Ο μασόνος (λόγω της ποδίτσας που φορούν οι μασόνοι στις επίσημες τελετές τους).

  1. - Αυτός φοράει ποδίτσα. (= είναι μασόνος)

  2. - Στην Ελλάδα διοικούν οι ποδίτσες. (Όπως είχε πεί κάποτε Έλληνας πολιτικός στην Ζούγκλα).

(από Vrastaman, 09/03/09)Ποδίτσα και ημίψηλο. Η πιό καλή νοικοκυρά... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που τρώει παντοφλιές από την γυναίκα του ή την γκόμενά του, ο γυναικο-υπήκοος, ο μουνόδουλος. Αυτός που δεν τολμάει να πει την γνώμη του αν δεν ρωτήσει την γυναίκα του.

  2. Αυτός που δεν έχει σχέση με την περιπέτεια, αυτός που είναι συνέχεια με τις παντόφλες, ο βαρετός τύπος, ο εκνευριστικά σπιτόγατος.

(την ίδια έννοια έχει και το παντοφλάκιας)

  1. Αυτός είναι τελείως παντόφλας. Η γυναίκα του τον έχει βάλει στο βρακί της.

  2. Η Λένα τα έφτιαξε με έναν παντόφλα, πω ρε πούστη μου...

Και μιά αλοιφή για καρούμπαλα, παρακαλώ... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Βλ. και σχετικό (προς το 1) λήμμα μουνοείλωτας, ΝτεΦονσέκα, έπεσε, 38άρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το παπούτσι που φοράει ο νεκρός στο τελευταίο του ταξίδι.
  2. Το πολύ κλασσικό μαύρο παπούτσι (περιφρονητικά).

Ρε μαλάκα τί νεκροπάπουτσο είναι αυτό που πήρες; Τέτοια φόραγε ο παππούς μου στο κουτί.

(από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φέρετρο, η κάσα.

Ήρθε η σειρά του να μπει στο κουτί.

Χρόνια πολλά... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ στα τέσσερα, όπως το κάνουν τα σκυλιά. Το πισωκολλητό.

- Της έκανα ένα σκυλίσιο, άλλο πράμα...

Πιθανά μεταφορά από το αγγλικό doggy style - βλ. και πισωκολλητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η καριόλα, η σκατόψυχη, η σκάρτη γκόμενα.
  2. Ο καραμπινάτος γκέι.
  3. Ο άντρας που δεν έχει μπέσα.
  4. Η τρανσέξουαλ.
  1. Ο μαλάκας τα είχε μπλέξει με μια τραγουδιάρα. Ξέρεις τι λεφτά του έφαγε η πούστρα...

  2. Ωραίος ο κουμπάρος σου. Μου έκοψε ακάλυπτη επιταγή, η πούστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο παιδέρας συνθηματικά.
  2. Ο μεγάλης ηλικίας άνδρας που κυνηγάει μικρά κοριτσάκια. Λέγεται και λολιτοφάγος.

Ο Τάκης είναι κλασικός παιδίατρος. Άμα το μικρό έχει βγάλει δόντια, δεν το κοιτάει καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που κυνηγάει αποκλειστικά λολίτες. (Από το κλασσικό έργο του Β. Ναμπόκοφ).

Μην μιλάς για σιτεμένο κρέας στον Τάκη, είναι λολιτοφάγος.

(από Marco De Sade, 11/03/09)Λωτός (από poniroskylo, 12/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αντίθετο του λολιτοφάγου. (Από το πουρό + killer). Ο πουροδολοφόνος. Αυτός που την βρίσκει μόνο με ώριμες και υπερώριμες κυρίες. Μερικοί τον αποκαλούν και νεκροθάφτη.

  2. Αυτός που έχει ως επάγγελμα την ως άνω ασχολία. Το ζιγκόλι.

Ο Παναγιώτης είναι ο μεγαλύτερος χομπίστας πουροκίλερ του Βύρωνα και των γύρω περιοχών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η λυσσασμένη για πούτσο γκόμενα. Αυτή που όταν βλέπει ψωλή διαθέσιμη δεν υπολογίζει τίποτα.
  2. Ο αγριογκέι.

Η λυσσάρα μας έφαγε όλους τους άντρες. Δεν έχει αφήσει ούτε ένα παπάρι να πέσει κάτω...

Μακριά από τις λυσσάρες που ξέρουν σκοποβολή (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published