«Aπ' τη ζωή στο θάνατο είν' ένα μονοπάτι, κι από τον κώλο στο μουνί δυό δάκτυλα και κάτι».

Εκείνος :- Τι σου είναι φίλε μου η ζωή...!;
Κι ο άλλος (χαβαλές): - Aπ' τη ζωή στο θάνατο είν' ένα μονοπάτι, κι από τον κώλο στο μουνί δυό δάκτυλα και κάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωρίζω κάτι καλά και σε βάθος, το κατέχω, επί αρνητικής έκφρασης συντάσσεται συχνά με το «γρυ».

- Δεν σκαμπάζω γρυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται γλαφυρά και νοσταλγικά στο ένδοξο παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Παρόμοια γνωστή έκφραση από τον εθνικό μας ποιητή :«περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις».

Αναφέρεται επίσης και για να χαρακτηρίσει πράξεις μειωμένου γοήτρου ή κύρους συγκρινόμενες με προηγούμενες καταστάσεις.

- Τον είδες τον καινούργιο προϊστάμενο;
- Άσε τον είδα, εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούρκικη λέξη που σημαίνει: παλιοσίδερα, scrap, και μεταφορικά: παλιόπραμα, ψευτόπραμα, σαραβαλάκι, σακαράκα κλπ

- Να σε ρωτήσω, το καινούργιο μηχάνημα που μας φέρανε αξίζει τα λεφτά του, για είναι κάνας χουρντάς;

(από iwn, 17/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμώ το σόι μου, μεταφορικά την κακοτυχία μου, την αναποδιά μου, τη γκαντεμιά μου κλπ.

Χρησιμοποιείται επίσης και σιμσελέ και σιμσιλέ.

Τι 'ταν αυτό το κακό που μας βρήκε πάλι, γαμώ το σεμσελέ μου.

Δες ακόμη: σιμσιλέ, σεμσελέ, γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει προφανείς, οφθαλμοφανείς και αυτονόητες καταστάσεις, ειδικά σε κείνους που αναλίσκονται σε αναζήτηση δευτερευόντων και επουσιωδών λεπτομερειών, παραγνωρίζοντας τα κύρια και μείζονα χαρακτηριστικά.

Ντορός = χνάρι από μυρωδιά.

Τι θα πει ρε φίλε το παιδί δε σου μοιάζει, αφού τόσες φορές την έπιασες να τηλεφωνιέται με άλλον. Τον λύκο τον βλέπεις, τον ντορό του γυρεύεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται ως άμεση και αποστομωτική απάντηση σε κάποιον που μετέρχεται ήδη γνωστές και πεπαλαιωμένες μεθόδους, τακτικές ή εκφράσεις, ή συνηθέστατα πονηριές ή παγίδες, των οποίων ο απευθυνόμενος ήδη είναι βαθύς και παλαιός γνώστης, ενώ συγχρόνως του εκφράζει έμμεσα την απαξίωση και την ειρωνεία του για το πρόσωπό του, απαιτώντας και επιβάλλοντας σεβασμό.

Συνώνυμη έκφραση: φαίνομαι για Αμερικανάκι;

- Αγαπητέ κύριε, νομίζω ότι 500 ευρώ είναι πάρα πολύ ικανοποιητικά χρήματα για να ολοκληρώσετε αυτή την εργασία.
- Άσε ρε φίλε γιατί, το βιβλίο που διάβασες, εγώ το 'γραψα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβερή εξελληνισμένη σύντηξη-συνήχηση της γνωστής αμερικάνικης λαϊκής ύβρεως «motherfucker», ενώ συγχρόνως συμπεριλαμβάνεται γραφικότατα ο ελληνοπρεπέστατος και διεθνούς εμβέλειας όρος-χαρακτηρισμός «μαλάκας».

Η έκφραση «πατάει» σε διαφορετικό εννοιολογικό επίπεδο, ανάλογα με την μητρική γλώσσα εκείνου στον οποίον απευθύνεται.

- Καλά ρε συ, μ' αυτά που λες και κάνεις, είσαι ή δεν είσαι μαλαφάκας!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.

...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...

(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να χαρακτηρίσει μια μη όμορφη γυναίκα, ενίοτε χρησιμοποιείται και καθ' υπερβολή προκειμένου να δημιουργηθεί μια ιλαρότητα με τη μεταφορική και εξαιρετικά απαξιωτική επιλογή της σύγκρισης.

Σιγά, ρε φίλε, τη γκόμενα που ψώνισες, αυτή είναι πιο άσχημη κι απ το χρέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified