Τρόπος για να σφάξουμε κάποιον με το μπαμπάκι! Συνήθως λέγεται ανάμεσα σε άσπονδους φίλους. Στηρίζεται στο γεγονός ότι ένα νόμισμα έχει πάντα δύο πλευρές και στο ότι δεν υπάρχουν κακές λέξεις, αλλά κακές σκέψεις. Με αυτή την έκφραση αποφεύγουμε τις άμεσες συγκρούσεις με τον συνομιλητή μας.

  1. Είσαι πολύ λαμόγιο! Με την καλή έννοια βέβαια!
  2. Είσαι κουκλάρα ν΄ανοίξουμε το μύδι; Με την καλή έννοια βέβαια!!

(από Khan, 14/02/13)(από Khan, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατέρας και γιος αποφασίζουν να πάνε να βρουν καλύτερη τύχη στην Αυστραλία, αλλά δεν έχουν όβολα ούτε για τα ναύλα. Έτσι αποφασίζουν να πάνε κολυμπώντας. Η κατάσταση είναι μανίκι, αλλά επειδή η ζωή είναι ωραία κι ας τα έχει με άλλον, συνεχίζουν να κολυμπάνε. Ο γιος ρωτάει συνέχεια: μπαμπά είναι μακρυά η Αυστραλία; Στο τέλος ο πατέρας λέει: σκάσε παιδί μου και κολύμπα!

Η φράση λέγεται για να δηλώσει την σκληρή προσπάθεια που χρειάζεται να κάνεις για να φτάσεις στο στόχο σου και να μην εγκαταλείψεις την προσπάθεια.

Το αρσενικό που θέλει να αποδείξει πρώτα στον εαυτό του και μετά στους άλλους ότι το εργαλείο του μπορεί ν΄ανοίξει όλα τα μύδια, σκάει και κολυμπάει όταν. λόγω γκαντεμιάς. πέφτει σε ανοργασμικιά.

Ο υπάλληλος που του κόβει ρεπό ο προιστάμενος για να βγάλει δουλειά άλλου, σκάει και κολυμπάει για να μην απολυθεί.
γενικά σκας και κολυμπάς εκτός και αν η ζωή τα έχει μαζί σου!

- Πού θα πάμε ΠΣΚ;
- Βράσε ρύζι και αρχίδια καπαμά! Δεν μπορώ να πάω πουθενά γιατί πρέπει να είμαι στο γραφείο που θα κάνουν εγκατάσταση στο καινούριο πρόγραμμα και πρέπει να το δοκιμάσουμε.
- Εεεμ! θέλεις να γίνεις προϊστάμενος, γι αυτό μην παραπονιέσαι. Σκάσε και κολύμπα...

(από electron, 02/10/09)(από Khan, 16/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aνεπιβεβαίωτη φήμη θέλει την αρχική γραφή της φράσης με τρεις λέξεις: τρίο στου Τζες.

Υπήρχε ένα μοτέλ με την ονομασία «στου Τζες» (JES'S motel). Ήταν γνωστό στους φαν των πάρτι με ούζα. Τα πιο δημοφιλή πάρτι του είδους γινόταν από τρία άτομα.

Έτσι παρέμεινε η έκφραση να χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμμετοχή στο τριολέτο.

Είσαι για ένα τρίο στούτζες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαρκής απασχόληση του κώλου με την τσίρλα σε τέτοια συχνότητα που αναγάγει το τσιρλίντινγκ σε χόμπυ ή άθλημα.

Με το τσιρλίντινγκ ασχολείται κάποιος λόγω ανωτέρας βίας που ασκείται στο άντερό του από το χλαπάκιασμα που ρίχνει διαρκώς ή ακόμη από μια μπουκιά που πάνω της έχει χέσει μύγα ή από μερίδα σε φαγάδικο που ο μάγειρας σου σέρβιρε για να μην πετάξει την προχθεσινή σπεσιαλιτέ.

Ο απασχολούμενος με το τσιρλίντινγκ δημιουργεί προβλήματα τόσο στον εαυτό του όσο και στους γύρω του. Όταν βρίσκεται με παρέα χάνει τα καλύτερα καλαμπούρια γιατί απουσιάζει διαρκώς στη χέστρα και τα βρακιά του είναι διαρκώς στην μπίχλα και ζέχνουν. Οι γύρω του δεν μπορούν να επισκεφτούν την χέστρα μετά από την χρήση της από αυτόν αν δεν αεριστεί πρώτα πολύ καλά ο χώρος. Άσε που αν μένεις στο ίδιο σπίτι δεν μπορείς να απολαύσεις το διάβασμα της εφημερίδας στον καμπινέ γιατί ξέρεις οτι πριν προλάβεις να καθήσεις θ' ακούσεις την γνωστή ατάκα: Αργείςςςςς; Αν ταξιδεύεις μαζί του πρέπει να διαλέγεις διαδρομή που να μπορείς να κάνεις στην άκρη για να μπορεί ν' αφήσει το ανάλογο λίπασμα στο χώμα.

- Θα έρθει στην εκδρομή ο Ρούλης; - Μπααα! Αυτές τις μέρες έχει άλλη ασχολία. Κάνει τσιρλίντινγκ!

Κάνει τσιρλίντινγκ. (από Hank, 07/02/09)(από vip, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Aνακατεμένα μουνιά από λεσβίες, γνωστά και ως πλακομούνια.

  2. Κατάσταση που βρίσκεται κάποιος, όταν είναι πηδήκουλας και μπερμπάντης.

  1. Βρέθηκα στο σπίτι της Σούλας και ήρθαν αργά και κάτι φίλες. Μετά το πιόμα πήρα ένα οφθαλμόλουτρο από μπερδεψομούνια, άλλο να σου λέω και άλλο να το βλέπεις!

  2. Ποιος σου μαύρισε το μάτι; - Άστα τι να σου λέω. Με έπιασε στα πράσαη δικιά μου με το άλλο το μωρό και έγινε η φάση πολύ μπερδεψομουνιά!

(από xalikoutis, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Plafond»: γαλλική λέξη, που σημαίνει «οροφή» και χρησιμοποιείται για το ανώτατο όριο που δεν μπορείς να ξεπεράσεις, κατά κανόνα.

Χρησιμοποιείται πολύ στις τραπεζικές συναλλαγές και στους αριθμούς των στύσεων και οργασμών κάποιου/ας, δηλ. πόσους πήδουλους μπορείς να κάνεις στη διάρκεια μιας τελετουργικής κατάστασης που λέγεται σεξ.

Επειδή όμως κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, έτσι και εδώ υπάρχουν άνθρωποι που ξεπερνούν το πλαφόν. Στην πρώτη περίπτωση λέγεσαι παραβάτης και μπορεί να βρεθείς πίσω από τα κάγκελα. Στην δεύτερη περίπτωση λέγεσαι ήρωας και χαίρεις του θαυμασμού όσων γνωρίζουν ότι πέρασες το πλαφόν σου!!!

  1. Το πλαφόν στις αναλήψεις από τις πιστωτικές κάρτες αυξήθηκε.
  2. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Κώστας εχτές το βράδυ ξεπέρασε το πλαφόν που είχε μέχρι σήμερα! Μετράω τις φορές που τον κρατούσα ντούρο και ακόμα δεν το πιστεύω!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σου φεύγει η μαγκιά, όταν μετά από ένα τρελό ξέσκισμα, ο/η/οι παρτενέρ σου τα έχουν δώσει όλα για όλα και, μάλιστα, είναι πιο ανθεκτικοί και πιο ενημερωμένοι στις στάσεις του σεχ, οπότε εσύ φτάνεις σε σημείο να μην μπορείς να πάρεις τα πόδια σου από την κούραση.

  2. Σου φεύγει η μαγκιά, όταν μπλέξεις σε καυγά με μεγαλύτερο μάγκα και σου δίνει μπουκέτα μέχρι να ξαπλώσεις στο πάτωμα.

  3. Σου φεύγει η μαγκιά όταν κουβεντιάζεις και ο συνομιλητής σου αποδεικνύεται πιο έξυπνος από σένα.

  1. Tι βραδιά κι αυτή! O λεγάμενος δεν παιζόταν στο κρεβάτι! Αφού δεν άντεχα άλλο και εκείνος εκεί, στεκόταν ντούρος και ζήταγε κι άλλο! Σου λέω μου έφυγε η μαγκιά!

  2. Άσε σου λέω, τι έπαθα χτες! Πιαστήκαμε στα χέρια με τον χλιμίτζουρα και μου κατάφερε κάτι μπουκετιές άλλο πράγμα! Και δεν του φαινότανε. Με ξάπλωσε φαρδύ πλατύ. Άσε σου λέω! Μου έφυγε η μαγκιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aπό το γαλλικό bibelot.

Κυριολεκτικά: μικρό διακοσμητικό αντικείμενο που τοποθετείται πάνω σε διάφορα έπιπλα και εκτίθεται σε κοινή θέα. Οι παλιές νοικοκυρές είχαν πολλά μπιμπελό και καμάρωναν γι’ αυτά. Σήμερα οι γυναίκες τα αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι, γιατί απαιτούν πολύ ξεσκόνισμα.

Μεταφορικά η λέξη χρησιμοποιείται για κοπέλες καλλίγραμμες με ομορφιά Αφροδίτης που κάθε γυναίκα ονειρεύεται. Και οι άντρες τις ονειρεύονται, γι’ αυτό, μόλις βρεθούν μπροστά τους, τις χαζεύουν όπως θα χάζευαν ένα σμιλευμένο μπιμπελό.

Όλη η παρέα γύρισε και κοίταξε την πανέμορφη αιθέρια ύπαρξη που πέρασε από μπροστά της. Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό σαν χάνοι. Ο Χάρης μόλις βρήκε την φωνή του φώναξε: «Τι μπιμπελό ήταν αυτό; Ας το έβλεπα ξανά και ας πέθαινα!».

Σύγκρινε με θεόμουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Άντρας, συνήθως σε μπαράκι, που δίνει μάχη με τους κολλητούς του να προλάβει να τα ρίξει στο ξέκωλο με τα μπαλκόνια σε κοινή θέα που πίνει τα σφηνάκια δίπλα. Όταν τα ρίξει το τρόπαιο θα είναι το μουνί.

    1. Άντρας με πολύ χοντρή παρτενέρ στο γαμήσι, οπότε αναγκαστικά θα πρέπει να δώσει τη σχετική μάχη με τα ξίγκια για να μπορέσει να βρει την κατάλληλη τρύπα!
  1. Πάμε στο μπαράκι της γωνίας να χαζέψουμε τους μουνομάχους;

    1. Πως τα καταφέρνει ο Τάκης με τον μπόγο που έχει μαζί του; Κάθε φορά που θα θέλει να γαμήσει, πρέπει να παίρνει πρώτα τα δυναμωτικά του, γιατί η μουνομαχία που θα δίνει πρέπει να είναι σκληρή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό σε όλους λήμμα, πάντα με απαισιόδοξη απόδοση.

Μήπως να το δούμε πιο αισιόδοξα στις ζοφερές σκέψεις μας;

Μεγαλοκαρχαρίας έχει την γραμματέα του εκτός από το γραφείο και στο κρεβάτι του. Εμφανίζεται όμως στην ιστορία καινούρια γκόμενα και έτσι η παλιά πρέπει να φύγει από την μέση. Αρπάζει την ευκαιρία η παλιά και του ζητάει αποζημίωση 100.000 ευρώ. Ο τύπος επειδή το φυσάει το παραδάκι για να μην έχει μπλεξίματα της δίνει μια επιταγή. Πάει στην τράπεζα η παλιά και φεύγει ολοκαίνουρια με 1.000.000 ευρώ!

Είδες ότι ένα μηδενικό έκανε την διαφορά!!!

δεν χρειάζεται.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified