Η λέξη αυτή σημαίνει: τραβάω μαλακία και χρησιμοποιείται, και κυριολεκτικά, αλλά και για να δείξουμε ότι βαριόμαστε.

Κυριολεκτικά:
- Που είναι ο Γιάννης ;
- Άστα φίλε, ντρέπεται να βγει έξω πια...
- Γιατί ;
- Τον έπιασε ο διευθυντής του σχολείου να ψωλοβαράει στην τουαλέτα!
- Α, το μαλάκα!

Μεταφορικά:
- Που είσαι χαμένος ρε τόσο καιρό ;
- Αφήστε παιδιά είχα πάθει κατάθλιψη και ψωλοβαρούσα όλη μέρα στο σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε οτι ένα μέρος είναι γεμάτο.

Συνώνυμο με το μπίμπα, τίγκα.

- Για δες μέσα, υπάρχει κανένα τραπέζι ;
- Μπα, φίσκα είναι, γάμα το. - Εντάξει, πάμε για αλλού.

Βλ. και κάργα, μπίμπα, τίγκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτή η φράση λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι πούστης.

Εμπνεύστηκε από την πετυχημένη σειρά πρίζον μπρέικ, όπου, στην φόξ ρίβερ, τα αγοράκια που γαμούσε ο τι-μπαγκ του έπιαναν την τσέπη.

- Τους βλέπεις αυτούς τους δυο εκεί;
- Ναι ρε μαλάκα και έχω φρίξει με τον ξανθό!
- Του κρατάει την τσεπούλα από ό,τι φαίνεται...
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ο οποίος έχει κολλήσει με κάτι και γίνεται απίστευτα εκνευριστικός.

- Μαλάκες, η Μαρία είναι η πιο όμορφη κοπέλα που είχα ποτέ, τι να σας πω, μιλάμε είναι θεά!
- Τι λες βρε μαλάκα, σιγά τη γκόμενα, είπαμε, όχι και θεά… - Είναι πανέμορφη, δεν μπορώ, την κοιτάω συνέχεια.
- Καλά , καλά, παιδιά πήγα με μια χτες, τι να σας πω, φωτιά και λάβρα, κάτι καμπύλες... άλλο πράγμα!
- Και η Μαρία έτσι είναι έχει κατ......
- Σκάσε βρε μαλάκα, το γουδί το γουδοχέρι , θα φας ξύλο στο τέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο, όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποιος το έχει παρακάνει, εξ ου και το γαμήσι μέχρι θανάτου που είναι υπερβολή. Κανείς δεν γαμάει μέχρι να πεθάνει η/ο παρτενέρ του.

Ενίοτε το λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι έχουμε μπλέξει . Το να γαμάς μέχρι να πεθάνει είναι πρόβλημα. Τι θα κάνεις μετά;

Παράδειγμα 1:
- Ρε Γιάννη τι θα γίνει; Όποτε θα φέρνεις γκόμενα στο σπίτι μου θα το κάνεις πουτάνα; Έλεος! - Εντάξει μωρέ, για το βούτυρο στα σεντόνια λες; - Ναι ρε μαλάκα, άδειασες όλο το βιτάμ στο κρεβάτι, φτάνει, το γαμήσαμε και ψόφησε

Παράδειγμα 2:
- Μαλάκα γράφουμε μαθηματικά την επόμενη ώρα! - Τώρα μάλιστα, το γαμήσαμε και ψόφησε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tην φράση αυτή τη λέμε, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον, ο οποίος κάθεται όλη μέρα, είναι κηφήνας και δεν δουλεύει, δηλαδή κωλοβαράει.

- Τι κάνεις εκεί;
- Διάλειμμα.
- Τι λες βρε μαλακισμένε, σιγά, πόσο δούλεψες;
- Σε παρακαλώ, τόση ώρα καθάριζα, κουράστηκα!
- Άντε σήκω ρε, γιατί το 'ριξες πολύ στο καραπουτσαριό και δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν κάποιος δικαιολογείται για κάτι που δεν κατάφερε.

Είναι συνώνυμο με το «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

- Καλά ρε, τι καρσιλαμάδες σε χόρεψε ο Γιάννης χτες στον αγώνα, μιλάμε σου 'σκασε κάτι ντριπλίδια...
- Σιγά τον παίχτη, ήμουνα κουρασμένος επειδή την προηγούμενη μέρα γαμούσα την Μαίρη, αλλιώς ούτε μπάλα δεν θα ακουμπούσε.
- Καλά, καλά, την κοντή την πούτσα δεν την φταίει το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιδεράς είναι αυτός που είναι πολύ γυμνασμένος . Οι μύες του φαίνονται από παντού και είναι τεράστιος.

Γιάννης: Είδα και τον Χάρη σήμερα Βασίλης: Ποιόν ρε, αυτόν το σιδερά;

άλλο..

- Φίλε έχεις γίνει σιδεράς!
- Είδες τι κάνει το γυμναστήριο;!

Βλ. και σιδεράδικο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για να στιγματίσουμε την σεξουαλική ζωή κάποιου (μόνο για πούστηδες).

- Ρε Μήτσο τον βλέπεις αυτόν που χορεύει περίεργα ;
- Ναι ρε φίλε, μεγάλη αδερφάρα!
- Μόνο αδερφάρα; Αυτός είναι για τον πουστοστρατό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται: όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποιος έχει βολευτεί, έχει μεγαλοπιαστεί με κάτι που απόκτησε.

- Ρε, τον είδες τον Γιωργάκη με εκείνη την ψηλή;
- Ναι τον είδα, ρούπι δεν την αφήνει να περπατήσει χωρίς να είναι αυτός μαζί, και να μην την κοιτάζει άλλος...
- Εντάξει μωρέ, καλή είναι, αλλά όχι τίποτα το ιδιαίτερο. - Ναι αλλά, αυτός νομίζει ότι έπιασε τον πάπα απ' τα αρχίδια με αυτήν την γκόμενα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified