Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.

-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!

Χάρτης της Μπουρκίνα Φάσο - η Ουαγκαντουγκού πρώτο τραπέζι πίστα (από poniroskylo, 13/03/09)

Βλ. και αντάβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψεύτικο, το μούφα, το μουσαντέ, υποτιμητικά.

– Ε, το βλέπεις εκείνο το Λίλιαν εκεί στη γωνία; Θα πάω να της την πέσω!
– Τι να της κάνεις εσύ αυτηνής ρε γκόμενε ιμιτασιόν; Αυτή είναι καρακουκλάρα, μ' εσένα τι να κάνει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται μεταξύ των γκεϊμεράδων. Πωρωμένος σημαίνει, ο τυπάς που έχει κολλήσει στο μηχάνημα, βαράει 24ωρα στο Lineage, και κλέβει λεφτά από το πορτοφόλι του μπαμπά του για να πάει στο ίντερνετ καφέ της γειτονιάς του.

- Ρε Μιχάλη, πάλι εδώ σε βρίσκω. Τι θα γίνει ρε, θα βγούμε για κανένα γκομενάκι;
- Μπα, παίζω εδώ Counter και τη βρίσκω άγρια!
- Τι πωρωμένος είσαι εσύ ρε; Πώς πωρώθηκες έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τα πρήζω - μου τα πρήζεις - πρήξιμο:
Η τελευταία φράση που ακούγεται ΠΑΝΤΑ μετά από κήρυγμα γονέως, ή πάσης άλλης φύσεως κηδεμόνα.

Πρήξιμο είναι η κατάσταση κατά την οποία έχεις φάει χυλόπιτα, στο καπάκι σου στράβωσε η υπόθεση με άλλη γκόμενα, έρχεσαι κατά τις 1 το πρωί στο σπίτι, και βλέπεις μπαμπαδομαμάδες να σε περιμένουν, και να αρχίζουν με κάτι σαν αυτό:

Ρε αλητάμπουρα. Ρε κοπρόσκυλο της κοινωνίας. Ρε μου 'φαγες τα σ(υ)κώτια (το αντίστοιχο δεν είναι αυτό που νομίζεις των γονέων), που σε μεγάλωσα με 542.378 κόπους και 992.561 στερήσεις (!) για να μου γίνεις αλήτης, να γυρνάς 1 η ώρα στο σπίτι και να μπεκροπίνεις στα μπουζούκια...

(Ο έφηβος, αν δεν έχει κοιμηθεί, μονολογεί):

— Ω ρε πρήξιμο!

μας τα χεις κανει μπαλονια... (από BuBis, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και γαμώ τις φάσεις, σούπερ ντούπερ σπέσιαλ, ανεπανάληπτο (όχι του Βοσκόπουλου), unpektable

-Μαλάκα, πήρα ένα mini disk με ραπιές, μιλάμε τζαμάικα!

-Ω ρε μάνα μου, αυτό είναι; Τζαμάικα φίλε, μπατιλικώνει άγρια. (Εφηβική αντίδραση μπροστά σε μηχανάκι)

(από Vrastaman, 10/03/09)(από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαντάκωμα, μπιφτέκωμα. Φαινόμενο δηλαδής, κατά το οποίο ο φαντάρος του χ λόχου, που είναι 481 (το σήμερα εννοείται) πριν απολυθεί. Έχει Καλλιόπη, μετά χόκεϊ επί λίπους (μαγειρία) και το βράδυ βάρδια στην πύλη. Συνήθως η μέρα είναι Παρασκευή, και την άλλη μέρα έρχεται και ο χ συνταγματάρχης για επιθεώρηση.

- Εσένα σε βλέπω παρφουμαρισμένο ρε Καραμήτρο. Πάλι έξοδο ρε ψάρακα;
- Ναι ρε Μπουρδάνο, εμένα όλο άδειες μου δίνει ο Τζουνάκος. Μπουζούκια κι έτσι. Εσύ;
- Εγώ πάλι πήξιμο.

Το πήξιμο σε όλα τα σώματα! (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Βλ. και σχετικά λήμματα πήζω, έχει πήξει το μουνί μας, πυξλαμούν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δεν πάει κατευθείαν στο ψητό και κατά κύριο λόγο ο φαφλατάς, ο σαρλάπης, το ανιψάκι του Θέμου.

- Γιατί δεν ήρθες χτες για μπασκετάκι ρε;
- Ε, να, ξέρεις, τώρα, αφού...
- Άσε ρε πρόλογε. Πες ότι δε σ' άφηνε η γκόμενα. Στο βρακί της σ' έχει βάλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπας ή και άθρωπας, μορτικώ τω τρόπω, άνθρωπος.

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

– Θα σου κάνω κονέ μ' εκείνη την ξανθιά στη γωνία. Της δίνεις το τηλέφωνο, έρχεται σπίτι σου, κι από κει και πέρα δικό σου θέμα.
– Σε παρακαλώ ρε Πετράν. Πάνω απ' όλα είμαι άνθρωπας. Τη φουκαριάρα τη γυναίκα μου σκέφτομαι.
– Τι ρε, μη σας πιάσει στα πράσα;
– Όχι ρε, μη βρεθούν παλιές φιλενάδες. Αφού ξέρεις. Η γυναίκα η δικιά μου έχει περάσει από όλα τα μπουρδέλα Αθηνών και πάσης Ελλάδος...

Δες και ανθρωπίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σωβρακοφανής: όταν φαίνεται κάποιου το σώβρακο

Σωβρακοφάνεια: η συνακόλουθη ντοματοπομπή, αν ο σωβρακοφανής βγει στην πλατεία.

- Μωρ΄ συ! Του σώβρακου΄ς φαίνεται!

(Σερραίος για σωβρακοφανή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκομενάκι που προσελκύει τον άντρα να τη ρίξει στο κρεβάτι, ή αυτή που τη βρίσκει με τον κρεβατιακό τομέα.

(Συζήτηση νταβατζήδων)

- Οι καινούριες σ΄ αρέσανε;
- Μπα, ρε μάγκα, γουρούνι στο σακί όλες. Σου ΄χω γω απόψε μία... Ένα μόνο σου λέω. Φίνο γκομενάκι και πολύ κρεβατάμπλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified