Δεν υπάρχει ορισμός, ούτε ετυμολογία, ούτε πότε και γιατί το λέμε.

Το χρησιμοποιούμε συνεχώς και αδιαλείπτως.

Απλά ΗΠΑπάρα

Πάει και τελείωσε.

Πάλι την έκαναν την μαλακία τους οι ΗΠΑπάρα!

ΗΠΑπαρα (υπουργείο εξαποδώ) (από Doctor, 17/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σημασία της φράσης είναι ίδια με την πάρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον

Αξιοσημείωτη όμως είναι η προέλευσή της, αν και δεν μπόρεσα να την διασταυρώσω.

Επί Όθωνος, σε μία δεξίωση στ' ανάκτορα, ήταν προσκεκλημένος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μπαίνοντας είδε δύο νέες και άγνωστες σ' αυτόν Βαυαροσκατόφατσες. Ρώτησε λοιπόν τον Αντ. Κριεζή, τον αυλάρχη, ποιοι είναι αυτοί. Ο Κριεζής του είπε:

«Πριν λίγο ήλθαν από την Βαυαρία, Μπαρτ (Burt) λέγεται ο ένας και Χέιστ (Heischt) ο άλλος.»

Και ο Γέρος, εκτιμώντας την υπηρεσία που θα προσέφεραν στην Ελλάδα, απάντησε κουνώντας το κεφάλι του:

«Κατάλαβα, πάρ' τον έναν και χέσ' τον άλλον δηλαδή...»

Αν όντως είναι έτσι, τότε η φράση πάρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον πρέπει να προήλθε από το λογοπαίγνιο του Κολοκοτρώνη, και το χέσε έγινε χτύπα για κοσμιότερη διαγωγή.

- Ποιοι είναι αυτοί οι καινούργιοι ωρέ Αντώνη;
- Ήρθαν από την Βαυαρία Θεόδωρε. Μπαρτ ο ένας και Χέιστ ο άλλος.
- Μάλιστα, πάρ' τον έναν και χέσ' τον άλλον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και γκελ μπουρ(α)γιά.

Στην κυριολεξία = έλα εδώ.

Τούρκικη φράση που πέρασε και στην Ελληνική γλώσσα. Άλλη μία ανάμεσα στις περίπου 1.000 που πολιτογραφήθηκαν Ελληνικές και από τις οποίες οι 500 περίπου είναι σε ευρεία χρήση ακόμα.

Στην νεώτερη Ελληνική, ή μάλλον στα νεώτερα χρόνια, απέκτησε την χροιά της απειλητικής πρόσκλησης σε κάποιον, προς τον οποίον έχουμε λογαριασμούς να ξεκαθαρίσουμε και είμαστε σε πλεονεκτική θέση για να το κάνουμε τώρα.

Κλασσική έκφραση που τα τελευταία χρόνια τείνει προς την εξαφάνιση, καθώς εμφανίστηκαν αμιγώς Ελληνικές σλανγκιές, όπως για έλα να σου ψιχαλίσω δυο φωνήεντα ή και να σου σφυρίξω δυο φωνήεντα, που έχουν ακριβώς την ίδια απειλητική χροιά, αλλά και το για έλα στο θείο που χρησιμοποιείται και με σεξιστική χροιά, και παρεμπίπταμπλυ, δεν υπάρχει σαν λήμμα!

Το αγγλικό ισοδύναμο (θα μπορούσαμε να πούμε), είναι η νεώτερη γκρήκλις φράση για come to δώθε.

Από το Δημοπρόχειρο και τον Dirty Talking με assist του πονηρού σκύλου.

  1. - Γιώργο! Για γκελ μπουρντά αγόρι μου!

  2. - Τασο! Γκελ μπουρντά, γκελ μπουρντά που σε θέλω!

Ταινία, Ελα στο θείο (από GATZMAN, 12/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ερειπωμένο, το ετοιμόροπο, το σαράβαλο. Κυρίως για αντικείμενα, αλλά και για ανθρώπους (σπανιότερα).

Τρεις ετυμολογίες ερίζουν για την πατρότητα της λέξεως.

  1. από το Ομηρικόν επίθετον καρφαλέος που σημαίνει ξηρός, χωρίς χυμούς, οπότε και

Κάρφος=το μικρό και ξερό κομάτι ξύλου
Κάρφη και καρφίον=το ξύλινο καρφί
Καρφόω=καρφώνω
Κάρφαλος=το άχρηστο ξερό ξύλο

Στην πιο πάνω ετυμολογική ερμηνεία η αντικατάσταση του κ με το χ (κ-γ-χ, ουρανικόληκτα) και του φ με το β (π-β-φ, χειλεόφωνα), είναι συνηθισμένη στην γλώσσα, οπότε και προκύπτει το χάρβαλος εκ του κάρφαλος.

  1. Κατά τον Γ. Χατζιδάκι, η λέξη χάρβαλον είναι μεσαιωνική και παράγεται με αντιμετάθεση των συμφώνων από την λέξη χάλαβρο, η οποία με την σειρά της ετυμολογείται από το αρχαίο επίθετο χαλαβρός, που είναι παράλληλος τύπος του χαλαρός.

  2. Κατά τον Δ. Σκαρλάτο, χάρβαλο = ξεσκισμένο ύφασμα και την ετυμολογεί (με αντιμετάθεση) από το μεσαιωνικό χάραυλον = βράχος απόκρημνος φαγωμένος υπό των κυμάτων.

  1. - Το είδες το σπίτι του Νώντα;
    - Ναι, σκέτο χάρβαλο είναι.

  2. - Ρε συ, το αυτοκίνητό σου έχει καταντήσει χάρβαλο πια.

  3. - Πονάνε τα γόνατά σου, η μέση σου, τα χέρια σου. Χάρβαλο κατάντησες, καημένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αρχική της έννοια = διασκεδάζω. Κατόπιν και «γελάω με κάποιον».

Η φράση έχει ήδη περάσει στα λεξικά, αλλά η καταγωγή της νομίζω πως της δίνει το δικαίωμα για μια θέση στο σλανγκολεξικό. Και, παρεμπίπταμπλυ, υπάρχουν και τα λήμματα πλάκα κάνω!, πλάκα με κάνεις και πλάκα-πλάκα, που είναι παιδιά της.

Η ανακάλυψη του φωνογράφου έφερε επανάσταση στον τρόπο διασκέδασης σε όλον τον κόσμο. Στην Αθήνα του περασμένου αιώνα, τα κέντρα που διέθεταν φωνογράφο, έκαναν πράγματι χρυσές δουλειές. Οι πλάκες όμως, όπως ονόμασαν τους δίσκους από βακελίτη, δεν είχαν μεγάλη διάρκεια ζωής. Εφθείροντο πολύ γρήγορα και ο ήχος γινόταν απαίσιος. Μπορούσαν μάλιστα να σπάσουν από μόνες τους αν δεν τις απέσυραν εγκαίρως. Γι' αυτό και τις πολύ φθαρμένες τις έβαζαν στην άκρη σαν άχρηστες.

Όταν λοιπόν οι πελάτες έρχονταν στο «τσακίρ κέφι», αντί για πιάτα έσπαζαν τις παλιές και άχρηστες αυτές πλάκες. Έτσι, το να σπας πλάκα έγινε συνώνυμο του διασκεδάζω. Και αφού μπορείς να διασκεδάσεις και με κάποιον, αθώα ή και όχι και τόσο αθώα μπορείς να πεις και ότι σπας πλάκα μαζί του.

Σημ.: οι δίσκοι από βινύλιο έφεραν και το τέλος των πλακών από βακελίτη. Οι από βινύλιο πια δεν σπάνε και επί πλέον αντέχουν πολύ περισσότερο. Έτσι, οι πλάκες αντικαταστάθηκαν από τα πιάτα στα κέντρα. Και η φράση «έπαθε μια μετάλλαξη» και έγινε σπάω πιάτα. Αλλά, ο ήχος που κάνει μία πλάκα όταν σπάει, είναι ανώτερος από αυτόν του γύψινου πιάτου, σας διαβεβαιώ.

Το ρήμα αυτονομήθηκε τα τελευταία χρόνια και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μόνο του πλέον με άλλη σημασία: τα σπάει.

  1. - Πάμε στην Ταραντέλα στο Φάληρο;
    - Πολύ καλή ιδέα, θα σπάσουμε πολλές πλάκες!

  2. - Ρε συ! άσε πια τον Γιάννη ήσυχο!
    - Έλα μωρέ, σπάω πλάκα μαζί του.

Η Μάρθα Φριντζήλα για την προέλευση της έκφρασης (από vikar, 12/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.

Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.

Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.

Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.

Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.

Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).

Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.

  1. - Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.

  2. - Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
    - Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;

  3. - Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλικάρι, ο άντρας ο θαρραλέος. Πιο ξηγημένος από τον μόρτη.

Ανήκει στην ρεμπέτικη φρασεολογία.

Λέξη εβραϊκή παρμένη από την Παλαιά Διαθήκη... Adam = άνθρωπος.

-Γιασάν του αντάμη!

Αντάμης και κοντραμπατζής.  (από Khan, 16/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.

Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».

Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.

Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.

Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.

-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.

-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.

(από Βασίλης-7, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι πολύ παλιά. Την πρώτη αναφορά για την φράση «Δεν δίνω δυάρα», την βρήκα σε ένα ρεμπέτικο του 1923 της λεγομένης Αμερικανικής περιόδου.

Η δυάρα ήταν υποδιαίρεση της δραχμής (100 λεπτά), δύο λεπτά δηλαδή. Και την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν και μονόλεπτα ακόμα. Επειδή η αξία δύο λεπτών ήταν πολύ μικρή, δεν ένοιαζε σχεδόν κανέναν η απώλεια μιας δυάρας.

Έτσι η φράση σημαίνει την απαξίωση ενός πράγματος σε επίπεδο κάτω από την αξία της δυάρας. Γι' αυτό και δεν χαραμίζεις ούτε καν μία δυάρα γι' αυτό.

Επίσης σημαίνει και την παντελή αδιαφορία για κάποια κατάσταση.

Με την πάροδο των χρόνων, τα μονόλεπτα και τα δίλεπτα βγήκαν από την κυκλοφορία και παρέμειναν τα πεντάλεπτα (οι πεντάρες) και τα δεκάλεπτα (οι δεκάρες). Αντίστοιχα και η φράση «ανέβηκε» νομισματικά σε δεκάρα.

Η επίταση «τσακιστή» δείχνει ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση και αδιαφορία, αφού δεν θυσιάζεις ούτε καν μια στραβωμένη δυάρα ή δεκάρα, που δεν την εδέχοντο ούτε τα περίπτερα.

Σημ. Το λήμμα το ανέβασε στο ΔΠ ο Hank.

  1. Από το ρεμπέτικο «άζμα» για την Παπαγκίκα.

«Έχω μανία να ανεβαίνω στα ωτό μα η τρέλα μου είναι το τιμόνι να κρατώ έτσι μ' αρέσει να γλεντάω τη ζωή δεν δίνω δυάρα ο κοσμάκης τι θα πει.»

  1. - Καλό το ποδήλατο του Γιώργου;
    - Μωρέ δεν δίνω δεκάρα τσακιστή για δαύτο.

Διάρα (από Vrastaman, 27/03/09)Δεκάρα (από Vrastaman, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευθεία, κατ' ευθείαν.

Από το τούρκικο επίρρημα dogru που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Παλαιότερα εχρησιμοποιείτο πολύ συχνά.
Το είχαμε μάλιστα σλανγκοποιήσει, δίνοντάς του και παραθετικά!

Ντουγρού - ντουγρούτερον - ντουγρούτατον!

  1. - Παρακαλώ πού βρίσκεται ένα φαρμακείο;
    - Ίσα μπροστά σου, ντουγρού.

  2. - Ωχ μωρέ κι εσύ! ντουγρού στου λύκου το στόμα πήγες;

  3. - Πού είναι το μπακάλικο;
    - Ντουγρού μπροστά σου.
    - Δεν το βλέπω... (δεν κοιτάζει ευθεία μπροστά του)
    - Ντουγρούτερον λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified