Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.
«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»
(από την Μαύρη Φατρία)
Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.
«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»
(από την Μαύρη Φατρία)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γνωστό ιερό βουνό των ταλιμπάν.
Με τόσα παρατράγουδα που σκάνε εκεί κάθε τόσο, μάλλον επιεικής είναι ο χαρακτηρισμός. (Sorry monks, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά ταλιμπανόχορτα).
Πήγε ο τύπος στο ναυάγιο όρος χωρίς σεντόνια και κονσέρβες. Δεν ήξερε, δεν ρώταγε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η εύκολη γκόμενα, το ξέκωλο. Αυτή που ανοίγει εύκολα τα μπούτια.
Από το ιταλικό ρήμα «trombare» = φουσκώνω, (στην αργκό) = γαμάω.
Κάνει ωραίους συνειρμούς και με το μουσικό όργανο. Αν παιζόταν γονατιστά, θα προερχόταν σίγουρα από αυτό.
- Πάρε το σοβαρό μωρό που περνάει.
- Σιγά την τρομπέτα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το παλιό, σκουριασμένο αυτοκίνητο. 30ετίας και πάνω. Η ντροπή των δρόμων.
Άντε ρε, κάνε στην πάντα το σαπάκι να περάσουμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην χρηματιστηριακή αργκό: η μετοχή τρώω φόλα. Κυριακή χαρά, Δευτέρα λύπη. Το υψηλού κινδύνου κωλόχαρτο.
- Πήρα 10.000 τεμάχια Φουμαρέξ και σε μιά βδομάδα χάνω 60 %.
- Να το χαίρεσαι το σαπάκι που φορτώθηκες.
Σχετικά κουβάς αλλά και μπιζνεσαίος, μαρίδα, η.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάθε χώρα της οποίας οι ηγέτες κάνουνε τσιμπούκια σε ηγέτες μεγαλύτερων και ισχυρότερων χωρών. Το βασίλειο της διεθνούς φάπας. Η μπανανία. Το βλαχοδουκάτο.
(Δυστυχώς έχω και αυτό το κοπυράιτ)
(Από την «Μπαρμπουτιέρα»:)
... Οι πολιτικάντηδες του εδώ τσιμπουκιστάν παίρνουν την στοά των Βρυξελλών να ζητήσουν οδηγίες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τεμπέλικη δουλειά. Το κοπριτιλίκι. Ο παράδεισος του Νεοέλληνα.
Ο τεμπέλης αναφοράς (όπως λέμε «μουνί αναφοράς»). Αυτός που βαριέται ακόμα και να πάει ως την καφετέρια για να πιει καφέ και προτιμάει να του τον φέρνουν στον καναπέ. Είναι συγγενής του τηλεφάπα.
Αυτές οι μαμάδες φταίνε σχεδόν για όλα.
Μαλάκα, μου βρήκε μια δουλειά ο νουνός μου, σκέτο καναπέ. Όλη την ημέρα κάθομαι και ξύνω τ' αρχίδια μου.
Άντε ρε με τον καναπέ. Άμα τον πάρω αυτόν για συνεταίρο, πάει τό 'κλεισα το μαγαζάκι.
Σχετικά: ξυσαρχίδας, κοπρίτης, κούννος, βοηθός τεμπέλη, κουπούκι, κουραδομηχανή, μαμκακανανύστας, μεξικάνος, μπάζο, χαραμοφάης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τεμπελιά. Το άραγμα. Η κατάσταση νιρβάνα του τεμπέλη (και όχι μόνο). Είναι ωραία να βγαίνεις πού και πού από την μπρίζα, μόνο που κακομαθαίνεις και αδειάζει και η πουτάνα η τσέπη.
Πέρασα ένα μηνάκι διακοπών σκέτο κοπριτιλίκι. Είχα σαπίσει από την τεμπελιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τηλεορασόπληκτος. Ο αποβλακωμένος τηλεθεατής. Ο τηλεφάπας. Ο τηλεκαρπαζοεισπράκτορας. Λέγεται και τηλεμαστούρης.
Από το πρόθεμα τηλε- και την αγγλική λέξη junkie= εθισμένος, πρεζάκιας.
Η Μαρία είναι τηλετζάνκι. Για να βγεις ραντεβού μαζί της, πρέπει να έχει ποδόσφαιρο στα μισά κανάλια και μπάσκετ στα υπόλοιπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τηλεφάπας. Αυτός που στηρίζεται αποκλειστικά στην τι-βί για να διαμορφώσει άποψη. Ο καλύτερος πελάτης των τηλεδημοσιοκάφρων. Συνήθως εκτός από την σκλήρυνση κατά τσιμεντόπλακας, πάσχει και από οσφυαλγίες από τις πολλές ώρες που περνάει στον καναπέ.
Κάποια εκατομμύρια τηλεκαρπαζοεισπράκτορες και μερικοί πονηροί πανηγύρισαν...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified