Συνδυασμός της νωχέλειας (αραλίκι) και του αφερίμ (ευχαρίστηση). Συνεπώς νωχελίμ είναι αυτός που όταν πάει για την φραπεδιά του κρατάει τραπέζι που έχει τουλάχιστον 3 καρέκλες γιατί θέλει μια για τον κώλο του, μια για το αριστερό χέρι και μια για το δεξί... Είναι μάλιστα τόση η σπαρίλα, που νομίζουν ότι βρίσκονται στον παράδεισο μαζί με τα σεραφείμ και τα χερουβείμ!!!! Τώρα στον παράδεισο πάνε παρέα: σεραφείμ-χερουβείμ-νωχελίμ!!!

Στο καφενείο εχθές μαζεύτηκαν φίλε μου όλα τα νωχελίμ και δεν έβρισκα παρέα να παίξω τάβλι... Μαζεύτηκαν οι σπαριλόμυγες και κόντεψα να σκάσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μύγα που κάθεται πάνω σου και σε κάνει να μην θέλεις να κουνηθείς... Όσο πιο πολλές μύγες κάθονται πάνω σου τόσο πιο μεγάλη η βαρεμάρα που σε δέρνει... Κινείσαι με βήματα σλόου μόσιον... Μέχρι να κουνήσεις το ένα σου κανί βρωμάει το άλλο!

Είχα ένα φίλο που είχε πάνω του τόσες σπαριλόμυγες, που κάποτε όταν πέρασε ένα φανάρι πεζός με κόκκινο, ο τροχονόμος του έκοψε δύο κλήσεις γιατί δεν πρόλαβε να περάσει μόνο με το ένα κόκκινο!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε και «η καρδιά μου πήγε στην Κούλουρη», δηλ. τρόμαξα πάρα πολύ.

Είδε την σκιά του και η καρδιά του πήγε στην Κούλουρη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αφορά άτομα που ξεφεύγουν από καταστάσεις πιεστικές. Ο Παναής ήταν ένα λαμόγιο από τα Μέγαρα που έκανε αρραβώνες, έμπαινε σώγαμπρος, έτρωγε, έπινε, γαμούσε, έπαιρνε και τα ανάλογα δωράκια του και μετά εξαφανιζόταν ως διά μαγείας.

Συζήτηση μεταξύ δύο φίλων:
- Μήπως είδες τον Αντρέα; Του δάνεισα κάτι χρήματα και τον έχω χάσει.
- Τον κοινό γνωστό μας Αντρέα; θα φας καλά! Μην τον είδατε τον Παναή!

Μην τον είδατε τον Παναή; (από GATZMAN, 02/02/09)(από Khan, 03/12/10)(από nobody, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για άτομα με μυαλό κουκούτσι και κάτω. Βέβαια και για άτομα που κάποια στιγμή έχουν απενεργοποιήσει το μυαλό τους και όταν εκείνη τη στιγμή σε μια ερώτηση που θα τους γίνει απαντούν τελείως ηλίθια.

Γιατί το έκανες αυτό; Μου φαίνεται ότι όταν έβρεχε ο Θεός μυαλά εσύ κράταγες ομπρέλα!!

Δες και όταν έβρεχε ο Θεός..., άι κιου ραδικιού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλάδα είναι η πιατέλα. Η λέξη χρησιμοποιείται και για τα πολύ μεγάλα βρακιά, συνήθως βαμβακερά, που φοράνε ακόμα και σήμερα οι γιαγιάδες και ενίοτε οι πολύ χοντρές.

Είδες την μπουγάδα που άπλωσε η Τασία; Οι απλάδες της δεν έχουν ταίρι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει άτομα που προσπαθούν να κάνουν πράγματα που δεν γίνονται, ή αυτά τα άτομα δεν σου γεμίζουν το μάτι ότι είναι ικανά να υψώσουν μπόι.

Τον είδες τον Μήτσο τσαμπουκά που πούλησε; Είχε και άδικο. Κατάλαβες δηλαδή; Ξεσηκώθηκαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό [bakir] χαλκός.

Αφορά αρσενικά που σκοπό έχουν να καλοπερνάνε και να μην δεσμεύονται. Συνήθως κυκλοφορούν σε ομάδες για καφέ ή ποτό.

Η ονομασία προήλθε, επειδή η ηλικία τους έχει περάσει κατά πολύ συνήθως την χρυσή εποχή της εφηβείας και βρίσκονται στην εποχή του χαλκού.

Πήγαμε σε ένα κλαμπάκι και γινόταν πατείς με πατώ σε από μπακούρια! Ούτε ένα μουνί για δείγμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χέστρα εδώ αναφέρεται στο άτομο που ο λογαριασμός του νερού έρχεται φουσκωμένος γιατί από τις πολλές επισκέψεις στη χέστρα τους το καζανάκι βρίσκεται συνέχεια σε λειτουργία! Kατ' επέκτασιν συνήθως το βρακί τους είναι διαρκώς λερωμένο με αποτέλεσμα να αναδίδουν μια μπόχα.

Η πορδού από την άλλη και αυτή μονίμως με κιτρινίλα στο βρακί λόγω των αερίων που ζέχνουν συναγωνίζεται σε μπόχα την χέστρα. Μπαίνεις λοιπόν στο δίλημμα ποια να διαλέξεις.

Βέβαια σ' αυτή την περίπτωση επιλέγεις το μη χείρον βέλτιστον!

- Ήρθε η Γιώτα σήμερα και μου έλεγε για την τσαπατσουλιά στο σπίτι της Φρόσως!
- Ναι καλά! Είπε η χέστρα της πορδούς! Λες και το δικό της είναι καλύτερο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ πρώτης όψεως λέξη που παραπέμπει σε λαρισινό «αξάν» (προφορά) της λέξης «έτσι».

Θα μπορούσε βέβαια να είναι και παραφθορά της λέξης «έιτζ» προφερόμενη από άτομο που η ακοή του δεν είναι σε άριστη κατάσταση, ή από άτομο που η διάταξη της οδοντοστοιχίας του δεν του επιτρέπει να προφέρει σωστά ορισμένα γράμματα.

  1. Λαρισινός επιστρέφει από την ξενητειά στην πατρίδα του και πατώντας στα πάτρια εδάφη αναφωνεί: Λάρ'σ Λάρ'σ σε είδα και λαχτάρ'σ!!

  2. Η γιαγιά στην εγγονή: τι κάνει παιδάκι μου εκιός ο φίλος σου που είχε εκείνη την αρρώστια... το ετς;

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι, έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified