Το ωραίο, αεράτο, χλιδάτο, κυριλέ μουνί. Συνήθως κάτω των 20 ετών. Η εξελίξιμη ενζενύ. Η φουριόζα debutante. Μάλλον αυτή που ενέπνευσε το σεξορητό: «Πες μου πότε χύνεις, να 'ρθω να κοινωνήσω».

- Τί μουνέτο είναι εκείνη ή γκόμενα του Τζόνι, ρε μαλάκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τρεις και άνω γκέις κάνουνε πάρτι με ούζα σε συγκεκριμένη στάση, ο ένας πίσω από τον άλλον, όπως τα βαγόνια του τραίνου. Καμιά φορά στη φάση παίζουν και γυναίκες με φορετά τσουτσούνια.

Στη Μύκονο γίνονται κάτι τρενάκια το καλοκαίρι, που χάνει η μάνα το τεκνό...

Τσούφ-τσούφ... Μην κουνιέστε πολύ κορίτσια γιατί θα πάμε άπατοι στη χαράδρα... (από Marco De Sade, 25/03/09)Ντούμπι Μπράδερς (σε μιξάρισμα αλα Σίστερς όμως). (από vikar, 07/10/10)

βλ. και καροτσάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ωραία, αλλά ηλίθια ξανθιά. Το επιτηδευμένο βούρλο. Από την πασίγνωστη κουκλίτσα-φετίχ Barbie.

  2. Η γκόμενα -άσχετα με το χρώμα μαλλιού- η οποία συχνάζει σε μπάρ. Ή ακόμα καλύτερα, αυτή που πάει από μπάρ σε μπάρ, όπως οι μέλισσες από λουλούδι σε λουλούδι. (Μάλλον από το bar + bee).

Μπάρμπι η δικιά σου. Ή θα της το κόψεις το χούι, ή θα γίνεις κι εσύ αλκοολικός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η λυσσασμένη για πούτσο γκόμενα. Αυτή που όταν βλέπει ψωλή διαθέσιμη δεν υπολογίζει τίποτα.
  2. Ο αγριογκέι.

Η λυσσάρα μας έφαγε όλους τους άντρες. Δεν έχει αφήσει ούτε ένα παπάρι να πέσει κάτω...

Μακριά από τις λυσσάρες που ξέρουν σκοποβολή (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η ψεύτικη εγκυμοσύνη. Όταν η γκόμενα γκαστρώνεται από αέρα κοπανιστό.

Η κατάσταση στην οποία υπάρχουν όλα τα συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, ζαλάδες, φούσκωμα κοιλιάς, αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα όλα επανέρχονται στο κανονικό.

Μερικές φορές συμβαίνει και στα ζώα, ειδικά στα σκυλιά.

(Τι μπορείς να πάθεις στα καλά καθούμενα...).

- Γέννησε η Σοφία;
- Τι να γεννήσει; Ανεμογκάστρι ήτανε...

Για τους άπιστους Θωμάδες... (από Marco De Sade, 18/03/09)Του Αρκά (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δοχείο με το «γνήσιο» ουίσκι Σκωτίας (demijohn). Ο μισός Τζόν. Ο άλλος μισός την πούλεψε για να σωθεί.

Η ελληνική απάντηση στην πολυεθνική βιομηχανία του πιοτού. Γνήσιο απόσταγμα βιοτεχνίας φτιαγμένο με μεράκι για το κάθε κοροϊδάκι. Από Νέρωνες για μελλοθάνατους.

  1. Τού 'πα του μαλάκα του μπάρμαν να μου βάλει ένα καθαρό και μου έβαλε από την νταμιζάνα, λές και είμαι χτεσινός...

  2. Ποιό Τζόνι ρε μαλάκα; Νταμιζάνα μας έβαλε ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δικηγόρος. Γιατί πάντα φουσκώνει τις υποθέσεις με ψέματα για να ευνοήσει τον πελάτη του.

Έχει προσλάβει κι αυτόν τον ψεύτη και με τραβολογάνε στα δικαστήρια για κάτι μαλακίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο πράμα μαζί με όλη την γύρω περιοχή. Πιθανόν λόγω τριχοφυΐας. Το ηβαίο.

(βλ. και «γατάκι», αλλά καλύτερα βλέπε το μύδι).

Ρε μαλάκα είχε ένα γατί η γκόμενα, και αχτένιστο μιλάμε.

Μπορεί να σχετίζεται με: τριχοφοβία. Να μην συγχέεται με: γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τρώω γκομενάκι. Το φιστικώνω. Το γράφω στον κατάλογο με τις κατακτήσεις. Από το ιταλικό colazione = κολατσιό, τσιμπολόγημα.

  2. Δαγκώνω κάποιον / κάποια στο πορτοφόλι. Του / της τσιμπολογάω χρήμα.

  1. Το έχεις κολατσίσει το μωράκι;

  2. Άσε μαλάκα, δεν κολατσίζεις εδώ, είναι καβουρομάνα ο τύπος.

Μετά το κολατσιό, ακολουθεί η κανονική μάσα (από Marco De Sade, 01/05/09)...Φτάνει μη σου κάτσει τίποτα τέτοιο στο λαιμό (από Marco De Sade, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλακομούνι ... Η τριβή δύο σχεδόν επίπεδων γυναικείων επιφανειών μεταξύ τους, συνοδευόμενη από «άχ» και «ώχ». Μερικές φορές, το επίμονο χτύπημα της μιάς πάνω στην άλλη. Κάπως έτσι σφυρηλατούνται οι δυνατές φιλίες.

Πολύ πλακωτό πέφτει στη Γλυφάδα...

-Είσαι για ένα πισωκολλητό; -Ά, όχι, δεν μου αρέσουν οι ανωμαλίες. (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified