Το παλικάρι, ο άντρας ο θαρραλέος. Πιο ξηγημένος από τον μόρτη.

Ανήκει στην ρεμπέτικη φρασεολογία.

Λέξη εβραϊκή παρμένη από την Παλαιά Διαθήκη... Adam = άνθρωπος.

-Γιασάν του αντάμη!

Αντάμης και κοντραμπατζής.  (από Khan, 16/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Ισπανικό palavra που σημαίνει λόγια.
Η λέξη παλάβρα είναι σεφαραδίτικης (Ισπανοεβραϊκής) καταγωγής.

Μπήκε στην Ελληνική σαν δάνειο λόγω των μεγάλων εμπορικών συναλλαγών στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Φυσικά εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην αρχή σήμαινε το ίδιο όπως και στα Ισπανικά, «λέξη, λόγια». Καθώς όμως ήδη υπήρχε το μεσαιωνικό επίθετο «παλαβός», η φωνητική ομοιότητα επέφερε γρήγορα σημασιολογική δείνωση της δάνειας λέξης και έτσι κατάντησε να σημαίνει την «τρέλα».

Και το παράγωγό «παλάβρας», έγινε συνώνυμο του παλαβός.

-Ρε δεν σου φαίνεται ότι ο Τέλης είναι ολίγον τι παλάβρας;
-Το «ολίγον τι» μ' αρέσει!

-Πω πω κάτι παλάβρες που αμολάει ο Νώντας!
-Ε από παλαβό τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση πέρασε στο λαϊκό λεξιλόγιο πριν 50 περίπου χρόνια. Πηγή της ήταν οι εισπράκτορες των αστικών λεωφορείων της εποχής.

Η τιμή των εισιτηρίων δεν ήταν ενιαία, αλλά καθοριζόταν από το μήκος της διαδρομής. Από την αφετηρία μέχρι την τάδε στάση, το εισιτήριο κόστιζε 1,30 δραχμές π.χ., μέχρι την δείνα στάση κόστιζε 1,60 δρχ, μέχρι την ταδεδείνα 2 δρχ, κ.ο.κ. Όποιος λοιπόν είχε κόψει από την αφετηρία εισιτήριο αξίας 1,60 δραχμών, έπρεπε να κατέβει μόλις το λεωφορείο έφτανε στην αντίστοιχη στάση, ή να πληρώσει την διαφορά μέχρι εκεί που ήθελε να συνεχίσει. (1)

Ο εισπράκτορας ανήγγειλε κάθε επόμενη στάση με μία μονότονη επαγγελματική φωνή, αλλά στις «τερματικές» μετά το όνομα της στάσης, η φωνή του γινόταν πιο ένρινη και αυστηρή όταν ανήγγειλε το game over των εκάστοτε εισιτηρίων, προειδοποιώντας έτσι τα ψιλολαμόγια να κατέβουν και να μην επιχειρήσουν παράβαση.

Παρ' όλο που ο εισπράκτορας ανήγγειλε σε κάθε τερματική στάση και το τέλος του δικαιώματος των εισιτηρίων της αντίστοιχης τιμής, «τέρμα τα μία και τριάντα», «τέρμα τα μία κι εξήντα», μόνον η φράση τέρμα τα δίφραγκα ευτύχησε να καθιερωθεί. Ίσως επειδή είχε μεγαλύτερο «όγκο» και στόμφο στην εκφώνηση, ή ίσως επειδή το δίφραγκο είχε αρκετή αξία και η φράση υποδήλωνε πως είχες κάνει και αρκετή υπομονή μέχρι τώρα.

Η φράση περικλείει και μια μαγκιά και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την περασμένη γενιά, με την σημασία των: Μέχρι εδώ ήταν, Τέλος, Δεν πάει άλλο, Ως εδώ και μη παρέκει (2)

Χρησιμοποιήθηκε και σε πιο λάιτ έκδοση, για να δείξει την αποφασιστικότητα κάποιου ν' αλλάξει την μέχρι τότε στάση του. (3)

Μπήκε όμως και στην πολιτική φρασεολογία δείχνοντας την «μη ανοχή» του λαού απέναντι σε κάποιο πολιτικό πρόσωπο. (4)

Τέλος κατάφερε να δείξει και το τέρμα του νήματος για κάποιον. (5)

  1. Εισπράκτορας: «Παπάγου, τέρμα τα δίφραγκα»

  2. Σαν πολλά μου τα έκανες μάγκα μου. Ως εδώ ήταν, τέρμα τα δίφραγκα.

  3. Ωωπ αγαπούλα μέχρι εδώ ήτανε, δεν ξανακαπνίζω. Τέρμα τα δίφραγκα!

  4. «Στοπ κύριε υπουργέ! Δεν μπορείτε να εμπαίζετε άλλο τους αγρότες. Τέρμα τα δίφραγκα»

  5. -Άστα ρε Γιώργη, τον χάσαμε τον Μανώλη...
    -Τί λες ρε φίλε;
    -Ναι σου λέω, τέρμα τα δίφραγκα γι' αυτόν.

(από Βασίλης-7, 18/04/09)No more two pence, my lad! (από Jonas, 21/04/09)Αλέξανδρος ο Μέγας. 336-323 π.Χ.  Χρυσός στατήρας.  (από ο αυτοκτονημενος, 22/04/09)Να και το δίφραγκο! (από Jim Blondos, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατόπιν εξασκήσεως γίνομαι καλός σε μία εργασία, σε έναν χειρισμό. Λόγω εμπειρίας έχω αποκτήσει την ικανότητα να κάνω κάτι καλά και με ευκολία.

Το ρήμα μπορεί να τεθεί σε όλους τους χρόνους, πρόσωπα και αριθμούς.

Το κολάι είναι τουρκικής προέλευσης λέξη (kolay) και σημαίνει κάτι το εύκολο, το απλό.

Τώρα, πώς έχει συνδυαστεί ώστε στα Ελληνικά να σημαίνει αυτό που σημαίνει, είναι σλανγκιστικής απορίας άξιον.

- Πού να σ'τα λέω, άσχετος μεν από Linux, αλλά σιγά σιγά του παίρνω το κολάι και με βλέπω σε λίγο καιρό Linuxoμάστορα...

- Πώς τα πάει ο Νικολάκης με το λαπιτόπι που του πήρες;
- Ξεφτέρι ο μπαγάσας. Του πήρε το κολάι με την πρώτη.

- Άλα της ο Τασούλης! Ρε τί μουνάρα είναι αυτή μαζί του; Καλά πότε έγινε αυτός μπήχτης;
- Ε, από τότε που έριξε την Λίλιαν, πήρε το κολάι, ο μπαγάσας!

- Θα τα βγάλετε πέρα ρε με το βενζινάδικο;
- Έλα ρε, τώρα που πήραμε το κολάι, ποιος μας σταματάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απομακρύνσου, κάνε στην άκρη, φεύγα.

Χρησιμοποιείται και από τους ναυτικούς σαν προσταγή απομάκρυνσης από κάποιον χώρο.

Συνοδεύεται συνήθως και από μία επεξηγηματική λέξη.

  • βάρδα φουρνέλο (γνωστή προειδοποίηση στα λατομεία)
  • βάρδα κι έρχεται (κάτι το επίφοβο)
  • βάρδα να περάσω (εμπεριέχει απειλή)

Η λέξη δεν έχει σαφή καταγωγή και ετυμολογία. Υπάρχουν οι εξής τρεις εκδοχές:

α) Προέρχεται από το Ενετικό ρήμα vardar = απομακρύνομαι

β) Προέρχεται από τον φόβο που προκαλούσε ο στρατηγός του Βυζαντίου Βάρδας Σκληρός και οι χωρικοί τρομοκρατημένοι ενημέρωναν πως «έρχεται ο Βάρδας».

γ) Προέρχεται από την αγανάκτηση των διερχομένων από την πολύ δύσβατη περιοχή της κωμόπολης Βάρδας. «Αντε την Βάρδα να περάσω».

  1. - Θα έρθει και ο Τάσος. - Ώχ, βάρδα κι έρχεται.

  2. - Άκου να σου πω... -Βάρδα να περάσω ρε.

(από GATZMAN, 21/03/09)

για την ετυμολογία βλ. σχόλιο Πονηρόσκυλου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή, το 'χει μπατάρει στο ντήζελ

Ναυτική ιδιωματική φράση για κάποιον που έγινε πούστης.

Η πολυκύλινδρη μηχανή των μεγάλων πλοίων κατά την διάρκεια του πλου δουλεύει με «βαρύ», σχεδόν αφιλτράριστο, πετρέλαιο μαύρο, το επιλεγόμενο μαζούτ. Κατά κάποιον τρόπο, καίει «αντρίκιο» πετρέλαιο.

Όταν απαιτούνται συνεχείς αλλαγές στην ταχύτητα, όπως όταν το πλοίο εισέρχεται σε λιμάνι, τότε χρειάζεται «λεπτό» πετρέλαιο, καλά φιλτραρισμένο, που να καίγεται γρήγορα ώστε να υπάρχει ταχεία απόκριση της μηχανής. Αυτό είναι το ντήζελ το οποίο θεωρείται και κάπως «γυναικείο» πετρέλαιο λόγω του ραφιναρίσματος που έχει υποστεί.

Όταν το πλοίο πλησιάζει στο λιμάνι, γίνεται προετοιμασία της μηχανής, ώστε να μπορεί να γυρίσει από το κάψιμο του μαζούτ στο κάψιμο του ντήζελ. Να «μπατάρει» δηλαδή από το «αντρικό» στο «γυναικείο» καύσιμο.

'Ετσι και κάποιος όταν το μπατάρει στο ντήζελ, ε, είναι πουστάρα ... πώς να το κάνουμε δηλαδή;

  1. - Ρε συ! Ο Τάσος το μπατάρισε στο ντήζελ ή μου φάνηκε;
    - Τί σου φάνηκε, καημένε; Καίει ντηζελάκι εδώ και χρόνια.

  2. - Βρε, τον Βάγγο σαν κάπως αλλαγμένο τον βρήκα.
    - Ε ναι, αφού το 'χει μπατάρει στο ντήζελ.

γκούχου γκούχου... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Σχετικό: καίει ντήζελ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σημασία της φράσης είναι ίδια με την πάρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον

Αξιοσημείωτη όμως είναι η προέλευσή της, αν και δεν μπόρεσα να την διασταυρώσω.

Επί Όθωνος, σε μία δεξίωση στ' ανάκτορα, ήταν προσκεκλημένος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μπαίνοντας είδε δύο νέες και άγνωστες σ' αυτόν Βαυαροσκατόφατσες. Ρώτησε λοιπόν τον Αντ. Κριεζή, τον αυλάρχη, ποιοι είναι αυτοί. Ο Κριεζής του είπε:

«Πριν λίγο ήλθαν από την Βαυαρία, Μπαρτ (Burt) λέγεται ο ένας και Χέιστ (Heischt) ο άλλος.»

Και ο Γέρος, εκτιμώντας την υπηρεσία που θα προσέφεραν στην Ελλάδα, απάντησε κουνώντας το κεφάλι του:

«Κατάλαβα, πάρ' τον έναν και χέσ' τον άλλον δηλαδή...»

Αν όντως είναι έτσι, τότε η φράση πάρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον πρέπει να προήλθε από το λογοπαίγνιο του Κολοκοτρώνη, και το χέσε έγινε χτύπα για κοσμιότερη διαγωγή.

- Ποιοι είναι αυτοί οι καινούργιοι ωρέ Αντώνη;
- Ήρθαν από την Βαυαρία Θεόδωρε. Μπαρτ ο ένας και Χέιστ ο άλλος.
- Μάλιστα, πάρ' τον έναν και χέσ' τον άλλον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντρικό φαντασιακό σεξολυμπιακό αγώνισμα.

12 δωδεκάδες αντρών, που πέρασαν στον τελικό (και μην ρωτάτε πως, εμείς πάντως είμαστε μέσα), παρατάσσονται σε παράλληλες σειρές, καθισμένοι σε αναπαυτικές σεζ λονγκ, αραχτοί και λάϊτ.

12 Λίλιαν , Σουζάνες, Ντέμπορες, Τζέσικες, Λόλες και ό,τι άλλο εμπίπτει στην κατηγορία μανουλομάνουλο, στέκονται ανά μία στην αρχή της κάθε αντρικής δωδεκάδας, φορώντας την στολή της Εύας π.Α (προ Αμαρτήματος).

Με το μπαμ του αφέτη, σκύβουν επί τη σκυτάλη. Οι άντρες μπορούν μόνο να τις παροτρύνουν να «σκυταλοδρομήσουν» γρήγορα, καθώς κάθε άλλη βοήθεια απαγορεύεται.

Νικήτρια όποια, αφού παραλάβει και ξετελέψει 11 σκυτάλες στην σειρά, ξετελέψει πρώτη και την δωδεκάτη σκυτάλη.

Η παραλλαγή κατά την οποίαν 12 Λίλιαν τσιμπουκοδρομούν επί μίας και μόνης σκυτάλης, ελέγχεται ως υπέρ του δέοντος φαντασιακή.

- Ρε συ, τι χείλια είναι αυτά που έχει το Λελάκι!
- Είδες ρε; Aυτή είναι για τσιμπουκοδρομίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστακουνάς = Μας τα κουνάς.

Έτσι συστηνόμαστε όταν κάποιος από την παρέα είτε έλεγε κάτι που ήταν βλακεία, είτε έλεγε κάτι πασίγνωστο, ή ακόμα με τα λεγόμενά του μας έφερνε σε δύσκολη θέση.

- Ρε Βασίλη, το Θιβέτ δεν είναι το πιο ψηλό βουνό; - Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Μαστακουνάς Βασίλης.

- Γιώργο άκου ρε! η Αυστραλία έχει καλοκαίρι όταν εμείς έχουμε χειμώνα. - Χαίρω πολύ. Μαστακουνάς Γιώργος.

- Ρε Κώστα, δεν είπες ότι η Σούλα σε πήρε τηλέφωνο;
- Χάρηκα για την γνωριμία ρε κόπανε. Μαστακουνάς Κώστας.

Μαρτσέλο Μασταπιάνει (από Vrastaman, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση που δεν ακούγεται πια.

  1. Μόρτικο (και συνθηματικό) προσωνύμιο του αργιλέ. Κάποια στιγμή άρχισε να παίρνει και την έννοια του 2.

  2. Ο «είπα ξείπα». Που λέει και ξελέει. Τα φυσάει και μετά τα ρουφάει. Ο είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω

Με την εξαφάνιση των αργιλέδων, χάθηκε το προσωνύμιο και παρέμεινε η δεύτερη σημασία, η οποία ενισχύθηκε κιόλας με την εμφάνιση των πρώτων βυτίων εκκενώσεων βόθρων! Τα ονόμασαν και αυτά «φυσαρούφες» από τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει η αντλία τους.

Και ο φυσαρούφας απέκτησε και το «άρωμα» του λαγού στο σχετικό ανέκδοτο της παραπομπής «είπα, ξείπα...».

-Ρε βλάμη, πες του Νώντα ότι θα έρτω αργά το βράδυ. Να 'τοιμάσει έναν φυσαρούφα μωρ' αδερφάκι μου.

-Βασίστηκα κι εγώ στα λόγια του Τάσου και την πάτησα.
-Α καλά, αυτός είναι φυσαρούφας δεν τό 'ξερες;

-Ρε τον Αλέκο. Και τί δεν είπε για τον Μήτσο, ξέρασε ένα σωρό σκατά. Και μόλις έσκασε μύτη ο Μήτσος, τα ρούφηξε όλα πίσω ο φυσαρούφας.

(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified