Η έκφραση, (όταν δεν αναφέρεται σε πασχαλιάτικα αυγά, αυτοκίνητα η κεφάλια), σημαίνει ότι χαλάω τη σχέση μου με κάποιο άτομο, ψυχραίνομαι μαζί του, είμαστε σε διαφωνία, είμαστε τσακωμένοι, δεν μιλιόμαστε, είμαστε ψυχραμένοι, δεν θέλουμε να δούμε ο ένας τον άλλον, γινόμαστε εχθροί, αποξενώνομαι με κάποιον και πάει λέγοντας. Λέγεται και "τα τσουγκρίζω".

-Πηγαίνανε πολύ καλά οι δυο τους, αλλά εδώ κι έναν μήνα τα τζούγκρισαν και δεν μιλιούνται μεταξύ τους.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το σκότωμα (από το σκότος), δηλαδή κενό στη περιοχή του οπτικού πεδίου, όπου η ορατότητα είναι μηδενική, άσχετα από συνθήκες φωτισμού η φυσικών εμποδίων.

Οφείλεται σε ιδιαιτερότητα της οπτικής ικανότητας (ή ανικανότητας) του ματιού, και η ύπαρξη του δεν γίνεται αντιληπτή από το άτομο.

Επίσης στην οδήγηση, τυφλό σημείο λέγεται η περιοχή που δεν είναι ορατή στον οδηγό είτε με ευθείας όραση είτε από ανάκλαση μέσω των καθρεπτών του αυτοκινήτου.

  1. Κατάθεση στη τροχαία:
    - Δεν τον είδα καθόλου, που ερχόταν πίσω μου με το μηχανάκι. Ήταν μέσα στο τυφλό σημείο.

  2. Δεν τον είδε. Ήταν μέσα στο σκότωμα.

(από iwn, 03/11/10)Κεντρικό σκότωμα (central scotoma) (από allivegp, 03/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν αρχίζει να περπατά το παιδί, η μάνα κάνει περπατόπιτες. Μία ολόκληρη πηγαίνει στην νονά και επίσης από μία ολόκληρη πηγαίνει στις γιαγιάδες του παιδιού. Η νονά είναι υποχρεωμένη να πάρει τα πρώτα παπούτσια στο παιδί, ενώ η γιαγιά και ο παππούς δίνουν ένα δώρο στο παιδί, όπως επίσης του δίνουν και κέρματα, με τα οποία του εύχονται «σιδερένια πουδαρούδια».

Τις υπόλοιπες πίτες που κάνει η μητέρα τις κόβει σε κομμάτια και τις μοιράζει σε συγγενείς και φίλους επάνω σε ένα δίσκο. Ο καθένας για να πάρει το κομμάτι του πρέπει να τρέξει, για να τρέχει και το παιδί και όλοι δίνουν του κέρματα και του εύχονται «σιδερένια ποδαρούδια».

Στη συνέχεια βάζουν πάνω σε ένα τραπέζι διάφορα αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν επαγγέλματα π.χ. χτένα = κομμώτρια, λεφτά = πλούσιος, λαχανικά = κηπουρός κ.α., κάνουν τρεις φορές το σταυρό στην πίτα και η μάνα, κρατώντας το χέρι του παιδιού, κρατάει το μαχαίρι και σταυρώνει τρεις φορές την πίτα.

Μετά την κόβει σε κομματάκια και όλοι περιμένουν να δουν τι θα πάρει το παιδί στα χέρια του. Πιστεύουν ότι το αντικείμενο που θα πάρει από το τραπέζι θα είναι το επάγγελμά του. Αυτό το έθιμο διατηρείται και σήμερα σε πολλές οικογένειες.

Σημ.: ο ορισμός μεταφέρθηκε αυτούσιος από το http://rizia.tripod.com/ethima3.htm.

- Κοπιάστε γειτόνοι και σας έκανα μια ωραία περπατόπιτα για τη μπέμπα.
- Να σας ζήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντραμίστας ή ντράμερ, drummer. Ο μουσικός που παίζει τα κρουστά σε ένα τυπικό ελληνικό παραδοσιακό λαϊκό ή δημοτικό μουσικό συγκρότημα. Προφανώς από το Jazz Band.

O όρος εμπεριέχει περιπαικτική διάθεση μιας και δημιουργήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, από λαϊκούς μουσικούς για να προσδιορίσει τους συναδέλφους τους μουσικούς, εκτελεστές των κρουστών, με δεδομένη την καχυποψία και ειρωνική διάθεση προς την ξενόφερτη τότε μουσική rock jazz latin pop κλπ και τους έλληνες θιασώτες της μουσικούς.

Συχνά ο τζαζμπανίστας ήταν ντραμίστας με ανησυχίες διεθνούς μουσικής καριέρας που ... κατέληγε σε λαϊκό ή δημοτικό συγκρότημα για βιοπορισμό.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ... τζαζμπανίστες που έπαιξαν σε πάρα πολλές παλιές λαϊκές ελληνικές επιτυχίες, και τους απολαμβάνουμε στα τραγούδια μέχρι σήμερα, είναι ανεπανάληπτοι.

Επίσης το σύνολο των κρουστών μουσικών οργάνων (ντραμς, τύμπανα, πιατίνια κλπ) που στήνονταν στο «λαϊκό» πάλκο αναφέρεται και ως (η) τζαζ.

Μήτσο για το πανηγύρι στο χωριό μεθαύριο, θα πάρουμε για τζαζμπανίστα τον Γιώργο, που έχει και το αγροτικό τζιπάκι, για να μεταφέρουμε τη μικροφωνική, τους ενισχυτές και τη τζαζ.

(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο άρρεν η θήλυ, ευθυτενές, ίσιο, άκαμπτο, δε σκύβει, δεν καμπουριάζει. Βαδίζει περήφανα, λεβέντικα, αεράτα, κιμπαρλίδικα.

Συγχρόνως είναι λεπτό, αδύνατο, όχι παχύσαρκο, ούτε υπέρβαρο, ούτε κοντό, προσομοιάζων / -ουσα το ευθύ σπαθί, απ' όπου και ο όρος.

Αναφέρονται και οι σπαθάτες κουβέντες, δηλαδή λόγος ευθύς, σαφής, ξηγημένος, ντεκλαρέ, ντόμπρος, χωρίς υπονοούμενα, περιστροφές ή παρερμηνείες.

Συνώνυμα: ορθά-κοφτά, τσεκουράτα, χύμα, φόρα παρτίδα.

  1. - Είναι ωραίος, ψηλός, σπαθάτος, με πράσινα μάτια και του αρέσει ο χορός.

  2. - Δεν ξέρω πώς σου τα 'παν οι άλλοι, εγώ πάντως θα σ'τα πω με σπαθάτες κουβέντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σταλός ή και το σταλό, είναι το χρηματικό αντίτιμο στα τσιγγάνικα.

Συνώνυμα: μπαγιόκο, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, όβολα, τάλαρα, παράδες.

-Να πέφτει το σταλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσο και αν φαίνεται παράξενο, η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει με έντονο πάθος τον γνωστό αισθησιακό ερωτικό χορό «Τανγκο» είτε ευρωπαϊκό, είτε αργεντίνικο.

- Κοίταξε τους, κοίταξε τους, πως χορεύουν!!
- Αυτό φίλε μου δεν είναι χορός, είναι μισό γαμήσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά το δώρο.

Αλλά και, ο φουσκωμένος (ή μη) λογαριασμός από ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΑΘ, κοινόχρηστα, εφορία, περαίωση, το πρόστιμο από κλήση τροχαίας ή αλλαχού, τα δίδακτρα των παιδιών, κλπ κλπ. Επίσης και τάματα, υποσχέσεις σεξουαλικής φύσεως.

Ειδικότερα όταν η ειδοποίηση για εξόφληση παραλαμβάνεται σε μέρες παραμονών των 2 μεγάλων εθνικοθρησκευτικών εορτών μας, προσάπτεται αναλόγως, προς έμφαση άμα και ειρωνεία, ο αντίστοιχος επιθετικός προσδιορισμός χριστουγεννιάτικος η πασχαλινός.

Παρεφθαρμένο και «μπουναμάς».

  1. - Γιατί έρχεσαι έτσι συννεφιασμένος αγάπη μου, χρονιάρες μέρες;
    - Μόλις βρήκα το χριστουγεννιάτικο μποναμά της ΔΕΗ στο γραμματοκιβώτιο.

  2. Ο Μπάμπης: Μαρίτσα, πλύσου κι έρχομαι. Φέρνω και το μπασχαλιάτικο μπουναμά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος, ο ηλικιωμένος, το χούφταλο, το ραμολιμέντο, ο χαρχάλης, ο υπέργηρος, το σαράβαλο, ο κωλόγερος.

Τουλάχιστον μπαμπαδισμός αν όχι... μπαμπαλισμός.

Η έκφραση, αναλόγως των περιστάσεων, χρησιμοποιείται με περιπαικτική διάθεση, κατανόηση και συμπάθεια, αντικαθιστώντας ή αποφεύγοντας βαρύτερους συνώνυμους χαρακτηρισμούς, αλλά και απαξιωτικά ή υβριστικά, είτε για άτομα περασμένης, τρίτης ηλικίας είτε για άτομα πάσης ηλικίας που εκφράζουν όμως, λόγω και έργω, άπιαστες, ανεπίτευκτες ανησυχίες και προσδοκίες νεώτερης ηλικίας.

Οι 20άρες φίλες στον 35άρη κορτάκια:
- Άντε βρε γερομπαμπαλή, που θέλεις και πιπίνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο που απευθύνεται απαξιωτικά η πειρακτικά σε κάποιο άτομο, όπως είναι και ο γλοιώδης, ο φιρφιρής, ο τσιχλιμπίχλης, ο μαγλύφας, ο χλεχλές κλπ.

Προέρχεται από το τουρκικό yağlı = λίπος, λιπαρός, λαδωμένος, πασαλειμμένος με λάδι.

- Ίσα ρε γιαγλή, που θες να μας κάνεις κι έλεγχο.

(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified