Η έτοιμη, η ψημένη, η ανοιχτομπούτω (με την καλή έννοια). Η γυναίκα των ονείρων μας.

Το αντίθετο της πούστρας και της τζαμπακαβλώστρας.

Τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά μία ακόμα ανδρική παραίσθηση (σκέψου να πίναμε και κανά ψυχότροπο, τί θα βλέπαμε).

Η Λία είναι ετοιμόγαμη. Ποιος πούστης θα είναι ο τυχερός.

...Ααααχ! Πού πάς μωρό μου, να σε πάω; (από Marco De Sade, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που αρέσκεται στην τραμπάλα.

Συγκεκριμένα: αυτή που καβαλάει τον αντρικό λεβιέ και τραμπαλίζεται προκαλώντας ευχαρίστηση και στον εραστή της, ο οποίος ξεκουράζεται ανάσκελα και μερικές φορές με τα χέρια πίσω από το κεφάλι σε στάση απόλυτης άνεσης.

Η ξεκωλιάρα, η πασαγαμιόλα, η χαμούρα.

Απαντά και ως «πουτσοτραμπαλέτα» ή «ψωλοτραμπαλέτα».

Επιτέλους, λίγος σεβασμός στις κυρίες που σκοτώνονται να μας ευχαριστήσουν.

Η Σίσυ είναι τραμπαλέτα ολκής. Μετά από μιά βραδιά μαζί της, θυμάσαι όλες τις παιδικές χαρές που είχες πάει μικρός.

Προσοχή: γειτονιά με 15χρονες τραμπαλέτες  (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέλει να πει ότι η πραγματικότητα πολλές φορές δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που βλέπουμε ή αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα. Μπορεί δηλαδή να είμαστε σίγουροι για κάτι, αλλά αυτό που συμβαίνει τελικά είναι το ακριβώς αντίθετο.

Επίσης σημαίνει την αναποτελεσματικότητα σε κάτι. Την συνεχή αναβλητικότητα όσον αφορά την λύση προβλημάτων.

Μην περιμένεις πρόοδο στο θέμα σου. Στη χώρα της πούτσας, το μουνί είναι αγάμητο...

Όπου βλέπεις πολλά μνημεία... (από Marco De Sade, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τρώω γκομενάκι. Το φιστικώνω. Το γράφω στον κατάλογο με τις κατακτήσεις. Από το ιταλικό colazione = κολατσιό, τσιμπολόγημα.

  2. Δαγκώνω κάποιον / κάποια στο πορτοφόλι. Του / της τσιμπολογάω χρήμα.

  1. Το έχεις κολατσίσει το μωράκι;

  2. Άσε μαλάκα, δεν κολατσίζεις εδώ, είναι καβουρομάνα ο τύπος.

Μετά το κολατσιό, ακολουθεί η κανονική μάσα (από Marco De Sade, 01/05/09)...Φτάνει μη σου κάτσει τίποτα τέτοιο στο λαιμό (από Marco De Sade, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοιλιά, ειδικά η πατσοκοιλιά. Από το σχήμα που είχαν οι παλιές ψωμιέρες. Τώρα το έχουμε κόψει τελείως το ψωμί.

(Από οπλοφόρο: )

Φύγε παλιόπουστα, μη σου ανοίξω τίποτα κουμπότρυπες στην ψωμιέρα...

Ανοξείδωτη (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθιερωμένη μέρα συνάντησης του παντρεμένου με την αντροπαρέα.

Συνήθως Τετάρτη ή Τρίτη που έχει champions league. Η γραπτή 4ωρη άδεια εξόδου μία φορά την εβδομάδα και για συγκεκριμένο τόπο. Απαγορεύονται αυστηρά τα κωλόμπαρα, στριπτητζάδικα, καφετέριες που γίνεται ψωνιστήρι, και άλλα ευαγή ιδρύματα.

Όπως και στο στρατό, η άδεια ανακαλείται όταν συντρέξουν έκτακτες συνθήκες ή άν γίνει κατάχρηση εμπιστοσύνης από τον αδειούχο.

Τέταρτη δεν αδειάζω ρε μάστορα. Είναι μπακουροτετάρτη. Μαζευόμαστε με τα φιλαράκια και βλέπουμε κανά παιχνίδι.

Μας γκαντέμιασε η γυναίκα μου χτές... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νταβατζής. Επειδή παίρνει σχεδόν όλα τα λεφτά της πουτάνας. Η λέξη πιθανόν να προέρχεται από το παιδικό παιχνίδι «παρταόλα» (είδος σβούρας).

  2. Κατ' επέκταση το αρπακτικό, αυτός που στα παίρνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (εφορία, τοκογλύφος, δικηγόρος, δοσατζής κ.λπ.).

  1. Κρύψτε τα λεφτά, ήρθε ο παρταόλας...

  2. Φτού ρε πούστη, Δευτέρα πρωί δεν έχω κάνει σεφτέ ακόμη και ήρθε ο παρταόλας.

Σκούρος παρταόλας (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δοχείο με το «γνήσιο» ουίσκι Σκωτίας (demijohn). Ο μισός Τζόν. Ο άλλος μισός την πούλεψε για να σωθεί.

Η ελληνική απάντηση στην πολυεθνική βιομηχανία του πιοτού. Γνήσιο απόσταγμα βιοτεχνίας φτιαγμένο με μεράκι για το κάθε κοροϊδάκι. Από Νέρωνες για μελλοθάνατους.

  1. Τού 'πα του μαλάκα του μπάρμαν να μου βάλει ένα καθαρό και μου έβαλε από την νταμιζάνα, λές και είμαι χτεσινός...

  2. Ποιό Τζόνι ρε μαλάκα; Νταμιζάνα μας έβαλε ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλίμακα μούρλιας. Όταν λέμε ότι κάποιος έχει πολλά μποφόρ (στον εγκέφαλο), εννούμε ότι είναι λαλημένος, φευγάτος, πυροβολημένος.

Από την κλίμακα μέτρησης ανέμου Beaufort.

  1. Μακριά από δαύτην φιλαράκι, έχει πολλά μποφόρ.

  2. Καλό παιδί, αλλά τα 'χει τα μποφοράκια του.

Φύσα-φύσα να πάρουμε τα ίσα... (από Marco De Sade, 18/03/09)...Προς τα πού να κατουρήσω ρε αφεντικό; (από Marco De Sade, 18/03/09)

Βλ. και με τρέλα και κορδέλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο χώρος που παίζεται το μπαρμπούτι. Συνήθως παράνομος ή ημιπαράνομος με τσιλιαδόρους, έξοδο ανάγκης, ηχομόνωση και φουσκωτούς.

  2. Το τραπέζι που παίζεται το μπαρμπούτι.

  3. Κάθε διαδικασία ή παιχνίδι στο οποίο, οι αρχικοί κανόνες παύουν κατά περιόδους να ισχύουν και γίνεται της πουτάνας. (Πάντα προς όφελος ορισμένων).

  1. (Από τις ειδήσεις)
    Παντρεμένος συνελήφθη σε παράνομη μπαρμπουτιέρα μαζί με τον γκέι δεσμό του.

(Άμα δεν σε πάει, γάμισέ τα. Τράβα παίξε κανένα τάβλι.).

  1. Μπαρμπουτιέρα έχει γίνει η αγορά της Σοφοκλέους.

  2. Έχουν κάνει το σύστημα με τις αγροτικές επιδοτήσεις σκέτη μπαρμπουτιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified