Χρησιμοποιείται υποτιμητικά σαν βρισιά, όπως το μουνόπανο.

Δημητρης: Τζιοβάνι ξύπνα να βάλεις τις πιτζάμες σου. Τζιοβάνι : ζζζζζζζζζζζζζζ
Δημήτρης : Σήκω ρε μουνάντερο!
Γιάννης : Καλά ρε, ξυπνάς το παιδί 5 το πρωί για να βάλει πιτζάμες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τρελιάρης. Aυτός που δεν μασάει και κάνει ό,τι τρέλα θες.

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε κάποιον, που είναι μορφή και δεν κωλώνει.

- Τον είδες; Πήγε και ζήτησε καπότες από τον ταρίφα, έλεος!
- Ναι ρε μαλάκα, τι έκανε ο ντελνός!

Βλ. και τρελάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή, ετυμολογικά, σημαίνει «τραβάω μαλακία», «παίζω το πουλί μου», αλλά χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε στον άλλο ότι βρίσκεται στον κόσμο του.

- Βρε μαλακισμένα, μην παίζετε μπάλα στον κήπο, θα μου χαλάσετε τα λουλούδια!
- Μα δεν παίζουμε μπάλα, μπέιζμπολ παίζουμε…
- Καλά, εσύ αγόρι μου παίξε με το λιλί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι συνθηματική και λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε στον άλλο ότι, δεν έχουμε μεταφορικό μέσο.

Δηλαδή:

  • peugeot = πεζό = πεζός
  • 2 = 2 πόδια έχουμε

-Μαλάκα, μου πήρε ο πατέρας μου καινούργιο αμάξι, ένα γκολφάκι φοβερό μιλάμε!
-Άντε ρε, καλορίζικο!
-Εσύ έχεις αυτοκίνητο;
-Πως, πεζό 2, δεν κολώνει πουθενά, παντού πηγαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται: όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποιος έχει βολευτεί, έχει μεγαλοπιαστεί με κάτι που απόκτησε.

- Ρε, τον είδες τον Γιωργάκη με εκείνη την ψηλή;
- Ναι τον είδα, ρούπι δεν την αφήνει να περπατήσει χωρίς να είναι αυτός μαζί, και να μην την κοιτάζει άλλος...
- Εντάξει μωρέ, καλή είναι, αλλά όχι τίποτα το ιδιαίτερο. - Ναι αλλά, αυτός νομίζει ότι έπιασε τον πάπα απ' τα αρχίδια με αυτήν την γκόμενα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για να στιγματίσουμε την σεξουαλική ζωή κάποιου (μόνο για πούστηδες).

- Ρε Μήτσο τον βλέπεις αυτόν που χορεύει περίεργα ;
- Ναι ρε φίλε, μεγάλη αδερφάρα!
- Μόνο αδερφάρα; Αυτός είναι για τον πουστοστρατό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιδεράς είναι αυτός που είναι πολύ γυμνασμένος . Οι μύες του φαίνονται από παντού και είναι τεράστιος.

Γιάννης: Είδα και τον Χάρη σήμερα Βασίλης: Ποιόν ρε, αυτόν το σιδερά;

άλλο..

- Φίλε έχεις γίνει σιδεράς!
- Είδες τι κάνει το γυμναστήριο;!

Βλ. και σιδεράδικο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν κάποιος δικαιολογείται για κάτι που δεν κατάφερε.

Είναι συνώνυμο με το «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

- Καλά ρε, τι καρσιλαμάδες σε χόρεψε ο Γιάννης χτες στον αγώνα, μιλάμε σου 'σκασε κάτι ντριπλίδια...
- Σιγά τον παίχτη, ήμουνα κουρασμένος επειδή την προηγούμενη μέρα γαμούσα την Μαίρη, αλλιώς ούτε μπάλα δεν θα ακουμπούσε.
- Καλά, καλά, την κοντή την πούτσα δεν την φταίει το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tην φράση αυτή τη λέμε, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον, ο οποίος κάθεται όλη μέρα, είναι κηφήνας και δεν δουλεύει, δηλαδή κωλοβαράει.

- Τι κάνεις εκεί;
- Διάλειμμα.
- Τι λες βρε μαλακισμένε, σιγά, πόσο δούλεψες;
- Σε παρακαλώ, τόση ώρα καθάριζα, κουράστηκα!
- Άντε σήκω ρε, γιατί το 'ριξες πολύ στο καραπουτσαριό και δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο, όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποιος το έχει παρακάνει, εξ ου και το γαμήσι μέχρι θανάτου που είναι υπερβολή. Κανείς δεν γαμάει μέχρι να πεθάνει η/ο παρτενέρ του.

Ενίοτε το λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι έχουμε μπλέξει . Το να γαμάς μέχρι να πεθάνει είναι πρόβλημα. Τι θα κάνεις μετά;

Παράδειγμα 1:
- Ρε Γιάννη τι θα γίνει; Όποτε θα φέρνεις γκόμενα στο σπίτι μου θα το κάνεις πουτάνα; Έλεος! - Εντάξει μωρέ, για το βούτυρο στα σεντόνια λες; - Ναι ρε μαλάκα, άδειασες όλο το βιτάμ στο κρεβάτι, φτάνει, το γαμήσαμε και ψόφησε

Παράδειγμα 2:
- Μαλάκα γράφουμε μαθηματικά την επόμενη ώρα! - Τώρα μάλιστα, το γαμήσαμε και ψόφησε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified