Θρυλική προσβλητική χειρονομία, όπου το χέρι υψώνεται με την παλάμη προς τα έξω, ο βραχίονας κάμπτεται προς τα πίσω και ξαναεκτοξεύεται απότομα μπροστά ούτως ώστε το χέρι να είναι τεντωμένο, και η ορθάνοιχτη παλάμη δείχνει προς το πρόσωπο του θύματος. (Για άλλα είδη μούντζας, δες εδώ.) Παράγωγο ρήμα: μουντζώνω.

Δηλώνει απαξίωση ή περιφρόνηση (οπότε αποτελεί βρισίδι και προσβόλα, βλ. παράδειγμα 5) ή κοροϊδία (συνήθως φιλικά, βλ. παρ. 6). Μεταφορικά, η λέξη μπορεί να σημαίνει και κακοτυχία, γκαντεμιά (βλ. παρ. 2) ή απλώς αποτυχία (βλ. παρ. 3). Αυτά όταν την τρως. Όταν τη ρίχνεις, μπορεί να σημαίνει και παραίτηση (βλ. παρ. 4). Η χειρονομία συχνά συνοδεύεται από τις φράσεις:

• Να!
• Στα μούτρα σου!
• Στα μάτια σου!
Όρσε!
• Πάρ' τα (μη στα χρωστάω)!
• Πάρε πέντε!
• Πάρε δέκα! (σημ.: για μούντζα ντούμπλεξ, να κάνει παφ! - βλ. μήδι 2)

Συνώνυμα: φάσκελο/φασκελώνω, παράσημο ή βραβείο της ανοικτής παλάμης.

Ετυμολογία: Κατά Ανδριώτη, Φυτράκη και Μπαμπινιώτη η μούντζα προέρχεται από το μσν. μούτζα > μούζα (= μαυρίλα), ίσως από το *μούντα > *μούντη > μσν. επίθ. μουντός. Κατά Γιαννουλέλλη και Μωυσιάδη, προέρχεται από το περσ. muzh (πάλι μουντός).

Προέλευση: Στο Βυζάντιο, η διαπόμπευση (βλ. μήδι 3) ήταν μια συνήθης συμπληρωματική τιμωρία, που συνόδευε τη φυλάκιση, τον ακρωτηριασμό ή τη θανάτωση. Ήταν «η περιαγωγή του καταδίκου και η παράδοσή του στη χλεύη, στους ονειδισμούς αλλά και στις βάναυσες επιθέσεις του όχλου». Η διαπόμπευση υπήρχε, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, από την αρχαιότητα, και στην Ανατολή και στην Ελλάδα και στη Ρώμη, αλλά οι Βυζαντινοί την ανήγαγαν σε τέχνη: πρώτον, συνέβαινε για ψύλλου πήδημα (όχι μόνο για εσχάτη προδοσία, αλλά και για μικροκλοπές και όλα τα ενδιάμεσα). Και δεύτερον, είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού βίου. Ήταν συχνότατο φαινόμενο, πολλές φορές λάμβανε χώρα στον Ιππόδρομο και ο λαός έβγαζε έτσι τ’ απωθημένα του κι εκτονωνόταν. Μεγάλη υπόθεση, σε μια περίοδο που δεν το 'χαν σε τίποτα να βγάλουν τα δικράνια και τους μπαλτάδες κι όποιον πάρει ο Χάρος. Ταυτόχρονα, αποτελούσε πολιτικό όπλο για τους άρχοντες (κοσμικούς και εκκλησιαστικούς), που πάντα καταδίκαζαν σε διαπόμπευση τον στασιαστή που απέτυχε, τον αυτοκράτορα ή πατριάρχη που μόλις εκθρόνισαν για να πάρουν τη θέση του, τον παπά ή τον ευγενή που τους έκανε κριτική. Εφόσον ο λαός συμμετείχε με χαρά στην τιμωρία και το διασυρμό του πολιτικού αντιπάλου, δε σκότωναν μόνο τον ίδιο, σκότωναν και το κύρος του και ό,τι αυτός πρέσβευε.

Η διαδικασία της διαπόμπευσης ήταν η εξής: Πρώτα έγδυναν τον κατάδικο, τον μαστίγωναν , τον κούρευαν και τον ξύριζαν. Τον έβαζαν καβάλα σε κάποιο όχι ιδιαίτερα ευγενές ζώο (συνήθως γάιδαρο) ανάποδα και συχνά τον υποχρέωναν να κρατάει την ουρά. Τον στεφάνωναν με σκόρδα και κρεμούσαν στο λαιμό του άντερα από το «χασαπειό» και κουδούνια. Και τον μουτζούρωναν, άλειφαν δηλαδή το πρόσωπό του με καπνιά. Αυτό το αναλάμβαναν άλλοτε οι δήμιοι στο στάδιο της προετοιμασίας, και άλλοτε ο όχλος στην πομπή: «μουτζούρωναν παλάμες και δάχτυλα με την καπνιά και τη γάνα των τσουκαλιών και των τζακιών, ζύγωναν τον «γαϊδουροκαθισμένο» και τον πασάλειβαν.» Από αυτή την κίνηση, μας έμεινε η μούντζα ως λέξη και ως χειρονομία. Όπως καθετί στην όλη διαδικασία, παραπέμπει στη χλεύη και στο ξεφτίλισμα.

Βέβαια, η διαπόμπευση δεν τέλειωνε εκεί, ούτε περιοριζόταν στο ψυχολογικό βασανιστήριο. Ο κατάδικος, και πριν και κατά τη διάρκεια, έτρωγε βρομόξυλο. Ο όχλος δεν τον πασάλειβε μόνο με καπνιά, αλλά του πέταγε και λάσπες, σάπια εντόσθια και ζαρζαβατικά, ούρα, κόπρανα, βραστό νερό, πέτρες και δε συμμαζεύεται. Και δεν κρατούσε απόσταση ασφαλείας: έσπαγε παΐδια, έβγαζε μάτια, ακρωτηρίαζε. Συχνά σκότωνε.

Η διαπόμπευση συνεχίστηκε επί Τουρκοκρατίας και ακόμα και στην ελεύθερη Ελλάδα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα (όπου συνήθη θύματα ήταν οι πόρνες και οι μοιχαλίδες - οι μοιχοί ποτέ!). Χώρια οι «αναβιώσεις», όπως η μέθοδος Μπαϊρακτάρη για τους κουτσαβάκηδες και ο Νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού (βλ. μήδι 4). Και φυσικά εντυπώθηκε στη λαϊκή συνείδηση. Άλλα γλωσσικά κατάλοιπα του ευγενούς αυτού αθλήματος: αποσβολώνομαι (από την ασβόλη, την καπνιά δηλαδή), για το γάιδαρο καβάλα, (μ)πομπές («τις ξέρουμε τις μπομπές της!»), βγαίνω ασπροπρόσωπος (όχι μουτζουρωμένος), άντε να κουρεύεσαι, προπηλακίζω (ρίχνω λάσπες), θα σε συγυρίσω (περιφέρω στους δρόμους για διασυρμό), γίνομαι βούκινο (από τους σαλπιγκτές που προπορεύονταν της πομπής), του κρέμασαν κουδούνια.

Ειδικές χρήσεις της μούντζας στη νεοελληνική πραγματικότητα:

1. Στο τιμόνι.
Επειδή, ως γνωστόν, ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας οδηγός είναι ευέξαπτος ανάθεμά τονε, και επειδή, ως γνωστόν, όλοι οι άλλοι οδηγοί στο δρόμο είναι σούργελα και μόνο αυτός ξέρει να οδηγεί, και επειδή όταν κατεβάζει καντήλια μέσα απ’ τ’ αμάξι παίζει να μην τον ακούνε απ’ έξω οπότε τζάμπα γκαρίζει, λογικό είναι να καταφεύγει στη χειρονομία. Τι πιο άμεσος τρόπος έκφρασης και ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τον μουντζώνοντα: οι μούντζες που φεύγουν προς πάσα κατεύθυνση στους ελληνικούς δρόμους είναι συντριπτικά περισσότερες απ’ όλες τις υπόλοιπες μαζί, σε όλη την επικράτεια και για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Βγήκε ο απέναντι απ’ το κόκκινο και σ’ έκοψε; Πάτησε ο μπροστά φρένο απότομα; Πήγε ο αριστερά να μπει στη λωρίδα σου χωρίς φλας; Σου πετάχτηκε η γιαγιά-νίντζα στο δρόμο, να τη φας και να την πληρώνεις για άνθρωπο; Έχεις μπροστά σου το μπάρμπα-Μπρίλιο καρφωμένο στην αριστερή λωρίδα με 35 χλμ/ώρα; Πήγαν να σου κάνουν προσπέραση από δεξιά; Σου φάγανε μπαμπέσικα τη θέση για παρκάρισμα; Μουντζώνεις!

Αλλά και: Έχουν περάσει ήδη 0,018 μsec από τότε που άναψε πράσινο κι ακόμα να ξεκινήσει ο μπροστινός; Τη βγήκες από στοπ στον ταλαίπωρο κι αυτός (ο ηλίθιος!) κορνάρει; Έχεις σε απόσταση βολής γυναίκα οδηγό; (Δεν είναι ανάγκη να κάνει κάτι μεμπτό, αρκεί που είναι γυναίκα οδηγός, δηλαδή κότα). Έχεις σε απόσταση βολής ποδηλάτη; (Δεν είναι ανάγκη να κάνει κάτι μεμπτό, αρκεί που είναι ποδηλάτης, δηλαδή αδερφή). Είσαι στην εθνική με 120 χλμ όριο ταχύτητας και ο βλαξ στην αριστερή λωρίδα πάει μόνο με 160, ενώ η δική σου η μηχανή μουγκρίζει και θέλει γκάζια; Περνάει πεζός από διάβαση; Περνάει πεζός από πεζοφάναρο; Πάτησες πεζό; Τράκαρες και φταις εσύ; Μουντζώνεις! Έτσι εκφράζεται ο άντρας ο σωστός ο πρόστυχος! (Κατηγορία που σαφώς περιλαμβάνει και γυναίκες βέβαια...) Βλ. παρ. 7, μήδι 5.

2. Προς απόντα. Ίσως οι πιο εμβληματικές μούντζες στην τέχνη της νεότερης Ελλάδας να είναι τα 4.836 (κατά προσέγγιση) φάσκελα που πέφτουν στο «Υπάρχει και φιλότιμο» (βλ. μήδι 6), και σχεδόν όλα φεύγουν στον αέρα, προς έναν απόντα, υποτίθεται, βουλευτή Μαυρογιαλούρο. Το καλό με τη μούντζα είναι ότι δε χρειάζεται να έχεις μπροστά σου το θύμα. Τη ρίχνεις στον αέρα (πλάγια, προς τα πίσω, «κάπου προς τα κει» και βασικά τυχαία) και ξεσπάς και ξεμπερδεύεις.

3. Προς αντικείμενο.
Μιας και μουντζώνουμε ό,τι μας εκνευρίζει, πολλά φάσκελα τρώνε και τα αντικείμενα, κυρίως μηχανήματα που χαλάνε, μαραφέτια που δε δουλεύουν, ξυπνητήρια που δουλεύουν (που να μην έσωναν) και υπολογιστές που κρασάρουν. Βλ. παρ. 8.

4. Προς θεσμό.
Πολλές μούντζες φεύγουν στον αέρα για να δηλώσουν περιφρόνηση προς κάποιο θεσμό (αλλά και οργανισμό, κόμμα, νομικό πρόσωπο, εκπαιδευτικό ή άλλο ίδρυμα κλπ). Για παράδειγμα, όταν τα πλήθη μουντζώνουν εν χορώ τη Βουλή των Ελλήνων (βλ. μήδι 7) ή την Αμερικανική Πρεσβεία ή τη ΔΟΥ της γειτονιάς τους, είναι σαφές ότι οι τα φάσκελα πάνε προς το θεσμό που συμβολίζουν τα εν λόγω κτίρια - ή ενδεχομένως τη διαφθορά που πάει πακέτο με δαύτονα - και όχι στα ντουβάρια per se.

5. Αυτοφασκέλωμα.
Η αυτοκριτική και ο αυτοσαρκασμός είναι μεγάλο πράμα. Όταν έχεις κάνει μαλακία και το παραδέχεσαι (βλ. παρ. 9), όταν έχεις τσαντιστεί με την πάρτη σου, όταν νιώθεις αφόρητα μαλάκας, ρίχνεις ένα μεγαλοπρεπές φάσκελο στη μούρη σου. Και είσαι κύριος.

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Στα ρουμάνικα, η μούντζα λέγεται tiflă και βγαίνει βέβαια από την τύφλα.

Υ.Γ. Να μη συγχέεται με τον μουτζαχεντίν, το μουτζό και τα παράγωγά του (αν και, κατά Πετρόπουλο, κι αυτό απ' τη μούντζα βγαίνει) και το facepalm (βλ. μήδι 8.)

Η μούντζα στο λόγο:

  1. - Και τότε, κυρία, ο Γιαννάκης με είπε στόκο και του 'ριξα κι εγώ μια μούντζα και μου 'κανε κωλοδάχτυλο και κάτι του είπα για τη μάνα του, ε, και πλακωθήκαμε.

  2. - Με μουντζώσανε σήμερα, ρε Βαγγέλη. Χάλασε τ' αμάξι, λεωφορεία στο δρόμο μου δεν πέρναγαν γιατί κάναν έργα, το μετρό δεν κουνιόταν γιατί κάποιος φούνταρε στις γραμμές, ταξί δεν είχε λόγω απεργίας, η πιπεριά γαμήθηκε...

  3. - Ρε συ, πώς γράφεται αυτός ο Χοφστάντερ-πώς-τον-είπες; Γιατί πάω να τον γκουγκλάρω και τρώω μούντζες απ' το ψαχτήρι.

  4. - Έφτασα μια ανάσα πριν το πτυχίο, και φρίκαρα. Ξυπνάω μια μέρα και λέω «δε θέλω, γαμώ την πουτάνα μου, να γίνω δικηγόρος, οι γονείς μου θέλουνε». Και τα μούντζωσα όλα, πήρα δάνειο κι άνοιξα μπαράκι. Δε βγάζω πολλά, αλλά δεν μπαίνω και μέσα, περνάω και καλά. Να κεράσω σφηνάκια;

Η μούντζα επί τω έργω:

  1. - Αρχίδι! Σκατόπουστα! Γαμώ το σπίτι σου μέσα, κερατά!
    - ΝΑ ρε μαλάκα! Άντε χάσου από μπροστά μου μη σε γαμήσω με αμμοχάλικο νυχτιάτικα!

  2. - Ωχ! Τα γυαλιά μου! Πού πήγαν τα γυαλιά μου; Έχασα τα γυαλιά μου!
    - Παρ' τα μη στα χρωστάω! Τα φοράς, ηλίθιε.

  3. - Όρσε, μαλάκα! Πώς βγαίνεις έτσι απ' το στοπ, κύριος; Θες να μας σκοτώσεις; Νύχτα το πήρες το δίπλωμα; ΝΑ! γαμώ την πανακόλα σου, πούστη άντρα, το μουνί που σε πέταγε...
    (συνεχίζει να βρίζει για κάνα πεντάλεπτο)

  4. - Λοιπόν, έχω ξαναπεράσει Windows, έχω ξαναεγκαταστήσει όλα τα προγράμματα, έχω βάλει διπλάσια μνήμη και καινούργια κάρτα οθόνης. Δεν μπορεί, θα το τρέξει τώρα το παιχνίδι.
    (δέκα δευτερόλεπτα αργότερα)
    - ΝΑ μωρή μαλακία, που θα μου πεις εμένα «an unexpected error occurred»!

  5. - Ρε συ, τι έχεις κάνει εδώ;
    - Τι;
    - Έχεις πατσάρει λάθος αρχείο, να, κοίτα, αυτό είναι για την προηγούμενη έκδοση. Και μετά απορείς που δεν τρέχει το παιχνίδι.
    - Ε, είμαι μαλάκας.
    (μουντζώνεται)

Ο Λένιν μουτζώνει την Τυφλίδα... (από HODJAS, 22/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(α) Πανωλεθρία, ολική καταστροφή. Το λέμε όταν κάτι πήγε πάρα μα πάρα ΜΑ ΠΑΡΑ πολύ στραβά. (βλ. παράδειγμα 1)

(β) Σερί γκαντεμιάς. Όταν όλα πάνε κατά διαόλου το ένα μετά το άλλο, το τελευταίο θα είναι να γαμηθεί και η πιπεριά. (βλ. παράδειγμα 2)

Συνώνυμα: γαμήθηκε ο Δίας, πουτάνα όλα.

Προέλευση: Από το πρόσφατο καλτ φαινόμενο του συσιφονιού «το σαραντατρίο» (βλ. μύδι 1). «Πήρε να χαλάσει το φασόλι, πήρε να μαραζώσει το λεμόνι... Η πιπεριά γαμήθηκε...» (Εδώ βέβαια, ο επαγγελματίας οδηγός το λέει κυριολεκτικά.)

  1. - Ωχ! Τι έγινε εδώ μέσα; Πλημμυρίσατε;
    - Άσ' τα να πάνε. Έσπασε ο θερμοσίφουνας όσο λείπαμε διακοπές, και βρήκαμε το σπίτι ρημαδιό, νερά παντού. Έβαλα σφουγγαρίστρα, άρχισα το μάζεμα, δέκα κουβάδες έχω αδειάσει κι ακόμα σαν το Δέλτα του Νείλου είμαστε. Σου λέω, η πιπεριά γαμήθηκε...

  2. - Τι ώρα είναι αυτή, ρε Γιώργο; Τρεις ώρες άργησες, θα σε πάει πίπα-κώλο ο προϊστάμενος.
    - Δε φταίω εγώ ρε Βαγγέλη, με μουντζώσανε σήμερα.
    - Δηλαδή;
    - Χάλασε τ' αμάξι, λεωφορεία στο δρόμο μου δεν πέρναγαν γιατί κάναν έργα, το μετρό δεν κουνιόταν γιατί κάποιος φούνταρε στις γραμμές, ταξί δεν είχε λόγω απεργίας, η πιπεριά γαμήθηκε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από το αγγλικό it's up to you, και σημαίνει από σένα εξαρτάται, κάνε ό,τι νομίζεις, ξια σου.

Η μικρή Οδύσσεια της φράσης που έγινε αγνώριστη ήταν κάπως έτσι: ιτς απ του γιου > ιτς άπ(α) του γιου > η τσάπα του γιου.

Αυτό το α, που μπήκε σφηνόπουτσα εκεί μετά το «απ» χωρίς κανένα προφανή λόγο, πιθανόν οφείλεται στο ότι η δημοτική δεν πολυσυμπαθεί το σύμπλεγμα «πτ» και το αποφεύγει (έτσι ο ράπτης έγινε ράφτης, το πτερόν έγινε φτερό κλπ). Εδώ βέβαια τσοντάραμε ένα φωνήεν στη μέση. Οι ειδικοί ωστόσο εικάζουν ότι και το τραγούδι Sex Machine (βλέπε μύδι) έπαιξε το ρόλο του, με το up να προφέρεται άπα. (Γκετ άπα!)

Το δε «του γιου» μπορεί να είναι εκλαμβάνεται ως ελληνικό (η τσάπα του γιου μου του Βρασίδα) ή ως αγγλικό (η τσάπα to you), οπότε με μετάφραση προκύπτει η παραλλαγή: η τσάπα δικιά σου.

  1. — Τι να κάνω, ρε Διογένη; Να παντρευτώ την όμορφη ή την άσχημη;
    — Τι να σου πω, νέε μου. Αν πάρεις την άσχημη, θα την έχεις ποινή. Αν πάρεις την όμορφη, θα την έχεις κοινή. Η τσάπα του γιου.

  2. — Άκου φάση τώρα. Έξι μήνες ψάχνω δουλειά και δε βρίσκω τίποτα, και σήμερα με πήρανε τηλέφωνο από δύο εταιρείες. Η μία δίνει ΙΚΑ και οχτακόσα καθαρά, η άλλη είναι χωρίς μισθό και ΙΚΑ, αλλά με τα μπόνους θα χεστώ στο τάλιρο (έτσι μου λένε). Λες να το ρισκάρω;
    — Δεν ξέρω, ρε φίλε, η τσάπα δικιά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική (από Στερεά Ελλάδα και περίχωρα) χωριάτικη έκφραση-πασπαρτού, της οποίας η πλησιέστερη μετάφραση είναι το τούρκικο «γιοκ».

Μπορεί να σημαίνει απλή άρνηση (οπότε χρησιμοποιείται αντί του «όχι»), πλήρη έλλειψη (αντί του «τίποτα» ή του περιφραστικού «δεν υπάρχει, δεν έχει») αλλά και να δηλώνει πλήρη άγνοια - είτε εκ μέρους του ομιλητή (οπότε σημαίνει «δεν έχω ιδέα»), είτε ως προσβολή προς κάποιον που «δε νιώθει, ρε παιδί μου» (οπότε μεταφράζεται «δεν κατάλαβες/κατάλαβε τίποτα»).

Βλέπε και τα συναφή γιοκ βαρ (αδόκιμο), «χαμπερίμ γιοκ».

Ετυμολογία < πιθανόν από το αλβανικό nuk («δεν»).

- Γύρισ' ου μπάρμπας σ' απ'του χουράφ' ; - Νούκουτου!

Από δουλειά λοιπόν νούκουτου. Είχα όμως ένα βίτσιο: συλλογές.
(από blog)

οταν ειπα :«Και δεν ειναι ολη η Αρχαια Ελληνικη γραματεια οπως οριεσαι,ειναι οτι αφησαν οι καθ΄ολα φιλελληνες ταγοι του Γιαχβε σας»,το «αφησαν» δες το κυριολεκτικα (δεν εννοω επετρεψαν),ο junk95 το πιασε,εσυ νουκουτου.
(sic, από το forum του esoterica.gr - άντε βγάλε άκρη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ΠΑΣΠίτης (ή γενικότερα το μέλος της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ) ο οποίος τυγχάνει φανατικός οπαδός του σημιτικού εκσυγχρονισμού, σε αντιδιαστολή με τον «προεδρικό» Πασπίτη - που πίνει νερό στ' όνομα του Ανδρέα και των (θεωρούμενων) επιγόνων του. Ο όρος έβγαζε νόημα (και είχε μεγάλες δόξες) όταν ο Σημίτης ήταν στην εξουσία, αλλά βέβαια ξέπεσε όταν ο εκσυγχρονισμός ξεχάστηκε και αντικαταστάθηκε από το επόμενο μεγαλόπνοο σχέδιο για τη σωτηρία της χώρας (την περίφημη «επανίδρυση του κράτους»).

Η λέξη πρωτοειπώθηκε από τη Μαλβίνα Κάραλη και έπιασε αμέσως, διότι θεωρήθηκαν πετυχημένα τόσο το ταιριαστόν της κατάληξης - ιστήρι όσο και η (καθόλου τυχαία) ομοιοκαταληξία με το μαλακιστήρι.

  1. - Και εκεί που τους είχαμε ξεσηκώσει όλους στο αμφιθέατρο και θα παίρναμε την συνέλευση και θα πέρναγε η κατάληψη και θα γινόταν της πουτάνας...
    - Ναι;
    - Παίρνουν το λόγο τα δυο εκσυγχρονιστήρια της ΠΑΣΠ και τους παραμυθιάζουν ότι θα χάσουν το εξάμηνο, και κωλώνουν οι χέστες και χάνουμε την ψηφοφορία για μία ψήφο!
    - Όχι ρε πούστη.
    (Διάλογος θα μπορούσε να έχει γίνει οπουδήποτε κατά τη μεταρρύθμιση Αρσένη.)

  2. - Ο Γιωργάκης τα ξαναβρήκε με το Σημίτη!
    - Λες να επανεμφανιστούν τα εκσυγχρονιστήρια; Πλάκα θα 'χει!

(από Khan, 26/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ισοδυναμεί με το κάν' το λιανά, είναι μια παράκληση, δηλαδή, στον ομιλητή να επαναλάβει αυτό που είπε με πιο κατανοητό τρόπο - γιατί έτσι όπως τα 'πε πριν, δεν καταλάβαμε.

Προέλευση:
Στην αργκό του μπαρμπουτιού, αλλά και του εθνικού μας σπορ (τάβλι, ντε!), σπάω σημαίνει κουνάω τα ζάρια πριν τα ρίξω. Εξού και η προτροπή «σπάσε», όταν ξεκινάει το παιχνίδι.

Η κίνηση έχει θεμελιώδη σημασία στο τελετουργικό, αφενός επειδή έτσι αποδεικνύεις - θεωρητικά - ότι δεν κάνεις μπαγαποντιές και δεν «τσιμπάς» τα ζάρια, και αφετέρου επειδή με το κούνημα «σπας» την τύχη, δηλαδή μηδενίζεις το σκορ, σα να λέμε, με τη θεά Τύχη αυτοπροσώπως. (Γι' αυτό και οι προληπτικοί παίχτες, αν έχετε προσέξει, όσο πιο πολύ χάνουν, τόσο πιο μανιωδώς κουνάνε τα ζάρια. )

Όταν ρίχνεις τα ζάρια, και όσο ακόμα κυλάνε, ο συμπαίκτης έχει το δικαίωμα να σε σταματήσει αν υποπτεύεται ότι τα «τσιμπάς». Τα αρπάζει όπως κυλάνε, στα ξαναδίνει στο χέρι και λέει «σπάσ' τα και ξαναρίχτα». Είναι σα να σου λέει «δε σε πολυεμπιστεύομαι, για να σε δω πάλι» - βλέπε παράδειγμα 2. Καμιά φορά το κάνει και χωρίς να σε υποπτεύεται, μόνο και μόνο για να σου σπάσει την τύχη (αν έχεις ξεκωλωθεί στις διπλές, π.χ.) ή, ενδεχομένως, τα νεύρα.

Επίσης, όποτε το ζάρι κάνει τα δικά του και προσγειώνεται διαγωνίως ή έξω απ' το τάβλι (ή τον προκαθορισμένο χώρο για το μπαρμπούτι), δεν πιάνεται και πρέπει να ξαναρίξεις. Συχνά τότε ο συμπαίκτης προτρέπει «σπάσ' τα και ξαναρίχτα». Το οποίο ακούγεται αθώο, αλλά όταν συνοδεύεται από υφάκι μαγκίτικο (και πάντα συνοδεύεται από υφάκι μαγκίτικο), ισοδυναμεί με πείραγμα. Είναι σα να σου λέει «άχρηστε, όπου να' ναι τα πετάς, ξαναδοκίμασε μπας και κάνουμε δουλειά!» - βλέπε παράδειγμα 3.

1.
- Επαναλαμβάνω μόνο ότι είναι εύκολο να καθυποτάξουμε την πραγματικότητα σε μια κρίση, να της υπερεπιβάλλουμε καθολικά ένα κατηγόρημα από το να προσπαθήσουμε να την αναγνώσουμε και να ορίσουμε κάποιες προϋποθέσεις γνώσης της χωρίς να απομονώσουμε ο καθένας την δική του εμπλοκή, τον δικό του κύκλο, την δική του ερμηνεία και κυρίως την «εξαχθείσα αξία»...
- 'Ωπα, ρε τεράστιε, τι είπες τώρα; Για σπάσ' τα και ξαναρίχτα, γιατί δεν καταλάβαμε Χριστό.

2.
- Σ' έχω σκίσει, ρε! Έξι-ένα σ' έχω πάει! Άντε να φέρω μια εξάρες τώρα, να σου πάρω και το έβδομο, να σε ματώσω! (ρίχνει ζάρια)
- (αρπάζει ζάρια) Ώπα! Σπάσ' τα και ξαναρίχτα! Και σπάσ' τα καλά αυτή τη φορά!

3.
- Φτου! Πάλι ντόρτια ήφερα! Όχι όχι, περίμενε! Το ζάρι έκατσε στραβά πάνω στο πούλι, δεν πιάνεται!
- Ε, σπάσ' τα και ξαναρίχτα. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο...

πεντόδυο... (από Pirate Jenny, 14/02/09)Η πιο διάσημη μπαρμπουτιέρισσα της χώρας. Φανταστείτε τη ΔΙΚΗ της φωνή να λέει "σπάσ\' τα και ξαναρίχτα"! (από Pirate Jenny, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός της ψήφου, ο οποίος δείχνει ότι η εν λόγω ψήφος (που μόλις ρίξαμε ή θα ρίξουμε στην κάλπη) συνοδεύεται από πάθος! πίστη! όραμα! και τη βαθιά πεποίθηση ότι αυτή τη φορά ψηφίσαμε σωστά. Όχι ως αναποφάσιστοι και «ε, τι να κάνουμε, το μη χείρον βέλτιστον» και «ίδια σκατά είναι ούλοι, ας πετάξω κάτι στην τύχη». Αλλά με αποφασιστικότητα, γηπεδικό φανατισμό και άγριες διαθέσεις. Αργκ!

Μεταφορικά και κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται και όποτε θέλουμε να δείξουμε τη φανατική μας προτίμηση σε κάτι, ακόμα και αν δεν έχει καμία σχέση με εκλογές.

Προέλευση:
Πριν καθιερωθούν τα ψηφοδέλτια, όταν το ελληνικό κράτος ήταν νεότευκτο και οι πολίτες ως επί το πλείστον αναλφάβητοι, στις εκλογές υπήρχε μία κάλπη για κάθε υποψήφιο. Αυτές οι κάλπες ήταν κάτι ντενεκέδες, χωρισμένοι εσωτερικά σε δύο τμήματα –ένα για το «ναι» και ένα για το «όχι». Και εξωτερικά, για να φαίνεται, ο μισός ντενεκές ήταν βαμμένος άσπρος και έγραφε ΝΑΙ, κι ο άλλος μισός ήταν βαμμένος μαύρος και έγραφε ΟΧΙ. Είχε κι ένα σωλήνα μπροστά, που εξείχε σαν προβοσκίδα, και μέσα άνοιγε αρκετά ώστε να φτάνει και στα δύο τμήματα.

Οι εκλογείς, αντί να σταυρώνουν τον υποψήφιο της προτίμησής τους ή να γράφουν το όνομά του, έπαιρναν στη χούφτα τους ένα σφαιρίδιο από μολύβι, έχωναν το χέρι στο σωλήνα, και το άφηναν να πέσει είτε στην άσπρη μεριά του ΝΑΙ (αν ήθελαν να υπερψηφίσουν τον υποψήφιο) είτε στη μαύρη μεριά του ΟΧΙ (αν ήθελαν να τον καταψηφίσουν). Και μετά η εφορευτική μετρούσε τα σφαιρίδια σε κάθε μεριά κι έβγαζε αποτέλεσμα.

Όποτε, λοιπόν, οι εκλογείς αισθάνονταν ιδιαίτερα φανατισμένοι με την όλη διαδικασία (και εφόσον τα κόμματα αρχικά ήταν προσωποπαγή και το ρουσφέτι κι η κουμπαριά πηγαίναν σύννεφο, αυτό συνέβαινε πολύ συχνά –μην κοιτάτε τώρα που ξεχειλίζουμε από ήθος), δάγκωναν το σφαιρίδιο πριν το ρίξουν –για να δείξουν την αποφασιστικότητά τους, το πολεμικό τους φρόνημα και το αντριλίκι τους, ατςς. (Οι γυναίκες στην Ελλάδα απέκτησαν δικαίωμα ψήφου μεταπολεμικά).

Από εκεί βγήκε η έκφραση «θα το ρίξω / το έριξα δαγκωτό», η οποία επιβιώνει μέχρι σήμερα, παρ' όλο που τα σφαιρίδια και οι γκαζοντενεκέδες χρησιμοποιήθηκαν για τελευταία φορά το 1920. Από την ίδια διαδικασία έχει μείνει και η έκφραση «θα τον μαυρίσω / τον μαύρισα» (τον υποψήφιο).

Ετυμ. < δαγκώνω < μτγν. δακώνω < αρχ. δάκνω

- Ψωμιάδη δαγκωτό, ρε!!!! Ααααργκ!! Ζήτω ο Ζορρό!!!
- Άει καλά, έχετε ξεφύγει τελείως εσείς εκεί πάνω. Και μετά σάς φταίει το κράτος των Αθηνών.

- Εμείς στο σόι μας, ψηφίζουμε Μαυρογιαλούρο δαγκωτό, κύριε υπουργέ μου! Κι είμαστε και μεγάλο σόι, φτου να μη μας αβασκάνω, τρακόσα ψηφαλάκια μετρημένα, και πενήντα οι διπλοεγγραφές; Τρακόσα πενήντα! Ε, να μη μας διορίσετε κι εσείς το παλικάρι μας τον Αντρέα λιμενοφύλακα στην Άνδρο;

- Θα πάμε για μπύρες ή για ρακές σήμερα;
- Ρακές, φίλε! Δαγκωτό!

η κάλπη-ντενεκές (από Pirate Jenny, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματικό για το μαύρο ελληνικής προέλευσης, και συνακολούθως ΑΑ ποιότητας - το αντίθετο της μπουρούχας.

Ο διαχωρισμός οφείλεται αφενός στην τραγικά λανθασμένη άποψη πως ο,τιδήποτε ελληνικό είναι εξ ορισμού καλύτερο, αφετέρου στη δυστυχώς σωστή άποψη ότι το μαύρο το οποίο εισάγεται (και στην Ελλάδα το εισαγόμενο είναι 90% από Βαλκάνια, κυρίως Αλβανία) είναι προΐόν μαζικής και σχεδόν βιομηχανικής παραγωγής, με όλα τα φυτοφάρμακα και την τσαπατσοδουλειά που αυτό συνεπάγεται, και αφετρίτου στο ότι, ως φυσικό προϊόν και σαν το καλό κρασί, το καλό μαύρο δε νοείται να είναι αγνώστου προελεύσεως.

  1. (Πάω νύχτα στο περίπτερο ν' αγοράσω καπνό και χαρτάκια. Παρακείμενος αργόσχολος, με το που βλέπει τα Rizla, επεμβαίνει και κλείνει μάτι.)
    - Κοπελιά, θέλεις τίποτα μαζί μ' αυτό; Έχω πράμα που σαλεύει!
    - Ε... εγώ δεν... τι;
    -Έλληνα έχω!

  2. - Άντε να το σκάσουμε, παιδιά, είναι και ονομασία προελεύσεως ελεγχόμενη! Μυλοπόταμος!
    (παφ)
    - Τι... τι... τι Μυλοπόταμος και κουραφέξαλα, ρε; Έλληνας είναι αυτός; Αυτό κάνει μπαμ από χιλιόμετρα ότι είναι μπουρούχα Αλβανίας. Θα βρωμίσουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδανά για το πέσιμο από μπάτσους (και όχι το πέσιμο σε γκόμενα).

Σημειωτέον, ότι ενώ το πέσιμο (κανονικά) μπορεί να αναφέρεται και σε ο,τιδήποτε περιγράφεται με το «μας την πέσανε» (π.χ. έκαναν τα ΜΑΤ ντου στην πορεία, μας όρμησαν οι μπράβοι στο μαγαζί, μας πιάσανε οι επιτηρητές εκεί που αντιγράφαμε κλπ), το σιμοπέ (ποδανά), ως πιο μάγκικο και του υποκόσμου, δηλώνει συγκεκριμένα τη χαλαρή προσέγγιση ή και βίαιη εφόρμηση των φίλων μας των μπάτσων κατά την τέλεση παράνομης πράξης, με σκοπό τη σύλληψη.

  1. - Πέτα το μαλάκα, πέτα τον γάρο στη θάλασσα ΤΩΡΑ, έρχονται λίτες για σιμοπέ!

  2. - Ε τον καημένο το Θανασάκη, εκεί που χαράκωνε με κλειδί κάτι αμάξια, του κάναν σιμοπέ οι μπάτσοι και τον τράβηξαν στο τμήμα κι έφαγε μια ξυλάδα που 'ταν όλη δική του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified