-Ρε, ο Τάκης έπιασε γκόμενα;
-Τι λε ρε;
-Ναι ρε. Τον είδα στα Γκούντις με ένα νιμού όλα τα λεφτά.
-Unpisteftable. Βρήκε γκόμενα ο Τάκης. Κι εμείς πάλι μπουκάλα...
-Ρε, ο Τάκης έπιασε γκόμενα;
-Τι λε ρε;
-Ναι ρε. Τον είδα στα Γκούντις με ένα νιμού όλα τα λεφτά.
-Unpisteftable. Βρήκε γκόμενα ο Τάκης. Κι εμείς πάλι μπουκάλα...
Και στα Ελληνικά: απιστεύταμπολ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αλβανός, που μιλάει τα ελληνικά με προφορά Κλίντον. (Έχετε ακούσει ποτέ τον Kλίντον να μιλάει ελληνικά;)
-Ντεν κταλαμπαίνει αφεντικό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άνθρωπας ή και άθρωπας, μορτικώ τω τρόπω, άνθρωπος.
Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.
– Θα σου κάνω κονέ μ' εκείνη την ξανθιά στη γωνία. Της δίνεις το τηλέφωνο, έρχεται σπίτι σου, κι από κει και πέρα δικό σου θέμα.
– Σε παρακαλώ ρε Πετράν. Πάνω απ' όλα είμαι άνθρωπας. Τη φουκαριάρα τη γυναίκα μου σκέφτομαι.
– Τι ρε, μη σας πιάσει στα πράσα;
– Όχι ρε, μη βρεθούν παλιές φιλενάδες. Αφού ξέρεις. Η γυναίκα η δικιά μου έχει περάσει από όλα τα μπουρδέλα Αθηνών και πάσης Ελλάδος...
Δες και ανθρωπίνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ψεύτικο, το μούφα, το μουσαντέ, υποτιμητικά.
– Ε, το βλέπεις εκείνο το Λίλιαν εκεί στη γωνία; Θα πάω να της την πέσω!
– Τι να της κάνεις εσύ αυτηνής ρε γκόμενε ιμιτασιόν; Αυτή είναι καρακουκλάρα, μ' εσένα τι να κάνει;
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περίεργος τυπάς, από αυτούς που πήρανε κάπου αλλού την κωδική ονομασία: Γνωστοί Άγνωστοι.
Του αρέσουνε τα μαθηματικά, ειδικά αυτά που έχουν από μπροστά το % (Shift5). Είναι απόγονος των Νεφελίμ και κατά πάσα πιθανότητα θα κυβερνήσει τη Δημοκρατία της Μαλακίας (άλλοι τη λένε Ελλάδα).
*Κανένας 34,6%
*Κωστίκας 29,2%
*Γιωρίκας 26,9%
Και κάτι ψιλά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ερεθίζομαι σεξουαλικά, φτιάχνομαι, τη βρίσκω, έρχομαι σε ανώτατο στάδιο ηδονής.
– Την είδες εχθές την Πετρούλα;
– Ναι ρε μαλάκα. Με το στριγκάκι έμεινε. Και κάτι κουνήματα. Ε ρε πράμα που σαλεύει! Η γκόμενα είναι κωλάρα Κρόφτ. Και βύζο όλα τα λεφτά, ω ρε μάνα μου, κάβλωσα άγρια εχθές...
– Αυτήν κανένας ματσωμένος θα την κανονίζει...
– Αυτή φίλε την κανονίζει όλος ο αντρικός πληθυσμός Αθηνών και πάσης. Η γκόμενα είναι κάβλα.
– Το απόλυτο νιμού, φίλε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γκομενάκι που προσελκύει τον άντρα να τη ρίξει στο κρεβάτι, ή αυτή που τη βρίσκει με τον κρεβατιακό τομέα.
(Συζήτηση νταβατζήδων)
- Οι καινούριες σ΄ αρέσανε;
- Μπα, ρε μάγκα, γουρούνι στο σακί όλες. Σου ΄χω γω απόψε μία... Ένα μόνο σου λέω. Φίνο γκομενάκι και πολύ κρεβατάμπλ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.
-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!
Βλ. και αντάβαλος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τυπάς που έχει ύφος κομμώτριας που της θίξανε τη βαφή. Επίσης, ο τύπος που είναι σα να βγήκε από τα Σύνορα της Αγάπης.
- Πώς είσαι έτσι ρε, σαν πατημένος ντολμάς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αυνανισμός, η μαλακία, το καταχτύπι.
-Ρε Νικόλα, τι έγινε τελευταία κι είσαι έτσι;
-Άσε μαλάκα. Δε μπορώ να πηδήξω. Μαλακοκαύλης βγήκα ρε. Ντροπιάζω το αντρικό φύλο!
-Πώς το κατάλαβες αυτό ρε;
-Να ρε, μ΄ εκείνο το γκομενάκι απ΄ το μπαρ, το πήγα σε ξενοδοχείο, κι αντί να την πηδήξω...
-Τι ρε;
-Μαλακοκαύλης την τελευταία στιγμή. Ανίκανος!
-Και τώρα τι θα κάνεις; Θα το ρίξεις στην παχιά;
-Μακάρι φίλε να γινότανε κι αυτό. Τρεις μέρες τώρα, ούτε μαλακία δεν μπόρεσα να τραβήξω από την πίκρα.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified