ο μάγειρας σου σέρβιρε για να μην πετάξει την προχθεσινή σπεσιαλιτέ.

Ο απασχολούμενος με το τσιρλίντινγκ δημιουργεί προβλήματα τόσο στον εαυτό του όσο και στους γύρω του. Όταν βρίσκεται με παρέα χάνει τα καλύτερα καλαμπούρια γιατί απουσιάζει διαρκώς στη χέστρα και τα βρακιά του είναι διαρκώς στην μπίχλα και ζέχνουν. Οι γύρω του δεν μπορούν να επισκεφτούν την χέστρα μετά από την χρήση της από αυτόν αν δεν αεριστεί πρώτα πολύ καλά ο χώρος. Άσε που αν μένεις στο ίδιο σπίτι δεν μπορείς να απολαύσεις το διάβασμα της εφημερίδας στον καμπινέ γιατί ξέρεις οτι πριν προλάβεις να καθήσεις θ' ακούσεις την γνωστή ατάκα: Αργείςςςςς; Αν ταξιδεύεις μαζί του πρέπει να διαλέγεις διαδρομή που να μπορείς να κάνεις στην άκρη για να μπορεί ν' αφήσει το ανάλογο λίπασμα στο χώμα.

- Θα έρθει στην εκδρομή ο Ρούλης; - Μπααα! Αυτές τις μέρες έχει άλλη ασχολία. Κάνει τσιρλίντινγκ!

Κάνει τσιρλίντινγκ. (από Hank, 07/02/09)(από vip, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified