Ο τοκογλύφος. Πιθανή μετάφραση του αγγλικού όρου leech.

- Άστε στο διάολο βδέλλες! Μας έχετε πιεί το αίμα, κουφάλες τοκογλύφοι!

Μεταμφιεσμένος τοκογλύφος (από Marco De Sade, 16/03/09)Θεσσαλονίκη, πωλητές βδελλών, 1914 (από soulto, 17/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νταβατζής. Επειδή παίρνει σχεδόν όλα τα λεφτά της πουτάνας. Η λέξη πιθανόν να προέρχεται από το παιδικό παιχνίδι «παρταόλα» (είδος σβούρας).

  2. Κατ' επέκταση το αρπακτικό, αυτός που στα παίρνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (εφορία, τοκογλύφος, δικηγόρος, δοσατζής κ.λπ.).

  1. Κρύψτε τα λεφτά, ήρθε ο παρταόλας...

  2. Φτού ρε πούστη, Δευτέρα πρωί δεν έχω κάνει σεφτέ ακόμη και ήρθε ο παρταόλας.

Σκούρος παρταόλας (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τάνγκα της χοντρής.

Θέλετε και παράδειγμα;

(από Marco De Sade, 12/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία ολοκληρωμένη κίνηση της μπίλιας στην ρουλέτα, από την στιγμή που φεύγει από το χέρι του κρουπιέρη ως την στιγμή που μένει εντελώς ακίνητη σε νούμερο.

  1. Η τελευταία μπιλιά γι απόψε.

  2. Άλλες τρείς μπιλιές να ρεφάρω και φύγαμε.

Στον αέρα λέμεεε... (από Marco De Sade, 16/03/09)Κορίτσια δεν γαμάτε τη ρουλέτα, να πάμε να παίξουμε τίποτ\' άλλο; (από Marco De Sade, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπάτσος που κάνει κατάχρηση της εξουσίας του και τείνει συνεχώς προς την αυθαιρεσία. Ο σκληροπυρηνικός ένστολος που δείχνει υπερβολικό ζήλο στην εκτέλεση των δήθεν καθηκόντων του επιβεβαιώνοντας το άρρωστο εγώ του σε βάρος των αδυνάτων.

Ακολουθεί πιστά το παλιό ρητό του φάρ-ουέστ: «Ένας είναι ο νόμος, ο νόμος του σερίφη».

Την έχει δει σερίφης ο μαλάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γκόμενα που πάει με όποιον λάχει και τά 'χει. Η καθ΄έξιν ξεπέτα. Η μιάς χρήσεως.

  2. Μερικές φορές ακόμα και αυτή που απλά δείχνει να έχει αυτό το στύλ.

  1. «...Όμως τις διεθνείς και ντόπιες καπότες τύπου Πάρις τις ξέρουν όλες...»
    (από το άρθρο. «Τα προβλήματα, οι λύσεις και η τρίχα από τα αρχίδια του Κινγκιννάτου»)

  2. Μπορεί να είναι κυριλέ, αλλά εμένα για καπότα μου φαίνεται.

Αλλά ωραία καπότα... (από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικροτσούτσουνος. Ο ριγμένος από την φύση. Το μέγεθος μηδέν (0). Απαντάνται και ως «νούλας».

Ασχέτως μεγέθους, ο ανίκανος ή απαράδεκτος στο κρεβάτι (χρησιμοποιείται και για γυναίκες, όσον αφορά τις σεξουαλικές επιδόσεις τους).

Η ακριβής προέλευση της λέξης είναι το λατινικό nullus=κανείς.

1.Ο Σάκης είναι νούλας. Απορώ πώς καταφέρνει και κατουράει όρθιος.

  1. Νούλα ο καινούργιος μου, φιλενάδα, στον χαρίζω...

Μιά εικόνα, χίλιες λέξεις... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αστυνομικός, ο μπάτσος. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό: «οι κερατάδες».

Επειδή λείπουν πολλές φορές σε σκοπιές και υπηρεσία τις νύχτες και αφήνουν ανοιχτό το πεδίο, αλλά και γιατί κατά μεγάλο ποσοστό οι γυναίκες τους, όταν είναι κι αυτές μπατσίνες, τα φτιάχνουν με συναδέλφους.

Μου φόρεσαν χειροπέδες οι κερατάδες, λες και ήμουνα κανάς φονιάς.

Τροχοκερατάς γράφει τον Μπεκάτσα (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δικηγόρος. Γιατί πάντα φουσκώνει τις υποθέσεις με ψέματα για να ευνοήσει τον πελάτη του.

Έχει προσλάβει κι αυτόν τον ψεύτη και με τραβολογάνε στα δικαστήρια για κάτι μαλακίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κρατάει ερμητικά κλειστό το στόμα του. Που δεν αποκαλύπτει τίποτα.

Επίσης, ο τσιγκούνης, ο σκρούντζ. Αυτός που δεν ανοίγει σχεδόν ποτέ το πορτοφόλι του.

  1. Δεν μπόρεσα να του πάρω κουβέντα. Είναι μύδι ο τύπος.

  2. Μιλάμε για μεγάλο τσίπη. Μύδι διασταυρωμένο με καβούρι.

Αν σου πιάσει κανά χέρι αυτό, κλάψτο (το χέρι) (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified