Λέξη με εξαιρετική επίδοση στις παράλληλες, συνεκδοχικές ή και ολωσδιόλου άσχετες σημασίες. Μια λέξη μπαλαντέρ (αν και στην τράπουλα ο παπάς είναι άλλο φύλλο!)

  1. Ο ρήγας, αυτό το είπαμε. Αλλά όχι λόγω επιβλητικότητας, λόγω γενειάδας. Κανονικά η εικόνα δείχνει ένα βασιλιά, εξ ου και το Κ (king), αλλά οι Έλληνες τον είδαν παπά.

  2. Το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού 'ν' ο παπάς», που, αν και παίζεται με τραπουλόχαρτα, δεν είναι χαρτοπαίγνιο.

Εγκυκλ.: Ο παπατζής τη στήνει σ' ένα πεζοδρόμιο, μ' ένα ελαφρό διπλωτό τραπεζάκι (για να μπορεί να το μαζέψει στα γρήγορα και να γίνει μπουχός μόλις παραστεί χρεία). Πάνω στο τραπεζάκι έχει τρία φύλλα, από τα οποία ένα είναι παπάς (ρήγας). Τα δείχνει ανοιχτά στον παίχτη, εκείνος στοιχηματίζει κάποιο ποσό, μετά ο παπατζής τα κλείνει και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις τα φέρνει βόλτες στο τραπέζι ανακατεύοντάς τα, επαναλαμβάνοντας τη μαγική επωδή «εδώ παπάς, εκεί παπάς, εδώ παπάς, εκεί παπάς...», μέχρι που κάποια στιγμή τα ακινητοποιεί και λέει «πού είν' ο παπάς;». Ο παίχτης δείχνει ποιο χαρτί νομίζει ότι είναι ο παπάς, ο παπατζής ανοίγει τα χαρτιά, ο παίχτης έχει κάνει λάθος, χάνει τα φράγκα του και πάει στη δουλειά του.

Το παιχνίδι αυτό έχει κηρυχθεί παράνομο από πολύ παλιά. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να αγνοεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις τον παπατζή (εκτός αν σ' αφήσει να κερδίσεις μικροποσά στην αρχή για να σε δελεάσει να ποντάρεις περισσότερα). Οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι βαλτοί κράχτες, τα λεγόμενα λαμόγια (αυτό εσήμαινε αρχικά η λέξη). Ωστόσο, το παιχνίδι παραμένει επικίνδυνο, εξ άλλων, παράπλευρων λόγων: όπου τη στήσει ένας παπατζής, θα συγκεντρωθεί ένα έστω και περιορισμένο πλήθος περίεργων, που θα συνωθούνται για να δουν τους άλλους να χάνουν τα λεφτά τους και να νιώσουν την κρυφή χαρά ότι οι ίδιοι ήξεραν πού είναι ο παπάς, και μέσα σ' αυτό το στριμωξίδι δρουν άνετα οι πορτοφολάδες, που συνήθως είναι συνέταιροι με τον παπατζή.

Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και με τρία μικρά αδιαφανή ποτηράκια ή δαχτυλήθρες, γυρισμένα απίστομα, που το ένα κρύβει από κάτω ένα στραγάλι ή μια μπιλίτσα.

  1. Κλωναράκι χασισιάς σε εντελώς ακατέργαστη μορφή, με τα φύλλα και τα ανθάκια. Τα ανθάκια της κάνναβης έχουν κάτι μυτούλες που σχηματίζουν θυσάνους (εξ ου και η ονομασία φούντα), που με λίγη φαντασία θυμίζουν γένια, όθεν και η λέξη (βλ. και παπαδέρα).

  2. Η πρώτη χάντρα του κομπολογιού. Είναι μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες, και από την τρύπα της (μόνο αυτής) περνάνε και οι δύο άκρες του κορδονιού. Λέγεται και τσαμπουκάς. (Πηγή: Vrastaman).

  3. Το φίλτρο εισερχόμενου αέρος στη μηχανή του αυτοκινήτου, όπως με πληροφορεί ο Αυτοκτονημένος (ευχαριστώ!).

  4. Επίτευγμα μεγάλης δεξιοτεχνίας στη μουσική εκτέλεση, στη φράση «παίζω παπάδες». (Βλ. και παπάδες).

  5. Φρ. τρώω παπάδες: δεν έχω τι να φάω, περνάω φτώχειες.

  6. Φρ. βρέχει παπάδες: βρέχει πολύ δυνατά, βρέχει καρεκλοπόδαρα / καλέκλες, βρέχει με το τουλούμι. (Πηγή: Hank).

  1. Φουλ του άσσου με παπάδες.

  2. Στον παπά τα κονομούσα
    και σε σένα τ' ακουμπούσα,
    γιατί σ' είχα στην καρδιά μου,
    τέλεια νοικοκυρά μου.

Έπαιζα και δαχτυλήθρες
μα εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες
κι έτρωγες τα τάληρά μου
μ' άλλονε, νοικοκυρά μου.

(Ευ. Παπάζογλου, «Παπατζής»)

  1. -Μα πόση ώρα κάνεις να το στρίψεις;
    -Θέλει τρίψιμο, είναι σε παπάδες.

  2. Όχι ρε γαμώτο! Μου 'σπασε το κορδόνι του κομπολογιού, σκόρπισαν οι χάντρες, κι ενώ τις μάζεψα όλες, δε βρίσκω τον παπά! Κρίμα στο κομπολόι!

  3. [Δεν έχω ιδέα από αυτοκίνητα, ας φτιάξει κανείς ένα καλό παράδειγμα.]

  4. Ο μπασίστας δεν πρέπει να παίζει παπάδες. Εμένα μ' αρέσει να είναι λιτός και σταθερός, να στηρίζει τα άλλα όργανα. Θέλει μαγκιά να ξέρεις να παίζεις λίγα.

  5. Μου 'πανε μην μπλέξεις τα σκυλιά με τους ροκάδες,
    μα έτσι και δε δούλευα θα τρώγαμε παπάδες,
    έπιασα λοιπόν δουλειά σε μαγαζί.

(Γ. Γιοκαρίνης, «Νοσταλγός του Rock'n'roll»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγάπη του κόσμου μού δίνει δύναμη. Έτσι, κατόπιν εκκλήσεων του κοινού, τι να κάνω, τον καταχωρίζω τον ορισμό (προς θεού όχι το λήμμα)! Αμ' έλα που δεν έχω να προσθέσω και πολλά παραπάνω απ' όσα είπα στο σχόλιο του άλλου ορισμού! Πάμε λοιπόν τα ίδια (στο τέλος και στο παράδειγμα μόνο πρωτοτυπώ λίγο):

Η θείτσα ορίζεται όχι μόνο από την εμφάνιση και την ηλικία, αλλά σε μεγάλο βαθμό και από την ιδεολογία που εκφράζει: η θείτσα είναι το προπύργιο του συντηρητισμού... ή μάλλον όχι, ποιο προπύργιο; Η θείτσα θα ήθελε να είναι το προπύργιο, αλλά τελικά εκφράζει ένα συντηρητισμό, τον οποίο δεν μπορεί να υπερασπισθεί παρά μόνο με σαθρά επιχειρήματα τύπου «α πα πα», «τς τς τς», «πού φτάσαμε» κ.λπ., ελπίζοντας ότι θα βρεθεί κάνας άλλος να τον υπερασπιστεί καλύτερα. Αλλιώς αφήνεται στην τύχη της, δηλαδή στο να παρακολουθεί στωικά την κατρακύλα της κοινωνίας μας.

Η θείτσα:

  • Φοβάται τους Αλβανούς, τους μαλλιάδες και τους οδηγούς δικύκλων (όχι γιατί είναι επικίνδυνοι οδηγοί, αλλά για την ηθική τους).
  • Λυπάται τους 25+ ανύπαντρους.
  • Καταδικάζει τις πορνόψυχες κοπέλες που αφήνουν ακάλυπτα τα μπράτσα και τους αστραγάλους τους και μακιγιάρονται.
  • Θα φοβόταν και θα σιχαινόταν τους ομοφυλόφιλους, αλλά τη σώζει το ότι στο βάθος της ψυχής της δεν έχει αποδεχθεί ότι αυτοί όντως υπάρχουν.
  • Θεωρεί τεντυμποϊσμό το να τρέχει ένα παιδί στην πλατεία για να πιάσει την μπάλα.
  • Θεωρεί ως προσωπική επίθεση εναντίον της το να ακούει κάποιος οποιαδήποτε μουσική, εκτός από Αττίκ.
  • Είναι κατά της χειραφέτησης των γυναικών.
  • ...και άλλα ανάλογα.

    Η θείτσα δεν είναι το ακριβές θηλυκό αντίστοιχο του μπάρμπα, αλλά μάλλον του θείτσου (σπάνια αλλά υπαρκτή λέξη). Οι αντιλήψεις της, η φρασεολογία της, η αισθητική της (π.χ. σεμεδάκι στην τηλεόραση, καλύμματα pied de poule στα έπιπλα, πάρα πολλά κρύσταλλα και πορσελάνες μικρής αξίας μεγάλης ηλικίας εντελώς ολοκαίνουργα), τα προσφιλή της αντικείμενα και ό,τι άλλο προσιδιάζει στον ανθρωπότυπό της χαρακτηρίζονται θείτσικα.

  1. -Λοιπόν, πώς ήταν οι διακοπές; Είχαμε κάνα ευχάριστο;
    -Όχι Ιωάννα, ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ευχάριστο! Άμα γαμήσω, θα σε ενημερώσω.
    -Καλά... Εγώ φταίω που ενδιαφέρομαι σα φίλη σου. Μείνε μαγκούφης να δω τι θα καταλάβεις.
    -Ρε Ιωάννα, Χριστέ μου να πούμε! Από πότε έγινες θείτσα;

  2. -Νεαρέ, σε παρακαλώ να χαμηλώσεις αυτή τη φρικτή μουσική αμέσως.
    -Μα ποιον ενοχλώ; Εφτά το απόγευμα είναι.
    -Νεαρέ, θα ήθελα να ξέρεις ότι εδώ είναι μία αξιοπρεπής πολυκατοικία. Όλοι οι ένοικοι έχουν αγανακτήσει με τα σούρτα φέρτα που βλέπουν στο διαμέρισμά σου. -Δεν κατάλαβα, θα σας δώσω λογαριασμό ποιος μπαίνει σπίτι μου;
    -Εδώ δεν είχαμε παλιά ναρκομανείς, ούτε πρόστυχες γυναίκες...
    -Ε άει στο διάολο ρε θείτσα να πούμε! Δεν πας να πεθάνεις λέω γω, που κάθομαι και σ' ακούω κιόλας!

  3. -Έλα ρε φίλε που μου σκας και με το γυαλί το θείτσικο!
    -Τι θείτσικο ρε μαλάκα; Το στρογγυλό γυαλί μου το Λέννον; Μην τσακωθούμε τώρα!
    -Ναι, καλά. Πριν τον Λέννον οι γιαγιάδες τα φοράγανε, μετά τα έβαλε ο Λέννον και μετά τα βάλανε όλοι.
    -Πλάκα μού κάνεις; Αυτά ήτανε πριν μισό αιώνα!
    -Ε α γεια σου! Κι ο Λέννον πριν μισό αιώνα ήτανε, εσύ τώρα τον θυμήθηκες;

βλ. και θειόκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά.

  1. Έγινα κυριολεκτικά παπί από τον ιδρώτα.

  2. Το σπίτι ήταν κυριολεκτικά μουνί.

  3. Το άτομο κυριολεκτικά δεν υπάρχει.

βλ. και δίκαιο, πλάκα κάνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:

  • Kαπνίζω. Λέγεται για ναρκωτικές ουσίες (χασίσι, κρακ) και επίσης για τον ναργιλέ, είτε περιέχει χασίσι είτε σκέτο καπνό.
  • Το πίνει (ενν. το τσιγαριλίκι) ο αέρας. Λέγεται όταν οι άνεμοι πνέουν ισχυροί έως τοπικά θυελλώδεις, και ο μπάφος καίγεται γρήγορα και στο βρόντο. Σύνηθες φαινόμενο σε κατάστρωμα πλοίου.
  • Παλιότερα το λέγανε για την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήψη ναρκωτικών (μυτιά, ένεση κλπ.), αλλά δε νομίζω ότι λέγεται πια. (Παράδειγμα 4)
  • Η σύνταξη «πίνω τσιγάρο», όταν το τσιγάρο είναι κυριολεκτικά τσιγάρο και όχι μπάφος, δεν εντάσσεται στο λήμμα γιατί δεν είναι σλανγκ, είναι απλώς μια παλιά έκφραση για το «καπνίζω», που ακούγεται καμιά φορά ακόμη σήμερα από λαϊκούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας.
  1. Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!

  2. Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).

  3. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)

  4. Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)

(από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα αίνιγμα στα πλαίσια των δήθεν σαλονικιώτικων.

-Πώς λένε στη Θεσσαλονίκη τον Κνίτη;
-;
-Μπουγάτσα με γραμμή!

Got a better definition? Add it!

Published

Η ευρύτερη έννοια του ξύλου, του ξυλοδαρμού, της σωματικής βίας, αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στη γλώσσα μας. Υπάρχουν δεκάδες λέξεις και εκφράσεις που το περιγράφουν. Οι διαφορές μεταξύ τους εντοπίζονται είτε στην ειδικότερη τεχνοτροπία που περιγράφουν, π.χ. άλλο η καρπαζιά κι άλλο το χαστούκι, είτε στη συναισθηματική τους συνδήλωση και τα ψυχο-κοινωνικά συμφραζόμενα στα οποία χρησιμοποιείται η καθεμία, π.χ. άλλο το χαστούκι πάλι και άλλο ο κόλαφος, παρόλο που τεχνικά σημαίνουν το ίδιο.

Πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας έχει αφιερώσει τόσο μεράκι και ευρηματικότητα για να περιγράψει όλες αυτές τις λεπταίσθητες διαβαθμίσεις της ίδιας κατά βάσιν έννοιας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1η: Όπως για κάθε ερώτημα που αρχίζει με το «πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας...», έτσι κι εδώ, υπάρχει η θεωρία-παντοβότανο «400 χρόνια σκλαβιά» (αλήθεια, αυτή η φράση δε θα 'πρεπε να μπει στο λεξικό μας;). Ο τουρκοκρατούμενος ραγιάς Έλληνας υφίστατο κάθε λογής ταπεινώσεις και καταπατήσεις της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του, έτρωγε πολύ «ξύλο» (συμβολικό, αλλά διόλου σπάνια και κανονικό), πράγμα που έφτασε να χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή και τη σκέψη του, να γίνει μία βασική έννοια την οποία επεξεργάστηκε σε μεγάλο βάθος και έκταση.
Ντάξει, δε με πείθει και πολύ, αλλά μιας και την έχω ακούσει, την παραθέτω.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 2η: Ο Έλληνας είναι γενικά συναισθηματικός, εκρηκτικός, παρεξηγιάρης, και όλη την ώρα έτοιμος να αποδείξει «ποιος είν' αυτός». Αλλά στην πράξη δεν είναι και τόσο βίαιος. Πιο πολύ μιλάει για ξύλο, παρά δέρνει. Οπότε, έχει αναπτύξει και πλούσιο σχετικό λεξιλόγιο.

Ας δούμε μερικά δείγματα αυτού του λεξιλογίου. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμη, και σας καλώ να τα μαζέψουμε.

1. Ουσιαστικά: σφαλιάρα, καρπαζιά, κατραπακιά, γροθιά, μπουνιά, κλωτσιά, μάπα, φάπα, μπούφλα, χαστούκι, σκαμπίλι, ανάποδη, ράπισμα, κόλαφος, (ξ)ανάστροφη, μπουκέτο, μπουνίδια, κλωτσίδια, μαπίδια.

Όλα αυτά είναι τύποι χτυπημάτων. Το ράπισμα και ο κόλαφος είναι λόγιες λέξεις, και σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως μεταφορικά.

2. Ρήματα:

2.1. Δίνω, ρίχνω, χώνω / τρώω, αρπάζω, τσιμπάω, μαζεύω / μου 'ρχεται.

Συντασσόμενα με τα ως άνω ουσιαστικά, δηλώνουν τα μεν τρία πρώτα, δίπτωτα, τη δράση (ενεργητική διάθεση, π.χ. του 'χωσα κάτι μαπίδια), τα δε υπόλοιπα, μονόπτωτα, την αποδοχή της δράσης (παθητική διάθεση, π.χ. μάζεψε τις κλωτσιές του και ηρέμησε).

Κάπως πιο εξειδικευμένη είναι η χρήση του δίπτωτου ενεργητικής διαθέσεως σφίγγω: του 'σφιξα δυο σφαλιάρες / ανάστροφες (αλλά όχι μπουκέτα, κλωτσιές κλπ.)

Στην Κρήτη και άλλα νησιά, αντί του ρίχνω χρησιμοποιείται και το παίζω: του 'παιξα μερικές σφαλιάρες.

Το ρήμα παίρνω χρησιμοποιείται επίσης, κατά περίπτωση, με παθητική διάθεση, ως εξής: Με πήρε μια αδέσποτη, με πήραν μερικές.

2.2. Εκτός από τα ως άνω απολεξικοποιημένα ρήματα, υπάρχουν και άλλα που δηλώνουν πληρέστερα την πράξη: Δέρνω, χτυπάω, πλακώνω, χαστουκίζω, γρονθοκοπώ, κλοτσάω.

Όπως βλέπουμε, αυτά είναι λιγότερα και συναισθηματικώς πιο ουδέτερα. Για να χορτάσει ο στόμας σου θες περίφραση, δεν καλύπτεσαι από ένα μονολεκτικό ρήμα. Μόνο το πλακώνω είναι κάπως πιο εκφραστικό.

3. Περιφράσεις που δηλώνουν την κατά κράτος νίκη του δέρνοντος επί του δερομένου, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην τεχνοτροπία:

3.1. θα σε γαμήσω στο ξύλο, πλακώσω..., ταράξω..., σαπίσω..., σακατέψω..., λιανίσω..., μαυρίσω..., θα σ' τις βρέξω

Το θα σ' τις βρέξω χρησιμοποιείται άνευ ετέρου προσδιορισμού. Δεν είναι καμιά πολύ βαριά απειλή, το λένε κυρίως γονείς προς μικρά παιδιά. Σε άλλα συμφραζόμενα γίνεται παιγνιώδες και χαδιάρικο, π.χ. Πάλι εσύ κέρασες; Θα σ' τις βρέξω!

Τα υπόλοιπα χρειάζονται ένα συμπλήρωμα, εμπρόθετο προσδιορισμό με το σε. Ο προσδ. στο ξύλο πάει με όλα, ενώ με τα περισσότερα πηγαίνουν και οι ειδικότεροι όροι στις σφαλιάρες, στα κλωτσίδια και κάθε άλλο παρεμφερές. Π.χ. Θα σε μαυρίσω / λιανίσω μόνο στο ξύλο, όχι *στα χαστούκια, αλλά θα σε πλακώσω / γαμήσω σε οτιδήποτε. Τα λιανίζω, πλακώνω και σακατεύω πάνε και σκέτα.

3.2. Θα σε κάνω μαύρο, τόπι, τουλούμι, σηκωτό. Και πάλι, μπορούν να συμπληρώνονται με τα εμπρόθετα στο ξύλο, στις μπουνιές κ.λπ. ή και να μπαίνουν σκέτα.

[Εγκυκλ.: το τόπι και το τουλούμι υπονοούν το πρήξιμο που θα πάθει ο δαρείς (και μετοχή παθητικού αορίστου βήτα έχω!) από το ξύλο που θα φάει. Τουλούμι είναι ο ασκός από δέρμα ζώου, που χρησιμοποιόταν παλιά για την αποθήκευση νερού, λαδιού, κρασιού κλπ., και που όταν ήταν γεμάτος και κλεισμένος φούσκωνε κι έδινε την εντύπωση πρηξίματος. Αλλά το τουλούμι χρησιμοποιείται επίσης για το παίξιμο της γκάιντας, όθεν και η πιο σπάνια έκφραση θα σε κάνω γκάιντα.

4. Περιφράσεις που περιγράφουν γενικά μία κατάσταση ξύλου, πιθανώς πολυπρόσωπη / πολυσυμμετοχική. Όλη η έμφαση δεν είναι ούτε στο ποιος ποιον, ούτε στο πώς ακριβώς, αλλά στο πόσο: πολύ!
Πέφτει ξύλο / ξυλίκι / μαπίδι / μπουκετίδι / πέφτουν μάπες / σφαλιάρες, γίνεται τσαμπουκάς, βρέχει σφαλιάρες

Προσοχή: το μαπίδι και το μπουκετίδι (και τα ευκαιριακά τύπου σφαλιαρίδι), εδώ είναι περιεκτικά: σημαίνουν «πολλές μάπες / μπουκέτα κλπ.». Αντίθετα, τα μαπίδια / κλωτσίδια / μπουνίδια του εδαφίου 1 είναι μεμονωμένοι, μετρήσιμοι χτύποι.

5. Ρήματα και περιφράσεις που δηλώνουν τη συμμετοχή κάποιου σε καταστάσεις ξύλου, χωρίς έμφαση ούτε στο πώς ούτε στο αν έριξε πιο πολλές ή έφαγε: Πλακώνομαι, παίζω ξύλο / μάπες / σφαλιάρες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στον πληθυντικό, π.χ. πλακωθήκαμε [+/- στο ξύλο] με κάτι γαύρους.

Ειδικά το πλακώνομαι, χωρίς προσδιορισμό, μπορεί και να σημαίνει απλώς «τσακώνομαι», σε φραστικό επίπεδο: Άσε, πλακώθηκα πάλι με τους γέρους μου.

6. Εκφράσεις που δηλώνουν ότι κάποιος χτυπήθηκε από άλλους (μπορεί να έριξε κι αυτός μερικές, αλλά τελικά βγήκε ηττημένος): Τις έφαγα, τις μάζεψα.

Βλέπουμε ότι αυτές είναι πολύ λίγες. Άρα τελικά ενισχύεται η άποψη ότι όλο το θέμα δεν είναι να δέρνεις, αλλά να λες ότι έδειρες. Η περίπτωση να σε έδειραν καλόν είναι να αποσιωπάται όσο είναι δυνατόν.

7. Ανένταχτα ουσιαστικά:

κλωτσοπατινάδα: πολυπρόσωπος καβγάς, με πολύ ξύλο και χωρίς να είναι εύκολο να διακρίνεις ποιος δέρνει ποιον και ποιος κερδίζει. Απλώς αρπάζεις ένα ψάρι και κοπανάς τον πλησιέστερο συμπαίκτη σου.

δείρτης, ξυλοκόπος: αυτός που παίζει καλό ξύλο, και συχνά.

καρπαζοεισπράκτορας: θεωρητικά αυτός που τρώει πολλές καρπαζιές (η καρπαζιά είναι από τα πλέον υποτιμητικά είδη χτυπήματος). Στην πράξη όμως το λέμε για το αιώνιο θύμα, τον υπερβολικά υποχωρητικό, που ποτέ δεν ορθώνει το ανάστημά του και όλοι του τη φοράνε.

Βρεμένη σανίδα, βούρδουλας, μαστίγιο: τεχνικά υποβοηθήματα για το ξύλο. Συνήθως σε φράσεις όπως Α ρε βρεμένη σανίδα που σας χρειάζεται (= είστε αδιόρθωτοι, απαράδεκτοι, τι θέλετε πια για να συνετιστείτε;)

Πού να βάλω παραδείγματα για όλα αυτά! Ιδού μερικά εντελώς ενδεικτικά, αντλημένα από την παγκόσμια ποίηση της ρομαντικής κυρίως περιόδου:

  1. Την πρώτη σού τη χάρισα. Τη δεύτερη, κυρά μου,
    θα σε τρελάνω στις κλωτσιές κι ας εύρω τον μπελά μου.

Την τρίτη και την τέταρτη, κυρά μου, βράσε ρύζι:
πάλι τις μάπες σου θα φας, κι ο κόσμος ας με βρίζει.

(Μ. Βαμβακάρης)

  1. Μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές,
    μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές, γιατί,
    εγώ είμαι άγιος, εγώ είμαι άγιος, μα όμως άμα με τσαντίσουν γίνομαι άγριος.

(Ν. Καρβέλας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απολεξικοποιημένα ρήματα με ευρύτατη χρήση στη σλανγκ και γενικότερα στον οικείο, ανεπίσημο λόγο.

Απολεξικοποιημένα ρήματα είναι εκείνα που, μαζί με ένα ουσιαστικό, αντικαθιστούν το μονολεκτικό ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό. Π.χ. αν αντί να σας ενημερώσω πούμε να σας κάνω μια ενημέρωση, το κάνω είναι απολεξικοποιημένο ρήμα: δεν έχει λεξική έννοια που να προσθέτει κάτι στην έννοια του ουσιαστικού, φέρει μόνο γραμματικές πληροφορίες (πρόσωπο, αριθμό, χρόνο, διάθεση).*

Τα ρήματα ρίχνω, τρώω και πέφτω, ως απολεξικοποιημένα, χρησιμοποιούνται ως εξής:

-ρίχνω + αντικείμενο: εκφράζει μία πράξη από τη σκοπιά εκείνου που την πράττει (ενεργητική διάθεση), π.χ. ρίχνω ξύλο [σε κάποιον] = δέρνω [κάποιον].

-τρώω + αντικείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, από τη σκοπιά εκείνου που τη δέχεται (παθητική διάθεση), π.χ. τρώω ξύλο [από κάποιον] = [κάποιος] με δέρνει.

-πέφτω, με υποκείμενο τη λέξη που στις δύο προηγούμενες συντάξεις ήταν υποκείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, με μία σκόπιμη αοριστία τόσο ως προς τον δρώντα όσο και ως προς τον δέκτη, π.χ. πέφτει ξύλο = κάποιοι δέρνουν κάποιους, δε μας αφορά, πάμε πιο πέρα καλύτερα.

Το αντικείμενο του ρίχνω και του τρώω και το υποκείμενο του πέφτω εκφέρονται συνήθως με κάποια αοριστία ως προς την ποσότητα: αν μεν πρόκειται για μη μετρήσιμο ουσιαστικό, όπως το ξύλο, εκφέρεται χωρίς άρθρο ή μαζί με δείκτες όπως πολύ, λίγο. Αν είναι μετρήσιμο, τότε εκφέρεται στον μεν ενικό με αόριστο άρθρο (π.χ. ρίχνω έναν πούτσο) ή με την αόριστη αντωνυμία κανένας, (π.χ. θα ρίξω καμιά Χριστοπαναγία), στον δε πληθυντικό με άλλες αόριστες αντωνυμίες όπως κάτι, τίποτα (π.χ. φάγαμε κάτι κολλήματα) ή ασυνόδευτο (π.χ. ρίχνω ύπνους).

Υπάρχουν και εξαιρέσεις, π.χ. του 'ριξα δυο σκαμπίλια, αλλά σε γενικές γραμμές ένας κάποιος βαθμός αοριστίας αποτελεί επιδίωξη.

*Πηγή: Μπάμπης.

ρίχνω ξύλο - τρώω ξύλο - πέφτει ξύλο
ρίχνω ένα κατούρημα ρίχνω μάσες - πέφτουν μάσες
ρίχνω ένα βρισίδι - τρώω ένα βρισίδι - πέφτει βρισίδι
ρίχνω ύπνους - έπεσαν (κάτι) ύπνοι
τρώω ήττα
τρώω φλασιά
τρώω φρίκη
τρώω πακέτο
τρώω σούπα / χύμα / σαβούρδα / γλίστρα
ρίχνω ένα καβγά - έπεσε ένας καβγάς
ρίχνω χυλόπιτα / τρώω χυλόπιτα / έπεσε [η] χυλόπιτα
ρίχνω ένα σάλτο
έπεσε ένα τηλεφώνημα
ρίχνω διάβασμα / πέφτει διάβασμα
ρίχνω δουλειά / πέφτει δουλειά
ρίχνω ένα συγύρισμα / ξεσκόνισμα / σφουγγάρισμα
ρίχνω έναν πήδουλο / έπεσε ο σχετικός πήδουλος
ρίχνω έναν πούτσο / τρως έναν πούτσο (εσύ, εγώ ποτέ!) / πέφτει ένας πούτσος
ρίξαμε κάτι χορούς / έπεσαν κάτι χοροί
ρίχνω μια πενιά / έπεσαν κάτι πενιές (δηλαδή παίχτηκε και λίγη μουσική)
έφαγα 5Φ / μου 'ριξε 5Φ / θα πέσουν πολλά Φ (5Φ = πέντε μέρες φυλακή, στο στρατό)
ρίχνω πρόστιμο / τρώω πρόστιμο / πέφτουν πρόστιμα

...και πλείστα όσα άλλα.

Άλλα απολεξικοποιημένα της αργκό: πατάω, πετάω, τραβάω, χτυπάω, χώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μισό της έκφρασης «- Καλημέρα Γιάννη / - Κουκιά σπέρνω». Όλο μαζί λέγεται για να σχολιάσει καταστάσεις ασυνεννοησίας, όπου άλλα λες κι άλλα σου λένε.

- Λοιπόν, εσύ τα τηλέφωνα, έχε το νου σου και στο φούρνο μην κάψουμε το φαΐ, εγώ πετάγομαι για τα ψώνια πριν κλείσουν, επιστρέφω και πιάνουμε συγύρισμα. Πιστεύω ότι θα τα προλάβουμε όλα. - ΟΚ, έφυγα.
- Τι έφυγες; Πού πας;
- Ε τι λέμε, για τα ψώνια!
- Όχι ρε πούστη! Καλημέρα Γιάννη, κουκιά σπέρνω! Λοιπόν, πάμε πάλι από την αρχή:...

Τι έχεις Γιάννη; Τι ‘χα πάντα! (από Vrastaman, 27/04/09)(από xalikoutis, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άξεστος χωριάτης. Περίπου συνώνυμο των μπουρτζόβλαχος και μπαστουνόβλαχος, μόνο που το σκατίβλαχος είναι πιο υποτιμητικό ακόμη, και ενέχει και την έννοια του βρωμιάρη.

Σχόλιο 1: Αυτή η λέξη είναι αρκετά παλιά. Πιθανολογώ ότι είναι παλιότερη από τα σκατίφλωρος και σκατίπουστα, και ότι επομένως έχει αποτελέσει το πρότυπο για το σχηματισμό τους. Σ' εκείνα τα λήμματα, ιδίως στο πρώτο, θα δείτε και τον προβληματισμό περί του ετύμου και της ορθογραφίας τους.

Σχόλιο 2: Τα περί Βλάχων, και πώς η λέξη έφτασε να σημαίνει τον άξεστο, ακαλλιέργητο, χωρίς τρόπους άνθρωπο, είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Ας αναφέρουμε εν περιλήψει ότι είναι μία [φυλή; εθνότητα; ομάδα;] με δύο βασικά κοινωνικά παρακλάδια: τους νομάδες και τους εγκατεστημένους. Οι νομάδες ήταν βοσκοί. Ως μη έχοντες μόνιμη κατοικία, επέσυραν επάνω τους όλα τα στερεότυπα του ανέστιου/φερέοικου, όπως και οι Γύφτοι. Οι εγκατεστημένοι αντιθέτως αποτελούν καύχημα για την Ελλάδα, ήσαν έμποροι με αξιόλογη δράση στην Ελλάδα και τις παροικίες, φορείς επικοινωνίας της τουρκοκρατούμενης χώρας με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πολλοί (π.χ. Αβέρωφ και Τοσίτσας) υπήρξαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, και τα λοιπά.

Όλα αυτά (και πολύ περισσότερα) είναι γνωστά. Εκείνο που δεν ξέρω αν έχει θιγεί πουθενά στη βιβλιογραφία είναι ότι στη διαμόρφωση του στερεοτύπου για τον άξεστο Βλάχο έχει παίξει σημαντικό ρόλο το θέατρο σκιών: ο Μπαρμπαγιώργος (ρουμελιώτης τσέλιγκας, θείος του Καραγκιόζη) είναι η κατεξοχήν καρικατούρα αυτού του τύπου. Παρόλο που ο ίδιος ως χαρακτήρας δεν είναι ακριβώς άξεστος, αλλά μάλλον απλοϊκός και τραχύς -ωστόσο τίμιος, γενναίος και κιμπάρης -, ο πονηρός Καραγκιόζης έτσι τον αντιμετωπίζει.

Σημειωτέον ότι ο Μπαρμπαγιώργος δεν είναι κυριολεκτικά Βλάχος: μιλάει ελληνικά, όχι βλάχικα (που είναι λατινογενής γλώσσα). Βλάχο τον λέει ο Καραγκιόζης. Άρα το στερεότυπο υπήρχε ήδη όταν δημιουργήθηκε αυτός ο χαρακτήρας του θεάτρου σκιών.

Ίσα ρε βλαχατερό που θα μου κάνεις εμένα και μπιπ! Να πας στο χωριό σου να κορνάρεις, άει σιχτίρ να πούμε πια με τους σκατίβλαχους εδώ μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τύπου», προφέρεται «ταυ». Σημαίνει ότι η αμέσως επόμενη λέξη δεν σημαίνει αυτό που σημαίνει, αλλά κάτι άλλο με εξωτερικές μόνο ομοιότητες, π.χ. τ. ξανθιά (στην πραγματικότητα καραφλή με περούκα), τ. μουσική (στην πραγματικότητα Έφη Θώδη), τ. φρέσκο (στην πραγματικότητα και κατεψυγμένο και μπαγιάτικο).

Προέρχεται από κάτι λαμογιές σε μενού εστιατορίων και πιτσαριών, όπου λένε π.χ. τυρί τ. φέτα, εννοώντας λευκό τυρί Δανίας, με την ελπίδα ότι εσύ δε θα παρατηρήσεις το «τ.» αλλά κι εκείνοι θα είναι νομότυποι.

Σιγά μην ξηλωθώ εξήντα το βράδυ για να κλειστώ σ' αυτά τα τ. αιγαιοπελαγίτικα μπάγκαλοους! Αυτά δεν είναι δωμάτια, είναι τουρισταποθήκες!

τ. Βασιλικό ζεύγος (από Vrastaman, 23/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified