Εξουδετερώνω, σακατεύω, εξαντλώ. Ξυλοφορτώνω, σαπίζω κάποιον στο ξύλο. Ξεπερνώ κατά πολύ τους αντιπάλους μου, τρώνε τη σκόνη μου.
Εξουδετερώνω, σακατεύω, εξαντλώ. Ξυλοφορτώνω, σαπίζω κάποιον στο ξύλο. Ξεπερνώ κατά πολύ τους αντιπάλους μου, τρώνε τη σκόνη μου.
Got a better definition? Add it!
Ζαχαρώνω. Γυροφέρνω κάτι, μαζεύω πληροφορίες γι' αυτό, το παρατηρώ, το χαζεύω, επιθυμώντας τελικά να το αποκτήσω.
Got a better definition? Add it!
Το φαλλικό ομοίωμα που χρησιμοποιείται για πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι ένα αντικείμενο από πλαστικό ή άλλο συνθετικό υλικό (παλαιότερα και από ξύλο, ακόμα και από ψωμί στην αρχαιότητα) που μοιάζει με πέος και χρησιμοποιείται ως sex toy, ως σεξουαλικό παιχνίδι δηλαδή. Παρεμπιπτόντως, τα παιχνίδια αυτά λέγονται και σεξουαλικά βοηθήματα, αν και νομίζω ότι ο άγαρμπος αυτός όρος μάλλον υποχωρεί.
Το πόσο το ντίλντο μοιάζει με πέος εξαρτάται. Μπορεί να είναι ανατομικά ακριβές και φωτορεαλιστικό στην όψη και στην αφή, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή μέχρι και ανάγλυφες φλέβες. Μπορεί, όμως να είναι και πιο αφαιρετικό ή ακόμα και αλλόκοτου σχήματος και χρώματος, διατηρώντας όμως έναν μακρόστενο κορμό. Αν δονείται, τότε συνήθως δεν λέγεται ντίλντο αλλά δονητής - χωρίς να λείπει ένα κάποιο ορολογικό μπέρδεμα.
Από το αγγλικό dildo, αβέβαιης ετυμολογίας.
Από εδώ:
Είναι τα κοριτσόπουλα που είναι ναι μεν στρέιτ, αλλά έχουν και μια περιέργεια για τις Κάτω Χώρες άλλων κοριτσόπουλων. Και εκεί μπαίνω εγώ κραδαίνοντας το ντίλντο που δεν έχω, βγάζοντας λεσβιακές ιαχές.
Από εδώ:
Επίσης, θα μπορούσες να βάλεις ένα ντίλντο ή απλά κάτι μακρόστενο στον κόλπο σου, και καθώς το κατευθύνεις μέσα και έξω από τον κόλπο, να παίζεις με την κλειτορίδα σου.
Got a better definition? Add it!
Το "μαχαιρώσω" με υποτιθέμενη αλβανική προφορά, για να αποδώσει ειρωνικά μια αίσθηση ψευτομαφιόζου και μαχαιροβγάλτη.
Συνήθως λέγεται ή γράφεται με κάποιου είδους γραμματικό λάθος ή συντακτική ανωμαλία για να δείξει, καθ' υπερβολή, το ξενικό στυλ: είτε εννοείται σε χρόνο μέλλοντα χωρίς το "θα", είτε γράφεται με "-ε-" αντί για "-αι-", είτε συνοδεύεται από αφύσικη σύνταξη υποκειμένου-αντικειμένου.
Αυτός που το λέει δεν εννοεί στα σοβαρά τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει από κάποιον ή με τον οποίο απειλεί τους άλλους. Αλλά μπορεί και, παρ' όλο που αναγνωρίζει τον κίνδυνο, να πιστεύει ότι το άτομο που τον απειλεί είναι θρασύδειλο και αρκεί να του σταθεί κανείς στα ίσα για να οπισθοχωρήσει.
Ίσως προέρχεται από αυτήν τη φάρσα, ίσως είναι παλαιότερο.
Βλ. και Αλβανοελληνικά, Αλβανό-Ελληνικό λεξικό ύβρεων.
Got a better definition? Add it!
Ένας έμμεσος τρόπος για να πούμε πόσο πιθανό ή απίθανο είναι να συμβεί ένα ενδεχόμενο. Το τι από τα δύο και πόσο ακριβώς εξαρτάται από τον αριθμό που μπαίνει στη θέση των τελειών: όσο μικρότερος είναι, τόσο πιθανότερο είναι να συμβεί, όσο μεγαλύτερος, τόσο λιγότερο πιθανό.
Προέρχεται από την ορολογία του στοιχηματισμού ("Πάμε στοίχημα", "bwin" κλπ), όπου ο αριθμός είναι ο πολλαπλασιαστής απόδοσης για τα λεφτά που ποντάρεις. Όσο πιο πιθανό είναι το ενδεχόμενο, τόσο ο αριθμός πλησιάζει τη μονάδα. Αντίστοιχα όσο πιο απίθανο το ενδεχόμενο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός.
Θα πρέπει να μιλάμε για ενδεχόμενα που δεν είναι πραγματικά αντικείμενο κουπονιού στοιχήματος, γιατί διαφορετικά το λήμμα γίνεται μάλλον απλή κυριολεξία.
Got a better definition? Add it!
Σκωπτικά το ίντερνετ, το διαδίκτυο, όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπους που χρησιμοποιούν κάποια υπηρεσία ή έκφανσή του χωρίς να την κατέχουν πλήρως, συχνά με τραγελαφικά αποτελέσματα.
Από το αγγλικό internets, που είναι ένας σπάνιος, στα όρια του "λάθους", πληθυντικός του internet. Ο πληθυντικός κανονικά δεν χρησιμοποιείται, πιθανολογώ γιατί το ίντερνετ είναι ένα και διασυνδέει όλα τα επιμέρους διαφορετικά δίκτυα υπολογιστών.
Το λήμμα το καθιέρωσε ο Τζωρτζ Μπους ο νεότερος σε ένα προεκλογικό debate το 2004, δείχνοντας, όπως γλαφυρά λέει η Wikipedia, την άγνοια και τον επαρχιωτισμό του για το διαδίκτυο και την τεχνολογία γενικότερα.
Στα ελληνικά χρησιμοποιείται τόσο ως πληθυντικός όσο και ως ενικός τύπος. Επίσης, χρησιμοποιείται και μόνο χιουμοριστικά, χωρίς σαρκαστική διάθεση για κάποιον.
Got a better definition? Add it!
Καθ' υπερβολήν, η ζαλάδα που παθαίνει κάποιος στη θέα πολύ ελκυστικού στήθους.
Από το διαδίκτυο:
Η βυζοθολούρα συνεχίστηκε... Εμπρός μου η ξανθιά μιλφάρα Αλίνα με τις απίστευτες βυζάρες της να έχουν ξεχυθεί μέσα στο ολόσωμο ροζ δικτυωτό που φορούσε.
Got a better definition? Add it!
Απρόσμενα παρουσιάζω συμπεριφορά ή απόψεις παραπλήσιες με κάποιου άλλου ανθρώπου, ιδίως όταν αυτό αξιολογείται αρνητικά από τον ομιλούντα.
Με αυτήν την αδόκιμη σύνταξη εξισώνουμε κάποιον άνθρωπο (π.χ. ένα δημόσιο πρόσωπο) με ασθένεια ή πάθηση και αναγνωρίζουμε τα συμπτώματά της σε κάποιον άλλο, με μια μεγάλη δόση ειρωνείας και κριτικής. Το πρόσωπο-πάθηση πρέπει να έχει κάποια έντονα χαρακτηριστικά ώστε να είναι σαφές τι αποδίδουμε στο πρόσωπο που θέλουμε να ειρωνευθούμε.
Προϋπήρχε και η πιο κλασική έκφραση παθαίνω + όνομα προσώπου με κατάληξη -ίτιδα, με την κατάληξη να παραπέμπει σε φλεγμονές, παθήσεις, ασθένειες κλπ όπως γαστρεντερίτιδα, σκωληκοειδίτιδα, αρθρίτιδα.
Από εδώ:
Θα κόλλησε τζημερίτιδα. Γεμίσαμε ντίβες πια. Ας φάνε καμιά snickers.
Got a better definition? Add it!
Ο "βομβητής όπισθεν", ο μηχανισμός των οχημάτων ο οποίος παράγει δυνατούς και υψίσυχνους διακοπτόμενους ήχους όταν το όχημα κινείται με την όπισθεν, ήχους που θυμίζουν τα τζιτζίκια της φύσης. Τα ηλεκτρικά αυτά "τζιτζίκια" (ο πληθυντικός νομίζω είναι συχνότερος), τοποθετούνται σε οχήματα δύσκολου χειρισμού, όπως τα φορτηγά, ή και σε μικρότερα οχήματα, όπως τα κλαρκ, τα οποία πάντως κινούνται σε χώρους με πεζούς εργαζομένους (βιομηχανίες κλπ) προς αποφυγή ατυχημάτων.
Η συγκεκριμένη σημασία του λήμματος είναι αρκετά συναφής με αυτήν του ορισμού του PUNKELISD.
Got a better definition? Add it!